Από την ημέρα εκείνη, όμως, μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλά. Η δίκη του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου ολοκληρώθηκε και το δικαστήριο που τον δίκασε εξέδωσε, έπειτα από 30 συνεδριάσεις, την ετυμηγορία του. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, αφού κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία για τις δύο από τις τέσσερις υποθέσεις βιασμών, βρέθηκε εκτός φυλακής, καθώς και πάλι κατά πλειοψηφία δικαστές και ένορκοι του άνοιξαν την πόρτα της φυλακής χορηγώντας του αναστολή μέχρι την έφεση με περιοριστικούς όρους.
Για πολλούς, ωστόσο, η απόφαση αυτή είναι «διχασμένη», «αντιφατική» και «παράδοξη». «Πώς γίνεται», λένε, «κάποιος να κρίνεται ένοχος για βιασμούς και να βγαίνει εκτός φυλακής;». Και το ερώτημα αυτό είναι μάλλον εύλογο για τον κοινό νου, πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι προτού καλά-καλά ο καταδικασθείς αφήσει πίσω του τις Φυλακές Κορυδαλλού, η Εισαγγελία Εφετών είχε ζητήσει ήδη τη δικογραφία και τα πρακτικά της δίκης προκειμένου να εξετάσει το ενδεχόμενο άσκησης έφεσης ως προς το σκέλος εκείνο της απόφασης με το οποίο ο σκηνοθέτης αθωώθηκε για μία από τις δύο κατηγορίες βιασμού και έλαβε αναστολή μέχρι την έφεση.
Οι εντάσεις και οι αποδοκιμασίες
Οι αντιδράσεις, πάντως, που ξεσηκώθηκαν με αφορμή την απόφαση του δικαστηρίου ήταν πολλές και άρχισαν τη στιγμή που η πρόεδρος εκφωνούσε την απόφαση με την οποία χορηγήθηκε στον Δημήτρη Λιγνάδη αναστολή μέχρι την έφεση. Οταν δηλαδή έγινε αντιληπτό ότι ο κατηγορούμενος θα βρεθεί εκτός φυλακής, παρά την καταδίκη του για βιασμούς δύο ανήλικων αγοριών το 2015. «Ντροπή, βγάζετε από τη φυλακή έναν βιαστή παιδιών!» φώναξαν στην έδρα κάποιοι από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη δικαστική αίθουσα. Κάποια στιγμή μάλιστα οι φωνές ήταν τόσο δυνατές, που οι αστυνομικοί έκλεισαν την πόρτα του δικαστηρίου, αλλά η έδρα ζήτησε να ανοιχτεί, όπως προβλέπεται για τις δημόσιες δίκες.
Συντετριμμένοι ήταν και οι τρεις από τους τέσσερις ενήλικες σήμερα άνδρες που είχαν καταγγείλει τον σκηνοθέτη για βιασμό τους. Ελαβαν μια απόφαση δύσκολη και αναμφίβολα γενναία. Στάθηκαν μπροστά σε ένα ακροατήριο και υποστήριξαν όσα είχαν καταγγείλει στην ανάκριση. Οι δύο από αυτούς έπεισαν, ο ένας έστω οριακά, όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος. Οι άλλοι δύο όμως όχι.
Την επομένη της απόφασης οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν, με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κατηγορεί εν ολίγοις την κυβέρνηση για «κουκούλωμα» και τη Νέα Δημοκρατία να απαντά για «χυδαία κομματική εκμετάλλευση μιας δικαστικής απόφασης». Αντιδράσεις υπήρξαν και από πολλούς καλλιτέχνες στα social media, αλλά και πολίτες. Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων εξέδωσε ανακοίνωση υπερασπιζόμενη την απόφαση του δικαστηρίου. Εκανε λόγο για αποφάσεις «τηλε-δικαστών και τηλε-εισαγγελέων οι οποίες εκδίδονται με φήμες και εικασίες» και επέστησε την προσοχή για το «φαινόμενο της επίκλησης του γενικού αισθήματος Δικαιοσύνης», επισημαίνοντας ότι έτσι «εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε σε εκτροπή προς τα λαϊκά δικαστήρια».
