ΗΜαρία Φαραντούρη ανήκει στο ευλογημένο εκείνο είδος των καλλιτεχνών – δεν είναι άμοιρο το γεγονός ότι «γεννήθηκε» καλλιτεχνικά τη δεκαετία του ’60 – που η βιογραφία τους θα μπορούσε να συντεθεί με αποκλειστική αναφορά σε πολιτιστικά και πολιτικά γεγονότα ευρύτατης εμβέλειας, με πλήθος ανθρώπων να τα επανδρώνουν, ωστόσο να είναι μια εντελώς δική τους βιογραφία. Ενα μεγάλο προνόμιο – ή μια κατάκτηση προσωπική; – που έχει το επιπλέον προτέρημα να απαλλάσσει από μεμψιμοιρίες και προπαντός να αθωώνει την έννοια της φιλοδοξίας και να κάνει τους στόχους που έχουν επιτευχθεί ακόμη πιο αντικειμενικούς και αδιάβλητους.
Παρακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη, τι θα χαρακτηρίζατε ως μια δραματική παρέκκλιση ή διάψευση σε σχέση με τις μεγάλες ελπίδες της δεκαετίας του ’60;
Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, δεν έχουν καμία σχέση με τη δεκαετία του ’60. Τότε πιστεύαμε ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο, τώρα προσπαθούμε να διασώσουμε τον κόσμο. Να τον διασώσουμε γιατί κινδυνεύει από έναν ιό, από την κλιματική αλλαγή, από τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες κι από πόλεμο που πάντα ελλοχεύει. Τότε, από κοινωνική και πολιτική άποψη ήταν μια άλλη εποχή, ονείρων και ουτοπιών. Οι αγώνες συμβαδίζανε με τους αγώνες του κινήματος των νέων στις δυτικές χώρες. Να θυμηθούμε τον Μάη του ’68 στο Παρίσι. Εδώ στην Ελλάδα την ίδια εποχή είχαμε δικτατορία, η χώρα πήγε πολλά χρόνια πίσω και στο τέλος χάσαμε και τη Βόρεια Κύπρο. Στη Μεταπολίτευση σιγά σιγά εμπεδώνεται η δημοκρατία και οι δημοκρατικοί θεσμοί, μπαίνουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο κόσμος συμμετέχει στα κοινά, αναγνωρίζεται η Εθνική Αντίσταση, ενισχύεται η κοινωνική πρόνοια, η ισότητα των φύλων, γενικώς η Ελλάδα ζει την καλύτερή της περίοδο. Σήμερα επικράτησαν οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες στον κόσμο πάνω από τους λαούς και πάνω από τους πολιτικούς. Μεγάλωσαν οι ανισότητες και με την οικονομική κρίση αυξήθηκε η ανεργία, οι νέοι έφυγαν στο εξωτερικό. Ακολούθησε η πανδημία που πρόσθεσε μία ακόμα ανασφάλεια. Ετσι, από τη μια έχουμε μια ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας κι από την άλλη σημάδια παρακμής κι ανέχειας. Από τη μια ο ψηφιακός κόσμος κι η τεχνητή νοημοσύνη κι από την άλλη το μεταναστευτικό πρόβλημα με νεοφασιστικές παρουσίες εδώ κι εκεί. Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαι απαισιόδοξη, έμαθα ότι η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας, γι’ αυτό είμαι με εκείνους που αγωνίζονται «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα», όπως λέει κι ο ποιητής, και η Ελλάδα θα το πετύχει αν είναι περισσότερο ενωμένη και πιστέψει στον εαυτό της.
