3 Ιουλίου 1960. Ο Τύπος της εποχής έγραφε για τη διαλεύκανση της μαρτυρικής δολοφονίας στη Ζαχάρω. Ο άνδρας σκότωσε τη σύζυγο του βάζοντας παραθείο μέσα σε λουκούμια που της προσέφερε. Η άτυχη Πηνελόπη τα έφαγε και μέσα σε δευτερόλεπτα άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα.
Τα σωθικά της κάηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. Όλα έγιναν όπως παραδέχτηκε γιατί φοβόταν ότι αν δεν την σκότωνε θα τον μήνυε για βιασμό εκείνο το βράδυ.
Ο συζυγοκτόνος του Ξηροχωρίου, αγρότης στο επάγγελμα δεν άντεχε άλλο τον έγγαμο βίο. Προφασιζόμενος ψυχολογικά προβλήματα, εξαφανιζόταν για μέρες από το σπίτι του χωρίς ποτέ να ενημερώνει της σύζυγο του. Ήταν βίαιος. Την χτυπούσε βάναυσα και την εξευτέλιζε.
Κάποια στιγμή η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Τότε ήταν που πήρε την απόφαση ότι έπρεπε να απαλλαγεί οριστικά. Λίγες ημέρες αφού έμαθε ότι επρόκειτο να γίνει πατέρας, πήγε στη Ζαχάρω και προμηθεύτηκε ικανοποιητική ποσότητα παραθείου. Περίμενε να μείνει τελείως μόνος αφού στο ίδιο σπίτι έμεναν τα αδέρφια και ο πατέρας του. Γέμισε τρία λουκούμια με το δηλητήριο και μέσα στο ίδιο κουτί άφησε και μερικά απείραχτα για να μπορέσει να εφαρμόσει το σχέδιο του.
Το ίδιο βράδυ, σηκώθηκε για να πάει στα χωράφια. Παραδέχτηκε ότι για να την πείσει να φάει εκείνη την ώρα, έπρεπε να γίνει γλυκός και περιποιητικός μαζί της. Όντως το ανυποψίαστο θύμα έφαγε όχι ένα αλλά δυο λουκούμια, την ίδια στιγμή που άνδρας της έφαγε και εκείνος μπροστά της άλλα δυο τα οποία δεν είχε πειράξει.
Σε δευτερόλεπτα όπως ισχυρίστηκε άκουσε την γυναίκα του να πέφτει στο πάτωμα και να φωνάζει: «Βοήθεια πνίγομαι…σώστε με».
Αμέσως η αδερφή του μπήκε μέσα στο δωμάτιο και την είδε πεσμένη στο πάτωμα να βγάζει αφρούς από το στόμα. Εκείνος έκπληκτος και φοβισμένος υποτίθεται, έτρεξε να φέρει γιατρό. Μέχρι να συμβεί αυτό η γυναίκα είχε ήδη πεθάνει.
Όταν έφτασε η αστυνομία στο σπίτι, μίλησε με τον άνδρα ο οποίος έπεφτε συνεχώς σε αντιφάσεις. Μέσα στο κουτί με τα λουκούμια που το είχαν ήδη αδειάσει χωρίς να το γνωρίζει, οι αστυφύλακες έβαλαν ένα λουκούμι που το είχαν καλύψει με καφέ. Τον ρώτησαν για τελευταία φορά αν είχε διαπράξει εκείνος το έγκλημα. Μετά και την τελευταία πεισματική του άρνηση τον διέταξαν να φάει το λουκούμι.
Εκείνος πιστεύοντας ότι είναι το δηλητηριασμένο έβαλε τα κλάματα και άρχισε να φωνάζει: «Όχι, όχι δεν θα το φάω θα πεθάνω κι εγώ από το παραθείο». Ο δράστης από τον πανικό του ομολόγησε τον φόνο και συνελήφθη. Λίγο καιρό αργότερα συνελήφθη και η αδερφή του η οποία τελικά γνώριζε τις προθέσεις του. Μέχρι την τελευταία στιγμή ισχυριζόταν ότι ήταν ψυχοπαθής για να δικαιολογήσει την πράξη του.
Την δεκαετία του 1960, σύμφωνα με τις καταγραφές και το ρεπορτάζ της εποχής δημιουργείται το συμπέρασμα ότι είχαν γίνει αρκετά εγκλήματα πάθους με τον ίδιο τρόπο. Το δηλητηριασμένο λουκούμι με παραθείο ήταν ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους δολοφονίας.
Πηγή: Μηχανή του χρόνου