Η γυναίκα αυτή τόλμησε να μιλήσει, μετά από 20 χρόνια, ναι, για μια επώδυνη, φρικτή εμπειρία. Για ένα βιασμό. Τόσο καιρό χρειάστηκε να γλείψει τις πληγές της, ή μπορεί τώρα ένιωσε άνετα, τίποτε άλλο δε μας αφορά. Μας αφορά μόνο το πώς οι θύτες ασκούν την εξουσία τους στα θύματα, ώστε να μη μιλήσουν.
Έλαβε ειρωνικά σχόλια η ολυμπιονίκης. Όχι μόνο από τους «κριτές» των κοινωνικών δικτύων, αλλά κι από τη ίδια της την ομοσπονδία. Σα να έπεσε από τα σύννεφα ο χώρος του αθλητισμού, τέτοια πράγματα να συμβαίνουν στο «χωριό» μας; Πού ακούστηκε;
Ακούστηκε, όμως. Στην Ελλάδα ακούστηκε από τη Σοφία Μπεκατώρου, στην Αμερική ακούστηκε λίγα χρόνια πριν το #metoo. Λες και οι χώροι στρατιωτικής πειθαρχίας, οι χώροι από τους οποίους εξαρτάται όχι μόνο η φήμη κι η καριέρα σου, αλλά κι αυτή μιας ολόκληρης ομάδας, δε συγκαλύπτουν τη βία; Αυτό πραγματικά θα ήταν ανήκουστο να το πιστέψει κανείς.
Ρωτήστε οποιονδήποτε δημοσιογράφο, θα σας απαντήσουμε όλοι το ίδιο. Τα θέματα που διαβάζονται περισσότερο είναι αυτά που εμπεριέχουν σεξουαλική κακοποίηση, βία, ροζ και κίτρινες ιστορίες. Έτσι είναι, γιατί έτσι «χορταίνει» το κοινό. Η θέα από τις κλειδαρότρυπες χαρίζει μια αίσθηση παντοδυναμίας. Κρίνεις ένα έγκλημα του οποίου δεν είσαι θύμα, νιώθεις ξαφνικά ανώτερος. Πιο δυνατός.
Την βίασαν τη γυναίκα, ή κάθε γυναίκα που έχει βιαστεί ποτέ. «Εγώ στη θέση της…». Εσείς στη θέση της τι; Τίποτε. Πιθανότατα τίποτε, η αντίδραση σε τέτοια βία είναι συνήθως οικουμενική. Πρώτα χτυπάνε στο σώμα, μετά ξεριζώνουν την ψυχή. Αυτό είναι η κακοποίηση.
Έτσι είναι. Έπειτα, ντρέπεσαι. Ναι, έτσι είναι. Για ένα διάστημα αναρωτιέσαι αν έγινε πραγματικά, αν το φαντάστηκες ή αν έφταιξες, μετά φοβάσαι. Το ξέρω, γιατί το έχω ζήσει. Αλλά η δική μου ζωή, η δική μου καριέρα δεν κινδύνεψε από τη μαρτυρία μου. Δεν ήμουν έρμαιο καμιάς ομοσπονδίας, κανενός κλειδούχου του μέλλοντός μου.
«Γιατί δεν το έκανε νωρίτερα;». Γιατί έτσι, θα πω εγώ. «Γιατί δε μιλάνε τα θύματα;». Γιατί υπάρχουν αυτοί που κάνουν τέτοιες ερωτήσεις, που σε περνάνε από δικαστήριο. Τι φορούσες, γιατί δεν αντιστάθηκες, γιατί πήγες, γιατί, γιατί…
Γιατί το κακό εμφανίζεται πίσω από πολλές πόρτες. Γι’αυτό υπάρχει η σιωπή.
«Γιατί δεν αντιστάθηκες;». Έχετε παγώσει ποτέ από τον φόβο; Αυτό το απόλυτο σοκ που δε σου επιτρέπει ούτε να κινηθείς, ούτε να σκεφτείς, τίποτε, ένα κενό. Μια τέτοια ανάμνηση δε σε αφήνει ποτέ. Χαράζει την πορεία της ζωής σου για πάντα. Δεν αντιστάθηκε, δεν αντισταθήκαμε, επειδή συνέβαινε κάτι αδιανόητο. Επειδή φοβάσαι και θες να εξαφανιστείς.
Μπορούμε να πολιτικολογούμε επί ώρες, για τη χειραφέτηση,το φεμινισμό, τις γυναίκες που πρέπει να είναι δυνατές, αλλά καμία αλήθεια δεν είναι πιο ακριβής από την εμπειρία.
Όλες οι γυναίκες έχουμε δεχτεί κάποια στιγμή παρενόχληση. Η κακοποίηση, όμως, είναι άλλο πράγμα. Η κακοποίηση σου τσακίζει τα φτερά.
Κάποτε,το θύμα ίσως μιλήσει. Άλλες πιο εύκολα, άλλες πιο δύσκολα. Ξέρουμε το έρχεται, είναι όλες οι ερωτήσεις «μα δεν το κατάλαβες ότι θα το έκανε αυτό;». Όχι.
«Γιατί δεν έφυγες;». Δεν μπορούσα.
«Το κατήγγειλες;». Ποιος θα σε πιστέψει με τόση γραφειοκρατία; Ναι, ας πούμε ότι το καταγγέλλεις. Αν ο θύτης ειναι μεν από το περιβάλλον σου αλλά όχι συγγενής σου, που οπωσδήποτε προκαλεί ένα αυτόματο σοκ και γίνεσαι πιο… πειστική, πρέπει να αποδείξεις τι φορούσες, αν φλερτάρετε, αν το ξεκίνησες εσύ. Να πας στο τμήμα, μετά στον ιατροδικαστή, μετά στον εισαγγελέα, μετά πάλι στο τμήμα. Και στο τέλος, να μη δικαιωθείς ποτέ. Τουλάχιστον έτσι ήταν ο ποινικός κώδικας πριν κατοχυρωθεί το δικαίωμα στο «Όχι». Όχι σημαίνει σεξ χωρίς συγκατάθεση. Δόθηκαν αγώνες για αυτό.
Αν δε ήσουν κι ανύπαντρη; Τότε δε θα έβγαζες ποτέ άκρη όταν θα προσπαθούσες να παραγγείλεις τον εγκληματία.
Θυμάμαι τη δική μου μέρα στο τμήμα. «Κυρία μου, δεν έχετε πολλές ελπίδες». Δεν είχα. Βρίσαμε κι εγώ κι η αστυνομία τους απαράδεκτους νόμους τότε, πριν έξι χρόνια. Ποιος να πει τι στους ανθρώπους που ξέρουν; Είχαμε συνεννοηθεί. Οι μελανιές μου δεν άφηναν αμφιβολία, αλλά ξέραμε ότι δεν είχα ελπίδες να δικαιωθώ. Αφού η δικαιοσύνη σταματάει μερικές φορές,σαν ρολόι που θέλει πέταμα.
Σήμερα η Σοφία Μπεκατώρου έρχεται αντιμέτωπη και με τις αναμνήσεις της και με το λαϊκό δικαστήριο. Τη γνώμη μας δεν τη ζήτησε ποτέ. Μίλησε επειδή θέλησε να μιλήσει. Ίσως για να βοηθήσει άλλες γυναίκες, πιο φοβισμένες, νεότερες. Λόγος δεν πέφτει σε κανέναν.
Με την κυρία Μπεκατώρου, λοιπόν. Χωρίς υποσημειώσεις και χωρίς ερωτηματικά.