Επικίνδυνος συνωστισμός παρατηρείται τον τελευταίο καιρό στις θάλασσες της Μεσογείου χωρίς αυτός να οφείλεται στο πέρα δώθε σκαφών και πλοίων κατά τη θερινή περίοδο.
Αντιθέτως, το στριμωξίδι κάτω από τα φαινομενικά ήρεμα, επιφανειακά, νερά, έχει να κάνει με εκατοντάδες αινιγματικά είδη, ψάρια, τσούχτρες, μέδουσες, μυστήρια ψάρια, επικίνδυνα φυτά, κλπ. κλπ. τα οποία βρήκαν την πόρτα ανοικτή και μπήκαν.
Και δεν θα ενδιέφερε κανέναν αν μερικές εκατοντάδες οργανισμοί κατάφερναν απλώς να τρυπώσουν στο Αιγαίο και το Ιόνιο από τον μακρινό Ινδικό Ωκεανό, εκμεταλλευόμενα τη διώρυγα του Σουέζ.
Ομως από την στιγμή που τα ξενικά είδη, τα οποία έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στις ελληνικές θάλασσες, δεν κάθονται φρόνιμα να βοσκήσουν στον πυθμένα αλλά επιτίθενται σε άλλα είδη, διαταράσσουν το περιβάλλον, χύνουν δηλητήριο, διώχνουν ψάρια, στρώνουν τον δρόμο σε μέδουσες, καταστρέφουν λιβάδια, κλπ.κλπ., τότε τα πράγματα σοβαρεύουν.
Με άλλα λόγια, κανείς δεν θα απολάμβανε αμέριμνος το μπάνιο του στη θάλασσα, ξέροντας την πραγματική αλήθεια για όσα συμβαίνουν, γύρω του, στον βυθό. Και δεν έχει να κάνει με τις μέδουσες.
Τις τελευταίες μέρες έχει γίνει χαλασμός με τις τσούχτρες. Ολοι ξέρουν όμως ότι εδώ και δεκαετίες, καλοκαίρι παρά καλοκαίρι, οι θάλασσες είχαν τσούχτρες.
Εμπαινε κάποιος, τον τσιμπούσαν, έβγαινε ουρλιάζοντας και οι υπόλοιποι κάθονταν κάτω από τα δέντρα ή έφευγαν.
Για παράδειγμα, στα μέσα του Ιουνίου του 2017, μαζί με τους πρώτους λουομένους έκαναν την εμφάνισή τους μαζικά και οι μέδουσες. Την αρχή έκαναν στον Κορινθιακό Κόλπο και μετά πήγαν και στο Πατραϊκό, και αλλού.
Σύμφωνα με επιστήμονες, η μαζική εμφάνιση μεδουσών είναι ένα φαινόμενο φυσικό. Ιδιαίτερα, δε, οι μέδουσες Pelagia noctiluca, με τα μακριά πλοκάμια και το διάφανο σώμα, αναπαράγονται στο Αιγαίο και στο Ιόνιο Πέλαγος. Μετά την αναπαραγωγή οι μέδουσες μπορεί να φτάσουν, ανάλογα με τους ανέμους που πνέουν, μέχρι και την ακτή και όταν μπουν μέσα σε έναν κόλπο, παγιδεύονται.
Αυτή η μαζική εμφάνιση οφείλεται και σε μια σειρά από παράγοντες όπως είναι η αλατότητα του θαλασσινού νερού, η αύξηση της θερμοκρασίας του, καθώς και η ηλιοφάνεια, παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την αναπαραγωγή των μεδουσών. Υπάρχει, βέβαια, και μια θεωρία που λέει πως όταν σημειώνεται υπεραλίευση, ευνοούνται οι ζελατινώδεις οργανισμοί, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να αποδειχθεί, χωρίς βέβαια να αποκλείεται πως θεωρητικά έχει κάποια βάση.
Μαζική, όμως, είναι τα τελευταία χρόνια και η εισβολή που σημειώνεται στη Μεσόγειο, και άρα και στις ελληνικές θάλασσες, από ξενικά είδη που δεν είναι μόνο ψάρια, αλλά και φύκια, μαλάκια, εχινόδερμα καθώς και καρκινοειδή. Είναι ενδεικτικό πως από τα 17.000 είδη που γνωρίζουμε στη Μεσόγειο, πάνω από 1.000 είναι τα ξενικά.
