Μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει κατά πόσο είναι ασφαλής η μείωση της καραντίνας σε 5 μέρες αναφορικά με τη διάδοση του κοροναϊού ειδικά σε συνθήκες της υπερμεταδοτικής παραλλαγής Όμικρον.
Η μείωση της καραντίνας έχει βρεθεί και στο επίκεντρο της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα καθώς υπάρχουν πολλά κρούσματα που εξακολουθούν να είναι θετικά και μετά την πάροδο των πέντε ημερών.
Το CDC στις ΗΠΑ, έδωσε πράσινο φως σε αυτή τη μείωση, ενώ πολλές χώρες έσπευσαν να υιοθετήσουν το μέτρο. Στην Ελλάδα, αρκετοί λοιμωξιολόγοι έχουν ταχθεί κατά αυτού του μέτρου, το οποίο αποδεικνύεται πως πάρθηκε καθαρά για λόγους επιχειρηματικής δραστηριότητας και όχι υγειονομικούς.
Η μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Έξετερ, που δημοσιεύτηκε στο διεθνές Journal of Infectious Diseases, εξέτασε 176 άτομα που είχαν βρεθεί θετικά με το κλασικό τεστ του μοριακού ελέγχου.
Διαπίστωσε ότι το 13% των ανθρώπων μετά από 10 ημέρες, εξακολουθούν να παρουσιάζουν κλινικά σημαντικά επίπεδα του ιού πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσαν να είναι ακόμη μολυσματικοί.
Μάλιστα ορισμένοι από τους μετέχοντες στη μελέτη διατήρησαν αυτά τα επίπεδα μέχρι και 68 ημέρες μετά την προσβολή τους από τον ιό.
Η μέθοδος του PCR, ελέγχει την παρουσία ιικών θραυσμάτων. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να διαγνώσουν αν κάποιος έχει κολλήσει πρόσφατα τον ιό, όμως δεν μπορούν να εντοπίσουν εάν είναι ακόμα ενεργός και ότι το άτομο είναι μολυσματικό.
Για αυτόν τον λόγο, ακούμε άτομα να βγαίνουν θετικά στον ιό ακόμα και μήνες μετά τη νόσησή τους, ενώ προτείνεται ως προτιμότερο στην παρέλευση της καραντίνας το αντιγονικό τεστ, το οποίο ανιχνεύει τον ενεργό ιό.
Οι ερευνητές της μελέτης, πιστεύουν ότι ένα νέο διαγνωστικό τεστ θα πρέπει να εφαρμοστεί σε περιβάλλοντα όπου οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι, για να σταματήσει η εξάπλωση του COVID-19.
Το συγκεκριμένο τεστ – που διαφέρει από τη συμβατική μέθοδο του PCR – χρησιμοποιήθηκε στην τελευταία μελέτη δίνει θετικό αποτέλεσμα μόνο όταν ο ιός είναι ενεργός, οπότε μπορεί δυνητικά να μεταδοθεί περαιτέρω.
Η καθηγήτρια της Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Έξετερ Λόρνα Χάρις, εποπτεύουσα της μελέτης επεσήμανε πως «αν και πρόκειται για σχετικά μικρή μελέτη, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο δυνητικά ενεργός ιός μπορεί μερικές φορές να επιμένει πέρα από μια περίοδο 10 ημερών και θα μπορούσε να αποτελέσει πιθανό κίνδυνο περαιτέρω μετάδοσης. Πολύ περισσότερο, δεδομένου ότι δεν υπήρχε τίποτα κλινικά ιδιαίτερο σε αυτούς τους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε ποιοι είναι».