Και στον τομέα της τέχνης και του πολιτισμού ποια η διαφορά από τη δεκαετία του ’60;
Στη δεκαετία του ’60 άνθησε μια πολιτιστική άνοιξη που συνδέθηκε με το αίτημα για ελευθερία, δημοκρατία. Μέσα σε αυτό το κλίμα εμφανίστηκε σαν ένας χείμαρρος ο Μίκης Θεοδωράκης, ήρθε από το εξωτερικό κι έφτιαξε έναν καινούργιο κόσμο μουσικής, ποίησης, νέων βιωμάτων και ιστορίας. Ηταν ο πρώτος που έφερε τη μεγάλη μας ποίηση, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, στα χείλη των απλών ανθρώπων και καθιέρωσε τις λαϊκές συναυλίες, οι οποίες έπαιρναν μια μορφή ψυχικής μέθεξης, διονυσιακής γιορτής. Ηταν η κατάλληλη καλλιτεχνική προσωπικότητα που εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή. Βέβαια προϋπήρχε ο Χατζιδάκις που ήταν κι ο προπομπός με τα ωραία τραγούδια του, σε στίχους κυρίως του Γκάτσου, που άλλαξαν την αισθητική του τραγουδιού και μαζί με εκείνα του Μίκη ανανέωσαν το μουσικό κλίμα του τόπου με τεράστια επιτυχία. Τότε παρουσιάστηκε και μια νέα γενιά συνθετών και στιχουργών που με το έργο τους ξεπέρασαν τον χρόνο, όλοι γνωστοί μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ξεχώρισαν και νέοι συνθέτες που ερμήνευαν οι ίδιοι τα τραγούδια τους με επιτυχία. Υπάρχουν κι εναλλακτικοί μουσικοί και συνθέτες, η γενιά του Ιντερνετ, που δημιουργούν με νέες προσεγγίσεις και νέα ακροατήρια. Από αυτούς θα αναπηδήσει, πιστεύω, κι η μουσική του αύριο.
Ακούγοντάς σας συχνά να μιλάτε για σπουδαίους ανθρώπους που έχετε γνωρίσει, για περιοδείες σας σε ολόκληρο τον κόσμο ή για αυτά καθαυτά τα καλλιτεχνικά σας πεπραγμένα, αισθάνεται κανείς να τα συνειδητοποιείτε με τόσο βάρος όσο εκείνο ενός φτερού. Πώς συμβαίνει αυτό;
Είχα αποφασίσει από πολύ μικρή ότι θα ζούσα με τη μουσική και το τραγούδι. Τραγουδούσα συνεχώς και με κάθε ευκαιρία στο σπίτι, στο σχολείο κι είχα πιστέψει μέσα μου ότι αυτή θα είναι η ζωή μου, επομένως μου φαίνονταν όλα φυσιολογικά κι απλώς ακολουθούσα. Ηταν βέβαια συγκλονιστικό να γνωρίσω στα 16 μου τον Μίκη και να αρχίσω να τραγουδάω τα τραγούδια του στη σκηνή. Οταν ξέσπασε το στρατιωτικό πραξικόπημα, μου στέλνει ο Μίκης ένα σημείωμα κρυφά μέσα σε ένα κουτάκι τσίχλες. Εκεί μου έγραφε: «Μαρία, τώρα που απαγορεύτηκε η μουσική μου, ξεκίνα το μεγάλο ταξίδι σου στο εξωτερικό, δημιουργήστε μια ορχήστρα με Διδίλη, Καλογιάννη και φύγετε στη Γαλλία». Ετσι βγήκαμε ένας ένας κι από ‘κεί και πέρα άρχισαν όλα. Ηταν μια γόνιμη εποχή, με εκδηλώσεις, γνωριμίες, νέες εικόνες, νέες ιδέες, μια εποχή που «έβραζε». Υπήρχε μια αδιάσπαστη ροή ζωής, συναυλίας, δημιουργίας, αντίστασης. Πιστεύω πως ποτέ έλληνας καλλιτέχνης δεν είχε τέτοια διείσδυση όπως ο Μίκης, με το έργο του να τραγουδιέται σε πολυπληθή παγκόσμια ακροατήρια στην ελληνική γλώσσα. Οσο για μένα, όλα τα ζούσα φυσιολογικά, ούτε σκεφτόμουνα καριέρες, απλώς τραγουδούσα με την καρδιά μου αυτό που μου άρεσε να τραγουδώ. Είχα μια ήρεμη αυτοπεποίθηση και βαθιά πίστη στην τέχνη που υπηρετούσα κι ό,τι τη συνόδευε σε σχέση με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και δεν ενέδωσα σε πιεστικές προτάσεις που μου έγιναν στο εξωτερικό να γίνω μεγάλη φίρμα του εμπορικού τραγουδιού, ούτε τραγούδησα ποτέ σε κέντρα διασκέδασης. Η διαδρομή είχε κορυφώσεις, ήταν περίπου εξωπραγματική, αλλά πάντα προχωρούσα παρακάτω. Το φτερό, που λέτε, μπορεί να μην έχει βάρος, αλλά είναι αυτό που μας ταξιδεύει στο μέλλον. Είναι αλήθεια ότι άλλες εποχές σού δίνουν φτερά και άλλες σου τα κόβουν. Οι καλλιτέχνες με το έργο τους εμπνέουν τους ανθρώπους να εμπιστεύονται τα δικά τους φτερά, να πιστεύουν στον εαυτό τους.
Ποιες ήταν για σας οι πιο σημαντικές γνωριμίες που είχατε στο μουσικό σας ταξίδι σε όλο τον κόσμο;
Στο εξωτερικό γνώρισα πολλούς και μεγάλους της μουσικής με τους οποίους συνεργάστηκα. Ιδιαίτερη στιγμή για μένα ήταν η συνάντησή μου με τους Μπιτλς στο στούντιο Apple στο Λονδίνο το ’69, όπου τους τραγούδησα με τον Κυριάκο Σφέτσα στο πιάνο το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», το οποίο τραγούδησαν κι ηχογράφησαν μετά οι ίδιοι. Την ίδια περίοδο γνώρισα τον σπουδαίο κλασικό κιθαρίστα Τζον Γουίλιαμς, μαζί του ηχογράφησα τον «Επιτάφιο» και τα τραγούδια του Λόρκα, του Μίκη, ένας συλλεκτικός δίσκος σήμερα. Η περίφημη αργεντινή τραγουδίστρια και φίλη Μερσέντες Σόσα τραγούδησε μαζί μου στον δίσκο «17 τραγούδια» με τη διεύθυνση του μεγάλου κουβανού κιθαρίστα και διευθυντή ορχήστρας Λέο Μπρόουερ. Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, με σκηνοθεσία του Θόδωρου Τερζόπουλου, παρουσίασα τα τραγούδια του Μπρεχτ που ηχογράφησα αργότερα. Συνεργάστηκα επίσης με τον γνωστό μας συνθέτη και συγγραφέα Ζουλφί Λιβανελί σε πολλές συναυλίες εδώ και έξω, και σε δίσκους επίσης. Γνωρίστηκα με τον Λούτσιο Ντάλα, ήρθε στην Αθήνα, πήγα εγώ στο Κάπρι στο σπίτι και στούντιό του, εξαιρετικός, ζωντανός άνθρωπος, ταλαντούχος. Ηχογράφησα έναν δίσκο με τραγούδια του. Θεωρούσε ως την καλύτερη ερμηνεία, έτσι έλεγε, με την ιταλική υπερβολή του, τον «Καρούζο» που ηχογράφησα