Η δίκη, όμως, αυτή από την πρώτη μέρα της έναρξής της χαρακτηρίστηκε από έντονες αντεγκλήσεις μεταξύ των δύο αντίδικων μερών και ήταν πάρα πολλές οι στιγμές που η διαδικασία διακοπτόταν για να πέσουν οι τόνοι. Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου σκηνοθέτη, Αλέξης Κούγιας, επέμενε μέχρι τέλους στην αθωότητα του εντολέα του βάλλοντας κατά της αξιοπιστίας των μηνυτών και κάνοντας λόγο για «στημένες καταγγελίες» και «δήθεν βιασθέντες». Στον αντίποδα, οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής Ιωάννης Βλάχος, Μαρία Κουρτέση και Γεώργιος Μαρίνης αντέκρουαν τα επιχειρήματα της υπεράσπισης υποστηρίζοντας τις κατηγορίες και τους άνδρες που στράφηκαν εναντίον του «πανίσχυρου Λιγνάδη». Η εξέταση των μηνυτών και των μαρτύρων τους ήταν εξαντλητική. Τίποτα δεν έμεινε ασχολίαστο, τίποτα που να μην ερωτηθεί.
Η τελική, όμως, απόφαση για την τύχη του Δημήτρη Λιγνάδη ανήκε στο δικαστήριο, το οποίο και τον αθώωσε για δύο υποθέσεις βιασμών και τον έκρινε ένοχο για τις άλλες δύο. Και μέχρι στιγμής ουδείς μπορεί να πει με ασφάλεια τι ήταν αυτό που οδήγησε τα μέλη του δικαστηρίου στην έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης. Το σκεπτικό πάνω στο οποίο πάτησαν για την τελική ετυμηγορία τους θα γίνει γνωστό εν καιρώ, όταν θα δημοσιευτεί και η απόφασή τους.
Ωστόσο, μια πρώτη ανάγνωση των πλειοψηφιών και των μειοψηφιών που διαμορφώθηκαν μεταξύ των τριών τακτικών δικαστών και των τεσσάρων λαϊκών (ενόρκων), πρώτα επί της ενοχής του κατηγορούμενου σκηνοθέτη, στη συνέχεια επί των ελαφρυντικών, μετά επί της ποινής και τελικά επί της αναστολής μέχρι την έφεση, ίσως προϊδεάζει έως έναν βαθμό για τον τρόπο σκέψης τους, αλλά και τις λεπτές ισορροπίες που διαμορφώθηκαν. Αν μη τι άλλο, κατέστη σαφές ότι από τις πλειοψηφίες και τις μειοψηφίες που διαμορφώθηκαν, σταθερά δύο δικαστές (η πρόεδρος και μία σύνεδρος) τάχθηκαν υπέρ της πλήρους αθώωσης του κατηγορουμένου και για τις τέσσερις υποθέσεις. Μάλιστα, η τρίτη τακτική δικαστής ψήφισε και εκείνη υπέρ της αθώωσής του για τον πρώτο μηνυτή. Εν ολίγοις, όπως προκύπτει, αυτοί που πείστηκαν περισσότερο από τους μηνυτές ήταν οι ένορκοι και όχι τόσο οι δικαστές.
Οι ασυμφωνίες και η αναστολή
Συγκεκριμένα, με την απόφαση του δικαστηρίου ο Δημήτρης Λιγνάδης κρίθηκε με οριακή πλειοψηφία (4-3) ένοχος για την κατηγορία του βιασμού, το 2015, ενός 17χρονου με καταγωγή από την Αίγυπτο. Στην απόφαση αυτή μειοψήφησαν μία ένορκος, η πρόεδρος του δικαστηρίου και μία σύνεδρος, οι οποίες είχαν τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος λόγω αμφιβολιών. Ο συγκεκριμένος νεαρός κατέθεσε ότι ο σκηνοθέτης τον βίασε στην Επίδαυρο τον Ιούλιο του 2015 και ενώ ακόμη δεν είχε συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του. Δικαστές και ένορκοι, αφού έκριναν ένοχο τον κατηγορούμενο για τη συγκεκριμένη κατηγορία, αποφάνθηκαν, και πάλι κατά πλειοψηφία (4-3), ότι θα πρέπει να του επιβληθεί πρόσκαιρη κάθειρξη πέντε ετών, που είναι η μικρότερη δυνατή ποινή, ενώ η μεγαλύτερη προβλεπόμενη είναι τα 15 έτη.
