Με την έναρξη των μαζικών εμβολιασμών, στις αρχές του έτους, πολλοί στη Δύση είχαν αρχίσει να βλέπουν υπεραισιόδοξα «φως» στο τέλος του πανδημικού «τούνελ».
Αρχές καλοκαιριού πια, η ανησυχία επιστρέφει, καθώς εξαιρετικά μεταδοτικές παραλλαγές του κοροναϊού σαρώνουν χώρες που έμειναν πίσω στον εμβολιασμό -από τη Λατινική Αμερική, έως την Αφρική και την Ασία- και απειλούν τα σχέδια άλλων, κυρίως δυτικών κρατών, για άρση και των τελευταίων περιορισμών και το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας.
Αν και σαφώς καλοδεχούμενη, η προαναγγελθείσα πρωτοβουλία των επτά πλουσιότερων κρατών της G7 για τη δωρεά ενός δισεκατομμυρίου δόσεων σε φτωχές χώρες έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση.
Η δε υλοποίησή του πρώτου μόνο σκέλους της δεν αναμένεται πριν από τα τέλη του έτους.
«Πολύ λίγο, πολύ αργά», σχολιάζουν ανθρωπιστικές οργανώσεις.
«Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι εμβόλια τώρα, όχι αργότερα», λέει ο Αλεξ Χάρις του φιλανθρωπικού ιδρύματος Wellcome.
Κατά την Άννα Μάριοτ, υπεύθυνη πολιτικής υγείας της οργάνωσης Oxfam, χρειάζονται τουλάχιστον 11 δισεκατομμύρια δόσεις για τον εμβολιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού, για να μιλήσει κανείς για αρχή του τέλους της πανδημίας.
Κι αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι στο μεσοδιάστημα δεν θα έχουν προκύψει νέες παραλλαγές, ανθεκτικές στα υφιστάμενα εμβόλια, πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω την όλη διαδικασία.
Παρά τα μεγάλα αποθέματα δόσεων που έχουν συγκεντρώσει και την έναρξη των μαζικών εμβολιασμών στις αρχές του έτους, οι δυτικές χώρες ακόμη απέχουν από την επίτευξη του στόχου της συλλογικής ανοσίας.
Καταγράφουν ωστόσο λιγότερα κρούσματα και θανάτους από την Covid-19, σε αντίθεση με άλλα σημεία του πλανήτη, όπου η υγειονομική κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία.
Τόσο, ώστε σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία και τους υπολογισμούς της Wall Street Journal οι θάνατοι από Covid-19 που έχουν καταγραφεί εντός του 2021 ήδη πια ξεπερνούν τον αντίστοιχο απολογισμό όλης της προηγούμενης χρονιάς.
Κοντολογίς, χρειάστηκαν λιγότεροι από έξι μήνες για να καταγραφούν φέτος περισσότεροι από 1,88 εκατομμύρια θάνατοι από κοροναϊό.
Ακόμη κι αν αποδώσει κανείς το φαινόμενο σε ελλιπείς καταγραφές κατά την αρχή της πανδημίας, οι αριθμοί καταδεικνύουν, αφενός την επικινδυνότητα των νέων στελεχών του ιού, αφετέρου τις επιπτώσεις της παρατεταμένης ανισότητας -αυτή τη φορά σε επίπεδο κρατών- στην πρόσβαση στα εμβόλια.
Σήμερα, το 80% των ημερήσιων κρουσμάτων και τα 3/4 των θανάτων καθημερινά από Covid-19 καταγράφονται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν αποφύγει ένα βαρύ πλήγμα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας.
Σε αυτήν την αντιστροφή μεταξύ πλούσιων και φτωχότερων κρατών σαφώς παίζουν ρόλο οι διαφορετικοί ρυθμοί εμβολιασμού.
Όχι λόγω διστατικότητας ή αδιαφορίας των πολιτών, αλλά κυρίως εξαιτίας έλλειψης σκευασμάτων.
Σήμερα, μόλις το 2% των κατοίκων της Αφρικής έχει εμβολιαστεί με μια δόση. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ασία είναι 6%.
Σχετικά καλύτερη εικόνα, στο 22% -και κυρίως χάρη στα ρωσικά και κινεζικά εμβόλια- έχει η Νότια Αμερική.
Άλλες χώρες, όπως η Αϊτή -η φτωχότερη του δυτικού ημισφαιρίου- δεν έχει παραλάβει ούτε μια δόση.
Αυτά, ενώ σε περισσότερους από τους μισούς Αμερικανούς και στο 40% των Ευρωπαίων έχει χορηγηθεί η πρώτη δόση.
Σε παγκόσμιο δε επίπεδο, το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων φτάνει μόλις 6,3%.
Πότε θα μπορούσε, λοιπόν, να τελειώσει αυτή η πανδημία;
Όσοι ασχολούνται με την ιστορία της ιατρικής – γράφει στον ιστότοπο The Conversation η ερευνήτρια στο τμήμα Ιστορίας της Ιατρικής και της Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, Άγκνες Άρνολντ Φόστερ- γνωρίζουν ότι υπάρχουν δύο τρόποι που μπορούν να το σηματοδοτήσουν.
Ο ένας είναι ο επιστημονικός, μέσα από ένα σχετικό ιατρικό συμπέρασμα, βάσει της άμβλυνσης των επιπτώσεων της νόσου και της μείωσης του ποσοστού θανατών.
Ο δεύτερος, αναφέρει, είναι ο κοινωνικός, όταν ο φόβος των πολιτών υποχωρεί και οι κοινωνικοί περιορισμοί μοιραία χαλαρώνουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η υγειονομική κρίση έχει πάψει να υφίσταται.
Στην παρούσα φάση της «πανδημίας των δύο ταχυτήτων», ο πρώτος τρόπος σαφώς και δεν ισχύει, ενώ στους ρυθμούς του δεύτερου δείχνει να ζει η εφησυχασμένη Δύση, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να εγγυηθεί για πόσο ακόμη.