Πρόκειται για τροπικά ή υποτροπικά είδη, τα περισσότερα από τα οποία άρχισαν να εισβάλλουν στα νερά της Μεσογείου μετά την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ το 1869. Μάλιστα, τα ξένα – για το μεσογειακό οικοσύστημα – είδη ονομάστηκαν λεσεψιανοί μετανάστες, παίρνοντας το όνομά τους από τον γάλλο μηχανικό της διώρυγας Φερντινάντ Λεσέψ. Βάσει δεδομένων, πάντως, η θάλασσα της Μεσογείου παρουσιάζει τον μεγαλύτερο αριθμό βιολογικών εισβολών παγκοσμίως.
Ετσι, η διώρυγα αποτέλεσε ένα φυσικό κανάλι επικοινωνίας της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού και των ειδών τους με τη Μεσόγειο.
Είναι ξενικό είδος από την Ερυθρά Θάλασσα και το τελευταίο διάστημα παρατηρείται έξαρση στην Ανατολική Μεσόγειο. Εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Ρόδο το 2015. Είναι δηλητηριώδες ψάρι, με μεγάλες, μακρόστενες άκανθες στη ράχη του και μπορεί να το δουν ακόμη και οι λουόμενοι με μια μάσκα σε βάθος μόλις 3-4 μέτρων. Καταναλώνεται ωστόσο, και μάλιστα είναι πολύ νόστιμο. Οσο για την τοξίνη που έχει, όταν το ψάρι ψηθεί».
Το τοξικό λαγόψαρο (Lagocephalus sceleratus), είναι ακόμη μία περίπτωση επικίνδυνου ξενικού είδους. Οι επιστήμονες από την αρχή που το εντόπισαν, ενημέρωναν αλιείς και καταναλωτές για το επικίνδυνο αυτό ψάρι, το οποίο δεν πρέπει να καταναλώνεται, γιατί ακόμη και με το μαγείρεμα το δηλητήριο που έχει παραμένει. Πλέον, το λαγόψαρο έχει εξαπλωθεί τόσο, που πληθυσμοί του εντοπίζονται ακόμη και στην Ισπανία.
Κάποια από τα ξενικά είδη, τρώγονται όπως και τα δικά μας ψάρια. Ενα από αυτά είναι η φιστουλάρια (Fistularia commersonii) ή τρομπέτα.
Αλλά και ο σαρδελόγαυρος (Etrumeus golanii), ο οποίος αλιεύεται στα νερά των Κυκλάδων και της Κρήτης.
Τη δεκαετία του ’30 και του ’60 ήρθαν και οι λεγόμενοι γερμανοί ή μαύρη και άσπρη αγριόσαλπα – αλιεύονται στα ελληνικά νερά και φτάνουν στους πάγκους των ψαράδων προς πώληση.
Πολλοί από τους λεσεψιανούς μετανάστες, ωστόσο, δεν έχουν εμπορική αξία, είτε γιατί είναι μικροί σε μέγεθος είτε γιατί στους καταναλωτές δεν αρέσει η γεύση τους.
Η συμβίωση των λεσεψιανών μεταναστών με τους γηγενείς θαλάσσιους οργανισμούς μόνο αρμονική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Στη Μεσόγειο σήμερα εντοπίζονται περισσότερα από 1.000 διαφορετικά ξενικά είδη, εκ των οποίων περισσότερα από 600 έχουν βιώσιμους πληθυσμούς. Περίπου 100 από αυτά θεωρούνται εισβολικά, δηλαδή αναπτύσσονται εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών. Ανάμεσά τους είναι ο λαγοκέφαλος, η κορνέτα, το λεονταρόψαρο, ο μονόχειρας κ.ά.
Επιστήμονες εξηγούν ότι η ραγδαία ανάπτυξη αυτών των πληθυσμών οφείλεται στο γεγονός ότι τα ξενικά είδη δεν αντιμετωπίζουν απειλές. Οι άνθρωποι δεν τα τρώνε, τα ντόπια είδη δεν τα αναγνωρίζουν ούτε ως θήραμα ούτε ως θηρευτές. Ετσι όχι μόνο δεν κινδυνεύουν τα ίδια αλλά θηρεύουν εξαιρετικά αποτελεσματικά.
in.gr