Αντίθετα, δύο ένορκοι και μία δικαστής είχαν την άποψη ότι θα έπρεπε να του επιβληθεί κάθειρξη επτά ετών. Η απόφαση ως προς την ποινή που επιβλήθηκε εν τέλει στον σκηνοθέτη προκάλεσε ερωτήματα, δεδομένου ότι τα περισσότερα μέλη του δικαστηρίου δέχτηκαν ότι πράγματι ο νεαρός άνδρας βιάσθηκε από τον Δημήτρη Λιγνάδη στην Επίδαυρο. Τότε όμως γιατί του επιβλήθηκε η μικρότερη δυνατή ποινή; Σίγουρα ρόλο διαδραμάτισαν οι ισχυρισμοί που προέβαλαν οι δύο αντίδικες πλευρές, αλλά και οι μάρτυρές τους που προσήλθαν στο δικαστήριο για να καταθέσουν. Επί της ουσίας, τα μέλη του δικαστηρίου κλήθηκαν να σταθμίσουν τα επιχειρήματα και την αξιοπιστία της μιας και της άλλης πλευράς, τα οποία ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα.
Η δεύτερη κατηγορία για την οποία ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου κρίθηκε ένοχος αφορά τον βιασμό ενός 17χρονου άνδρα με καταγωγή από την Ουκρανία και πάλι το 2015. Και εδώ ο σκηνοθέτης κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία, αυτή τη φορά όμως ισχυρή (5-2). Τη μειοψηφία αποτέλεσαν η πρόεδρος και μία δικαστής που είχαν τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος λόγω αμφιβολιών. Για την υπόθεση αυτή το δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία (4-3), ότι στον Δημήτρη Λιγνάδη θα πρέπει να επιβληθεί κάθειρξη 10 ετών. Τη μειοψηφία αποτέλεσαν η πρόεδρος, μία σύνεδρος και μία ένορκος που είχαν την άποψη ότι πρέπει να του επιβληθεί ποινή κάθειρξης έξι ετών.
Το σκεπτικό πάντως πίσω από την επιβολή της κατώτατης ποινής των πέντε ετών για την πρώτη καταδίκη σε βάρος του σκηνοθέτη αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού η διαφορά σε σχέση με την ποινή που του επιβλήθηκε για τη δεύτερη περίπτωση του βιασμού (10 έτη) είναι μεγάλη. Τελικά, μετά και από πρόταση του εισαγγελέα, η συνολική, κατά συγχώνευση, ποινή που επιβλήθηκε στον ηθοποιό και για τις δύο αυτές υποθέσεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ήταν τα 12 έτη. Και αυτή η απόφαση ήταν όμως κατά πλειοψηφία (4-3), με την πρόεδρο, μία σύνεδρο και μία ένορκο να έχουν την άποψη ότι θα έπρεπε να είχε επιβληθεί στον κατηγορούμενο συνολική κάθειρξη 11 ετών.
Με αφορμή αυτές τις αποφάσεις, επί της ενοχής, της ποινής, αλλά και της αναστολής μέχρι την έφεση, που εν τέλει ελήφθησαν για τον Δημήτρη Λιγνάδη για τις δύο υποθέσεις για τις οποίες καταδικάστηκε, πολλοί μίλησαν για λογική «σολομώντειας λύσης» από τη στιγμή που δεν υπήρξε βεβαιότητα για το σύνολο των επτά δικαστών (τριών τακτικών και τεσσάρων λαϊκών) περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε αυτές, εξάλλου, τις οριακές ασυμφωνίες πάτησε και ο συνήγορος του σκηνοθέτη αιτούμενος αναστολή μέχρι την έφεση για τον εντολέα του, την οποία και πέτυχε. «Ο κ. Λιγνάδης θα αθωωθεί στο Εφετείο γιατί είναι δίκαιο να αθωωθεί. […] Εχει καταδικαστεί για πράξεις με πολλά ερωτηματικά για δύο ανθρώπους που ενώ υποτίθεται τους βίασε, τον εμπιστεύτηκαν ξανά και γύρισαν και σπίτι του», ανέφερε ο κ. Κούγιας.
