Με αφορμή τη σημερινή εκδίκαση της έφεσης του καταδικασθέντα δράστη και καθ’ομολογίαν δολοφόνου, αλγεινή εντύπωση προκαλούν τα λόγια του συζυγοκτόνου μετά την τέλεση του φρικιαστικού εγκλήματος που θα μπορούσε να θεωρηθεί και απαρχή ενός κύκλου βίας με θύματα γυναίκες.
Η δολοφονία που πάγωσε, πριν από περίπου τρία χρόνια, το πανελλήνιο αναβιώνει και πάλι στις δικαστικές αίθουσες, φέρνοντας στην επιφάνεια μια συνθήκη ακραίας νοσηρότητας που δεν μπορεί εύκολα να διανοηθεί κάποιος.
Πίσω στο πρόσφατο παρελθόν και στη στυγερή δολοφονία της Κάρολαιν Κράουτς, από τον σύζυγό της Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, θα διαπιστώσει κανείς ότι κοινή συνισταμένη ανάμεσα στον φόνο της 20χρονης και στο θανάσιμο μαχαίρωμα της Βάιας αποτελεί η μετά θάνατον προσβολή στη μνήμη τους, με ενοχοποίηση από τους συζύγους τους.
Στην περίπτωση της Βάιας, μητέρας τριών παιδιών, που μαχαιρώθηκε θανάσιμα σε ηλικία 45 ετών, ο δολοφόνος της υποστήριξε, στην απολογία του, πως η γυναίκα του είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση.
Αμετανόητος, επιχείρησε να ρίξει όλο το βάρος της ευθύνης στη Βάια την οποία κατηγορούσε για κακή συμπεριφορά προς εκείνον και τα παιδιά της.
Στον ισχυρισμό του καταδικασθέντα αποτυπώνεται η θρασύτητά του αφού εκείνος είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση, είχε φύγει για ένα διάστημα από το σπίτι και σαν μην έφτανε αυτό, απέκτησε παιδί με την ερωμένη του.
Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ψευδείς όλες τις μαρτυρίες που τον θέλουν να έχει διαπράξει, επί σειρά ετών, απερίγραπτες πράξεις βίας σε βάρος της γυναίκας του, σε σημείο που η Βάια ζούσε σε ένα μόνιμο καθεστώς τρόμου και έφευγε από το σπίτι υπό τον φόβο ότι θα τη σκότωνε ο άντρας της.
Με διάθεση κυνισμού, δε, δίνει στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του καλού συζύγου, που δήθεν αγαπούσε τη Βάια, αλλά και του καλού πατέρα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα αφού και τα παιδιά του ακόμη είχαν μιλήσει για τους ξυλοδαρμούς σε βάρος τους από τον πατέρα τους.
Για το εργαλείο του δράματος, το μαχαίρι 30 εκατοστών, με το οποίο ο δράστης αφαίρεσε τη ζωή της συζύγού του, χτυπώντας την ανελέητα, ο δολοφόνος ισχυρίζεται – σε προκλητικό τόνο – πως η Βάια το είχε αγοράσει και πως εκείνος το είδε και θόλωσε.
«Δεν αγόρασα εγώ το μαχαίρι»
«Δεν είμαι δολοφόνος σε μια στιγμή σκοτείνιασαν όλα, έτσι έγινε. Είχα πάει την κόρη μου σε μια γιορτή. Γύρισα στο σπίτι, τα παιδιά κοιμούνταν, είπα πως την αγαπώ, της είπα να κάνουμε έρωτα, γιόρταζα», κάποιοι από τους ισχυρισμούς στην απολογία του δράστη.
«Είδα το μαχαίρι στην κουζίνα, θόλωσα. Δεν αγόρασα εγώ το μαχαίρι αλλά η γυναίκα μου», υποστηρίζει για το αντικείμενο με το οποίο αφαίρεσε τη ζωή της γυναίκας του.
Για το τεταμένο κλίμα πριν από τον φόνο ισχυρίζεται το εξής: «Φωνάζαμε εκείνη την ημέρα. Μιλούσαμε, υπήρχε ένταση και εκεί πάνω έγινε το κακό».
«Ψέματα λένε οι γείτονες, δεν υπήρξε καβγάς. Ψέματα λένε οι κόρες μου, δεν είχα ποτέ κρυμμένα μαχαίρια», λόγια με τα οποία ο συζυγοκτόνος προσπαθεί να αποτινάξει τις κατηγορίες που τον βαρύνουν.