δύο φορές, μία μαζί του και μία με τη συμμετοχή του Διονύση Σαββόπουλου. Πριν από περίπου δέκα χρόνια, είχα τη χαρά να έρθει σε μια συναυλία μου στη Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια να με ακούσει ο τελευταίος μεγάλος της τζαζ σαξοφωνίστας Τσαρλς Λόιντ, με τον οποίο συνεργαστήκαμε σε συναυλίες σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Ηχογραφήσαμε στην ECM το βραβευμένο από την Ενωση Ευρωπαίων Κριτικών CD «Athens Concert», συναυλία που δώσαμε στο Ηρώδειο. Στην ECM επίσης γράψαμε το CD «Beyond the Βorders» του νέου συνθέτη που ζει στην πατρίδα μας Τζιχάν Τούρκογλου, με ξένους μουσικούς και την Ανια Λέχνερ στο τσέλο. Μεγάλη σημασία στα δύο τελευταία είχε η παρουσία του Μάνφρεντ Αϊχερ, δημιουργού της περίφημης ECM. Αν αφήσουμε τον κόσμο της μουσικής, η τύχη με έφερε να γνωρίσω από κοντά κάποιες προσωπικότητες της πολιτικής, όπως ο Ούλοφ Πάλμε, που με κάλεσε στη σουηδική Βουλή και τραγούδησα τιμώντας τη δημοκρατική Ελλάδα. Ο Μιτεράν ήταν αυτός που από την πρώτη στιγμή, πριν γίνει προέδρος, στάθηκε δίπλα μας, ερχόταν στις συναυλίες, πίναμε καφέ μαζί στο Καρτιέ Λατέν, με κάλεσε και τραγούδησα στην πόλη Σατό-Σινόν, της οποίας ήταν δήμαρχος. Μετά που έγινε πρόεδρος δεν μας ξέχασε, δύο φορές πήγα στο Μέγαρο των Ηλυσίων σε αντίστοιχες εκδηλώσεις. Πολύ τιμητικά με αναφέρει σε ένα βιβλίο του. Ηταν ένας ξεχωριστός πολιτικός, με ιδιαίτερη αγάπη και καλλιέργεια για τα γράμματα και τις τέχνες και με φιλελληνικά αισθήματα. Συναντήσαμε τον Φιντέλ Κάστρο στις συναυλίες μας στην Κούβα. Μετά το «Κάντο Χενεράλ» στην κεντρική πλατεία της Αβάνας, ήρθε στον κήπο του ξενώνα όπου μέναμε και πέρασε όλη τη νύχτα μαζί μας μιλώντας για όλα.
Ποιες οι σχέσεις σας με την ποίηση ή μάλλον πιστεύετε πως στη σταδιοδρομία σας θα είχε αποκτήσει το μέγεθος που απέκτησε σε περίπτωση που δεν είχατε ερμηνεύσει μεγάλους έλληνες ποιητές;
Μυήθηκα στην ποίηση από τα πρώτα βήματά μου στις μπουάτ. Εκεί, εκτός από τα τραγούδια, υπήρχαν κάθε βράδυ και απαγγελίες ποιημάτων. Ηταν όλη η ατμόσφαιρα ποιητική. Εκεί πρωτάκουσα ποιήματα του Λόρκα, του Ρεμπό και των δικών μας Σεφέρη, Ρίτσου, Ελύτη. Ο Παύλος Μάτεσις μου έφερνε βιβλία και δίσκους. Ημαστε όλοι μια ποιητική παρέα και η ζωή μας ήταν ποιητική. Οταν έγινε η δικτατορία κι έφυγα στο εξωτερικό, γνωρίστηκα με τον Τηλέμαχο στην Ιταλία, όπου ήταν φοιτητής, αγωνιζόταν κατά της δικτατορίας, ανήσυχος πνευματικά και ποιητής, έτσι η ποίηση μπήκε στην οικογένεια κι έμεινε για πάντα.