Αντίθετα, ο σκηνοθέτης κρίθηκε, κατά πλειοψηφία (5-2), αθώος λόγω αμφιβολιών για την κατηγορία του βιασμού σε βάρος του πρώτου μηνυτή του, επίσης με καταγωγή από την Αίγυπτο. Ο συγκεκριμένος άνδρας είχε καταγγείλει ότι ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής τον βίασε το 2011, όταν ο ίδιος ήταν 16 ετών. Μειοψήφησαν δύο ένορκοι οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της ενοχής του κατηγορουμένου. Ομόφωνη ήταν η απόφαση δικαστών και ενόρκων για την αθώωσή του από την κατηγορία του βιασμού ενός άλλου ενήλικα άνδρα, του Δ.Μ. Εδώ τα πράγματα ήταν μάλλον πιο εύκολα για το δικαστήριο. Ο μηνυτής δεν εμφανίστηκε ποτέ στη δίκη για να καταθέσει, αν και είχε διαταχθεί η βίαιη προσαγωγή του. Οπως είχε αναφέρει, δε, ο εισαγγελέας της έδρας, η στάση αυτή του καταγγέλλο ντος, αλλά και το γεγονός ότι δήλωσε ψεύτικη διεύθυνση δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του και «οι αμφιβολίες λειτουργούν υπέρ του κατηγορουμένου».
Σε ό,τι αφορά τα ελαφρυντικά που αιτήθηκε ο Δημήτρης Λιγνάδης, το δικαστήριο δεν του αναγνώρισε ομόφωνα τον σύννομο βίο και κατά πλειοψηφία (5-2) δεν του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς. Γι’ αυτό το ελαφρυντικό μειοψήφησε η πρόεδρος αλλά και ένορκος που είχαν την άποψη ότι θα πρέπει να του χορηγηθεί.
Η αναστολή και τα δικαιώματα των θυμάτων
Και παρότι ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου καταδικάστηκε για δύο υποθέσεις βιασμών και μάλιστα χωρίς ελαφρυντικά, το δικαστήριο αποφάσισε να του χορηγήσει αναστολή μέχρι την έφεση. Τότε ήταν που στο ακροατήριο ακούστηκαν οι πρώτες αποδοκιμασίες κατά της έδρας. Μάλιστα, η απόφαση για αναστολή μέχρι την έφεση που χορηγήθηκε στον κατηγορούμενο ήταν και πάλι με πλειοψηφία 4-3. Μειοψήφησε μία σύνεδρος και δύο ένορκοι που είχαν την άποψη ότι δεν θα πρέπει να του χορηγηθεί. Αντίθετα, το δικαστήριο ομόφωνα του επέβαλε τρεις περιοριστικούς όρους για να βγει από τη φυλακή στην οποία βρισκόταν από τον Φεβρουάριο του 2021: να καταβάλει εγγύηση ύψους 30.000 ευρώ (την κατέλαβε την περασμένη Πέμπτη, οπότε και αποφυλακίστηκε), να εμφανίζεται τρεις φορές τον μήνα σε αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και να μην εξέλθει εκτός των ελληνικών συνόρων.
Πόσο όμως αναμενόμενη ήταν η απόφαση για χορήγηση αναστολής στον καταδικασθέντα σκηνοθέτη; Τι προβλέπει ο νόμος; Εχει συμβεί κάτι αντίστοιχο σε άλλες παρεμφερείς υποθέσεις; Δύο διακεκριμένοι ποινικολόγοι, ο κ. Βασίλης Χειρδάρης και ο κ. Πέτρος Πανταζής, εξηγούν στο «ΘΕΜΑ» τι ακριβώς συνέβη με την απόφαση του δικαστηρίου με την οποία ο ηθοποιός, αν και καταδικασμένος, βρέθηκε με τρεις περιοριστικούς όρους εκτός φυλακής.