Αίσθηση προκαλούν και οι περιγραφές για την πρώτη σύζυγό του, με την οποία είχε μια επεισοδιακή σχέση, επιλέγει όμως με επιφανειακές ερμηνείες και απαξιωτικά λόγια να δώσει τη δική του εκδοχή για την κατάληξη του πρώτου του γάμου: «Την πρώτη μου γυναίκα δεν την ήθελα ,ήταν μαύρη. Μετά με πήγε στα δικαστήρια. Έχασε το παιδί σηκώνοντας τηλεόραση»…
Σε ένα σημείο της απολογίας του, σχολιάζοντας το παιδί που απέκτησε από την εξωσυζυγική του σχέση λέει προκαλώντας πληθώρα ερωτηματικών: «Το παιδί από την εξωσυζυγική σχέση το αποδέχθηκε η Βάια και δεν ήθελε να χωρίσουμε».
Το χρονικό της υπόθεσης
Η Βάια βρέθηκε νεκρή στην κρεβατοκάμαρά της, αφότου είχε καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος του συζύγου της, με τον οποίο ήταν μαζί από 16 ετών. Ο δράστης είπε την τελευταία του λέξη: άρπαξε ένα κουζινομάχαιρο και σκότωσε τη γυναίκα του, εκδηλώνοντας επάνω της όλη τη βιαιότητα που τον διακατείχε. Ο ίδιος μετά το έγκλημα κάλεσε την αστυνομία και ομολόγησε. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί στο σημείο όπου βρισκόταν, σήκωσε τα χέρια και είπε: «σκότωσα τη γυναίκα μου».
Προτού προχωρήσει στην αποτρόπαια ενέργεια, όμως, είχε βεβαρημένο παρελθόν, καθώς σύμφωνα με τις αποκαλυπτικές καταθέσεις της μεγαλύτερής του κόρης και της μητέρας του θύματος, ξυλοκοπούσε επί χρόνια τη Βάια αλλά και τα παιδιά τους.
Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, για την τελευταία πράξη του δράματος μίλησε ο αστυνομικός που μετέβη στον τόπο του εγκλήματος, στο σπίτι δηλαδή της Βάιας.
«Η πόρτα του σπιτιού ήταν ελαφρώς ανοιχτή. Μπήκαμε στην κρεβατοκάμαρα. Το θύμα βρισκόταν σε πλάγια θέση, με το ένα χέρι στο πλάι και με το άλλο στο μαξιλάρι και στην κοιλιά φαίνονταν τα έντερα», είχε καταθέσει ο αστυνομικός που βρήκε τη Βάια νεκρή.
«Στην κουζίνα βρήκαμε μαχαίρι μήκους 30 εκατοστών», είναι επιπλέον τα λόγια του αστυνομικού, ο οποίος περιέγραψε και την ψυχολογία του δράστη μετά τον φόνο.
Βρισκόταν σε σύγχυση, όπως αναφέρει, στο αστυνομικό τμήμα, όμως όταν ρωτήθηκε ομολόγησε τη δολοφονία του, λέγοντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση: «τσακωθήκαμε και τη σκότωσα».
Στην πορεία οι τρεις κατηγορίες, με τις οποίες καταδικάστηκε ο συζυγοκτόνος σε φυλάκιση στο κέντρο κράτησης Λάρισας, ήταν ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.
«Κυνηγούσε την κόρη μου με μαχαίρι»
Τρομακτικές αποκαλύψεις ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και από τη μητέρα της δολοφονημένης γυναίκας. Ο έγγαμος βίος ήταν από νωρίς προβληματικός, ενώ το αρρωστημένο στοιχείο που διοχέτευε ο σύζυγος στη σχέση φαινόταν σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας. Ο καταδικασθείς είχε μάλιστα συνάψει εξωσυζυγικό δεσμό, από τον οποίο προέκυψε ένα παιδί, το οποίο αναγνώρισε στη συνέχεια.
«H κόρη μου φοβόταν, ερχόταν σε μας και κρυβόταν. Την κυνηγούσε με το μαχαίρι», αποκαλύπτει η μητέρα της γυναίκας που σε ηλικία 45 ετών δολοφονήθηκε από τον 50χρονο, τότε, σύζυγό της.