Υπάρχει μια τρομερή φράση του Αντρέ Μαλρό που λέει πως ο ελέφαντας μένει για πολλές ώρες ακίνητος γιατί θυμάται τις περασμένες του ζωές. Αισθάνεστε να υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες περιέρχεστε στη θέση του ελέφαντα;
Η πιο ενδιαφέρουσα κίνηση του ελέφαντα είναι όταν ρίχνει νερό με την προβοσκίδα του στο πρόσωπό του για να ξυπνήσει. Αλίμονο αν ένας καλλιτέχνης αρχίσει να σκέφτεται τις περασμένες του ζωές. Θα μείνει πραγματικά ακίνητος σαν τον ελέφαντα του Μαλρό. Η μνήμη συνομιλεί υπόγεια με τη ζωή που προχωράει. Καλά είναι, θα έλεγα, να κάνεις κάπου κάπου μια επεξεργασία των πεπραγμένων σου, εννοείται όχι για να μένεις αυτάρεσκα στις δάφνες σου, αλλά για να προχωράς μπροστά.
Με την πανδημία προφανώς σταμάτησαν κι οι συναυλίες εδώ και έξω. Προετοιμάζετε κάτι όταν, με το καλό, επανέλθουμε σε κανονικότερους ρυθμούς;
Προγραμματίζουμε την ηχογράφηση ενός νέου CD, ελπίζοντας να γίνουν και συναυλίες. Πρόκειται για σωζόμενα σπαράγματα ποιητριών της αρχαιότητας, από τον 7ο αιώνα μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους, που μετέφρασε ο φιλόλογος και δάσκαλος Μέσης Εκπαίδευσης Θάνος Τσακνάκης. Τα πρότεινα για να μελοποιηθούν στην εξαίρετη και πρωτοποριακή συνθέτρια Λένα Πλάτωνος. Ελπίζω, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να τα παρουσιάσουμε το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης στις 2 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής μαζί με τον μοναδικό Δημήτρη Καταλειφό θα παρουσιάσουμε τα πιο ωραία μας τραγούδια που βασίζονται στην ελληνική ποίηση. Στις 11 Δεκεμβρίου υπάρχει μια προγραμματισμένη συναυλία στο Παρίσι, στη νέα αίθουσα Philharmonie de Paris, όπου θα τραγουδήσω μαζί με το σπουδαίο συγκρότημα Εν Χορδαίς του Κυριάκου Καλαϊτζίδη ένα ιδιαίτερο κι εξαιρετικό πρόγραμμα.
Αν σε πολύ μελλοντικούς καιρούς η παρουσία σας ανακαλούνταν χάρη σε ένα μόνο τραγούδι, ποιο θα θέλατε να είναι αυτό;
Είμαι απόλυτα συνδεδεμένη με ό,τι έχω τραγουδήσει. Τα αγαπώ όλα. Αν έπρεπε όμως να ξεχωρίσω οπωσδήποτε ένα, αυτό θα ήταν το «Μαουτχάουζεν» με την εισαγωγή και το «Ασμα ασμάτων» – «Τι ωραία είναι η αγάπη μου». Θυμάμαι, με φώναξε μια μέρα ο Μίκης στο σπίτι του, στα 17 μου, τότε έμενε στη Νέα Σμύρνη. Αρχισε να παίζει στο πιάνο και μου λέει: «Αυτό το έργο, Μαρία, θα σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή. Γράψε πάνω στην παρτιτούρα τον χρόνο και την ώρα. Θα πάρει ιστορική αξία». Ετσι έγινε. «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» έμελλε να γίνει ένα οικουμενικό τραγούδι στα ελληνικά, για τη μελωδία του και τα αισθήματα ανθρωπισμού κι αγάπης που εκφράζει στην κόλαση του Ολοκαυτώματος. Το 1988 το τραγούδησα παρουσία του Μίκη και του Καμπανέλλη μέσα στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν. Επίσης είχα την τιμή να το τραγουδήσω στο Παρίσι και στο Ηρώδειο με τη Συμφωνική του Ισραήλ υπό τη διεύθυνση του μεγάλου μαέστρου Ζούμπιν Μέτα. Οπου και να πάω, «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» είναι ήδη γνωστή, είναι το τραγούδι που αγαπήθηκε πάρα πολύ. Γι’ αυτό ας με ακολουθεί η αγάπη που το συνοδεύει και μετά τη ζωή μου.