«Η απόφαση κατά του Δημήτρη Λιγνάδη κινητοποίησε έναν ολόκληρο κόσμο, αν και ήταν καταδικαστική! Η δυσαρέσκεια έγκειται στη λαϊκή απαίτηση (συνεπικουρούμενη από ΜΜΕ και Διαδίκτυο) για αυστηρότερες ποινές και μη χορήγηση αναστολής», επισημαίνει ο κ. Χειρδάρης και προσθέτει: «Η αντίδραση αυτή δημιουργεί θεσμικούς προβληματισμούς για το κράτος δικαίου. Κατηγορείται ένα δικαστήριο που εφήρμοσε τον νόμο σε όλες τις αποφάσεις που εξέδωσε και άσκησε τον θεσμικό του ρόλο αποφασίζοντας κυριαρχικά για την ενοχή, τις ποινές και το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ο κατηγορούμενος όταν καταδικάζεται από πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει δικαίωμα έφεσης. Πρόκειται για δικονομικό δικαίωμα που χορηγείται από το εθνικό δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα διαθέτει και ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αυτό του τεκμηρίου της αθωότητας». Αλλωστε, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον ίδιο: «Ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε πρωτόδικα άσκησε ένα νόμιμο δικαίωμα να ξαναδικαστεί από το Εφετείο. Εάν καταδικαστεί και πάλι, τότε η έκτιση της ποινής θα λειτουργήσει αποκαταστατικά, με πιο ασφαλή τρόπο, για τα φερόμενα θύματα. Η μη έκτιση μιας πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης δεν συνεπάγεται αυτόματα αδικία για τα θύματα, εφόσον, βεβαίως, η δευτεροβάθμια δίκη θα διεξαχθεί σε εύλογο χρόνο».
Αναφερόμενος στο νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο πάτησε το δικαστήριο και χορήγησε την αναστολή στον καταδικασθέντα ηθοποιό, ο κ. Χειρδάρης εξηγεί: «Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει στο άρθρο 497 παρ. 4 και 8 τη δυνατότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εξέδωσε καταδικαστική απόφαση εφόσον επέβαλε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, ήτοι από 5 έως 15 χρόνια, να χορηγήσει αναστολή της απόφασης. Η χορήγηση της αναστολής, σύμφωνα με την ισχύουσα δικονομία, αποτελεί τον κανόνα και την πρώτη επιλογή του δικαστηρίου, η δε μη χορήγησή της τη δεύτερη επιλογή και δημιουργεί στο δικαστήριο την υποχρέωση να αιτιολογήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ότι δεν χορήγησε αναστολή επειδή οι περιοριστικοί όροι δεν επαρκούν, ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα κ.α. Το δικαστήριο πρέπει να αναφέρει περαιτέρω σκοπό φυγής (του κατηγορουμένου), ή ότι αυτός είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, εάν κάτι τέτοιο προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του ή από συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία καταδικάστηκε».
Από πότε, όμως, υφίσταται η διάταξη που προβλέπει χορήγηση αναστολής μέχρι την έφεση; «Η διάταξη αυτή εισήχθη με την ίδια διατύπωση με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010, δηλαδή εννέα χρόνια πριν από τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», επισημαίνει ο κ. Χειρδάρης και προσθέτει πως η δυνατότητα να ανασταλεί η ποινή λόγω άσκησης έφεσης «δεν είναι μια ελληνική νομοθετική πατέντα». Εφαρμόζεται, όπως επισημαίνει, «σε όλα σχεδόν τα νομικά συστήματα της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου» και «ευθυγραμμίζεται και με το τεκμήριο της αθωότητας, τις ευρωπαϊκές συμβάσεις και τη νομολογία του Στρασβούργου, ελαχιστοποιώντας τις τυχόν αρνητικές συνέπειες μιας διαφορετικής εφετειακής απόφασης».