Η Βάια έκρυβε τα μαχαίρια, ενώ ο φόβος που την κυρίευε λόγω της βιαιότητας που εισέπραττε από τον σύζυγό της, που με την πρώτη ευκαιρία ξεσπούσε πάνω της, ήταν μεγάλος.
Μιλώντας για τις δραματικές συνθήκες που ζούσε, η μεγάλη της κόρη επιβεβαιώνει την αυταρχική φύση του πατέρα της, λέγοντας πως δεν χρειαζόταν πολλές αφορμές για να βιαιοπραγήσει σε βάρος των παιδιών, τα οποία δεν άφηνε να βγαίνουν από το σπίτι.
Οι εκρήξεις θυμού συχνές: «Μας χτυπούσε, ξεσπούσε πάνω μας, ήταν ένας βίαιος σύζυγος, οι καβγάδες ήταν μικροπράγματα μπροστά στα όσα συνέβαιναν». Με αυτά τα λόγια περιγράφει τις εμπειρίες που είχε από τον πατέρα της η μεγαλύτερη κόρη η οποία, μάλιστα, είχε καταθέσει καταγγελία σε βάρος του ύστερα από επεισόδιο ξυλοδαρμού.
«Η μητέρα μου ερχόταν στο σπίτι και έλεγε: “Κρύψε με, θα με σκοτώσει”», θυμάται η κόρη της Βάιας, που επισημαίνει στην κατάθεσή της ότι ο πατέρας της είχε σχέση με άλλη γυναίκα για ένα διάστημα και επί δύο μήνες έλειπε από το σπίτι.
Τα παιδιά παρακολουθούσαν με τα τρομαγμένα μάτια τους τα τραγικά επεισόδια ξυλοδαρμού με θύμα την άτυχη μητέρα τους. Μάλιστα ήταν μάρτυρες και όταν ο πατέρας τους εκστόμισε την αδιανόητη φράση: «Εγώ θα σε σκοτώσω και θα φάω επτά μήνες».
Πριν από το στυγερό έγκλημα, ο δράστης εκβίαζε συχνά τη σύζυγό του πως εάν τον χώριζε θα τη σκότωνε. Εξαιτίας των βασανιστικών στιγμών που ζούσε η Βάια είχε εκφράσει την πρόθεση να πάρει διαζύγιο, η αυταρχική και παράλογη συμπεριφορά του άντρα της όμως δεν άφηνε χώρο για διάλογο, μόνη επιλογή του για να αντικρούσει όσα δεν ήθελε να ακούει ήταν το ξύλο.
Σημασία στην υπόθεση έχουν και οι καταθέσεις των γειτόνων που ζούσαν από κοντά την ταραχώδη οικογενειακή ζωή της Βάιας.
Επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η γυναίκα είχε υπάρξει επί σειρά ετών θύμα άγριας κακοποίησης, ενώ δεν ξεχνούν τη 45χρονη συχνά να λέει: «Ο άντρας μου είναι Τούρκος»…
Η δήλωση της δικηγόρου της πλευράς του θύματος
«Εκδικάζεται στο μεικτό ορκωτό εφετείο Λάρισας η έφεση του κατηγορούμενου, συζυγοκτόνου σφαγέα της αδικοχαμένης Βάιας Γκανιά , που βρήκε τραγικό και αγωνιώδη θάνατο από τα χέρια του ίδιου της του συζύγου και πατέρα των παιδιών της. Η άτυχη Βάια, αναπαύονταν εκείνη τη φριχτή ώρα όταν δέχθηκε τις μαχαιριές . Προσπάθησε μάταια να παλέψει για τη ζωή της αλλά το χέρι του δολοφόνου της ήταν αμείλικτο . Ο δράστης δεν δίστασε να κατακρεουργήσει το θύμα του μπροστά στα μάτια δυο παιδιών, που έφυγαν έντρομα από το σπίτι φοβούμενα για τη ζωή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάθεση του ενός που λέει συγκλονισμένο ο παπούς Κώστας χτύπησε τη γιαγιά με μαχαίρι και εκείνη κουνούσε το πόδι της. Αυτές οι εφιαλτικές στιγμές θα ζωντανέψουν στο δικαστηριο όπου η πολιτική αγωγή παρούσα θα δώσει μάχη ώστε τα ισόβια να παραμείνουν ως ποινή», δηλώνει η δικηγόρος της οικογένειας του θύματος, Ανθούλα Ανάσογλου.