Οι άνδρες που έχουν μείνει μόνοι τους για αρκετά χρόνια ή και έχουν βιώσει πολλούς χωρισμούς με συντρόφους εμφανίζουν ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα δεικτών φλεγμονής στο αίμα τους, κάτι που μαρτυρά αυξημένες πιθανότητες για διάφορες παθήσεις, σύμφωνα με μία νέα δανική επιστημονική μελέτη. Το αντίθετο δεν φαίνεται να ισχύει, δηλαδή για τις μοναχικές γυναίκες και για όσες συχνά έχουν περάσει χωρισμούς στις σχέσεις τους.
Η συστημική χρόνια φλεγμονή θεωρείται ότι παίζει ρόλο-κλειδί σε αρκετές παθήσεις, ιδίως όσο μεγαλώνει η ηλικία, όπως καρκίνο, καρδιαγγειακή νόσο και διαβήτη τύπου 2. Εάν μία τέτοια φλεγμονή, μολονότι χαμηλού βαθμού, είναι επίμονη και πολύχρονη, αποτελεί ένδειξη για αυξημένο κίνδυνο ασθενειών και θανάτου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Κοινωνικής Ιατρικής Ρίκε Λουντ του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology & Community Health», ανέλυσαν στοιχεία για 4.835 άτομα (3.170 άνδρες και 1.442 γυναίκες) 48 έως 62 ετών (μέση ηλικία 54 ετών). Περίπου οι μισοί είχαν βιώσει κάποιον χωρισμό, διαζύγιο ή θάνατο συντρόφου, ενώ ένα παρόμοιο ποσοστό (54% των γυναικών και 49% των ανδρών) είχαν ζήσει μόνοι τους για πάνω από έναν χρόνο. Οι δείκτες φλεγμονής ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) μετρήθηκαν σε δείγματα αίματος από τους συμμετέχοντες και τα επίπεδά τους σχετίστηκαν με την προσωπική ζωή τους.
Διαπιστώθηκε ότι μεταξύ των ανδρών τους υψηλότερους δείκτες φλεγμονής (αύξηση 17%) είχαν όσοι είχαν περάσει τους περισσότερους χωρισμούς, καθώς και όσοι είχαν περάσει μόνοι τους πάνω από επτά χρόνια (αύξηση έως 12%). Οι άνδρες με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και πολλά χρόνια μοναξιάς είχαν μεγαλύτερη χρόνια φλεγμονή. Δεν βρέθηκε ανάλογη συσχέτιση στις γυναίκες.
«Μικροί αριθμοί χωρισμών ή λίγα χρόνια μοναχικής διαβίωσης δεν αποτελούν από μόνα τους κίνδυνο κακής υγείας, αλλά ο συνδυασμός πολλών ετών μοναξιάς και αρκετών χωρισμών, όπως δείχνει η μελέτη μας, επηρεάζουν σημαντικά τα επίπεδα τόσο της CRP όσο και της IL-6. Αν και τα επίπεδα της φλεγμονής είναι χαμηλά, έχουν κλινική σημασία και πιθανότατα συνιστούν παράγοντα κινδύνου για αυξημένη θνησιμότητα», ανέφεραν οι ερευνητές.
Όπως πρόσθεσαν, στην εποχή μας «καθόλου αμελητέοι αριθμοί ανθρώπων ζουν με τέτοια χρόνια φλεγμονή χαμηλού επιπέδου. Καθώς ο αριθμός των νοικοκυριών τού ενός ατόμου αυξάνεται κατά τα τελευταία 50-60 χρόνια στις περισσότερες χώρες υψηλού εισοδήματος, αυτή η ομάδα ανθρώπων, που έχει περάσει από αλλεπάλληλους χωρισμούς σε σχέσεις ή που ζει μοναχικά για διάφορους λόγους, αποτελεί ομάδα υψηλού κινδύνου από άποψη υγείας».