Πόσο όμως σύνηθες είναι να χορηγείται αναστολή σε έναν καταδικασθέντα για δύο βιασμούς; Κατά τον κ. Χειρδάρη, «τα δικαστήρια στην εφαρμογή της επίμαχης διάταξης για επιβληθείσες ποινές που υπερβαίνουν τα 8 με 10 χρόνια κάθειρξης είναι συνήθως φειδωλά». Παρά ταύτα, σύμφωνα με τον κ. Πανταζή, δεν είναι η πρώτη φορά που ένα δικαστήριο χορηγεί αναστολή μέχρι την έφεση σε κατηγορούμενο που έχει καταδικάσει. Και αυτό καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν εκδοθεί και άλλες παρόμοιες αποφάσεις από δικαστήρια που δίκασαν υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης σε βάρος ανηλίκων.
Ενδεικτικά, ο κ. Πανταζής αναφέρεται σε περίπτωση καταδίκης εκπαιδευτικού για αποπλάνηση ανηλίκων κάτω των 12 ετών και κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια, στον οποίο το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πατρών χορήγησε αναστολή, καθώς και σε δύο ακόμη αποφάσεις δικαστηρίων (Λαμίας και Αθηνών), όπου και πάλι χορηγήθηκαν αναστολές σε καταδικασθέντες για ασέλγεια σε ανήλικο, πορνογραφία ανηλίκων κ.ά.
Πώς ο Λιγνάδης βρέθηκε εκτός φυλακής
Αναφερόμενος στο νομοθετικό πλαίσιο που ορίζει τις προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, ο κ. Πανταζής εξηγεί, όπως και ο κ. Χειρδάρης, ότι ένα δικαστήριο που δεν θα χορηγήσει την αναστολή σε έναν καταδικασθέντα θα πρέπει να αιτιολογήσει «ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν» και ότι ο κατηγορούμενος, εφόσον αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα στο μέλλον.
Σύμφωνα με τον κ. Πανταζή, «βούληση του νομοθέτη είναι να αφήνεται ελεύθερος ο κατηγορούμενος μέχρι την εκδίκαση της έφεσής του, εκτός εάν α) δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στην Ελλάδα, β) έχει προβεί σε ενέργειες για να φύγει από τη χώρα, γ) κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή φυγόποινος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου και δ) υφίσταται κίνδυνος τελέσεως στο μέλλον και άλλων εγκλημάτων. Ειδικά, δε, για την τελευταία περίπτωση, ο κίνδυνος αυτός θα πρέπει να προκύπτει είτε από συγκεκριμένα (αρνητικά) ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, είτε από την ύπαρξη προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων, έτσι ώστε να υφίσταται σοβαρή πιθανότητα, εγγίζουσα τη βεβαιότητα, για τη συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου στο μέλλον».
Ποιο θα μπορούσε, όμως, να είναι το σκεπτικό του δικαστηρίου που χορήγησε την αναστολή μέχρι την έφεση στον καταδικασθέντα ηθοποιό;
Ο κ. Πανταζής αναφέρει: «Στην υπόθεση Λιγνάδη και χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομέρειες της δικογραφίας ή της απόφασης του δικαστηρίου, μία καταρχήν αιτιολόγηση της χορήγησης αναστολής στην έφεση είναι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή, δεν έχει προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις, δεν έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του και, κατά το παρελθόν, δεν υπήρξε φυγόδικος ή φυγόποινος. Εις ό,τι αφορά το εάν είναι πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, αποτρεπτικός παράγοντας είναι η αναγνωρισιμότητά του και η, αντίστοιχη, δημοσιότητα της εν λόγω υπόθεσης, που αφενός λειτουργούν αποτρεπτικά για τρίτα πρόσωπα να συγχρωτιστούν μαζί του και, αφετέρου, δρουν απαγορευτικά για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, υπό την έννοια ότι είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι η εκ νέου συναναστροφή του με ανηλίκους θα γίνει αμέσως γνωστή».