Η φράση αυτή, ως σκέψη, έχει αντηχήσει στα μυαλά των περισσότερων ανδρών γονέων. Είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης τους όποτε ένας γάμος περνάει κρίση, υπάρχουν εντάσεις, συζητιέται το ενδεχόμενο διαζυγίου. Είναι ο τρόμος ότι ξαφνικά αυτή η μοναδική σχέση με το παιδί θα διαρραγεί και μια αβάσταχτη έλλειψη θα αντικαταστάσει αυτή τη δύσκολο να περιγραφεί αίσθηση πλήρωσης που φέρνει το παιδί, όπως και τη διαρκή κινητοποίηση που σημαίνει η προσπάθεια να σταθείς αντάξιός του.
Κατανοώ πλήρως αυτό το συναίσθημα. Αποτελεί και προσωπικό μου βίωμα φόβου. Ομως, δεν θα ήθελα να το δω να αποτελεί τη βασική παράμετρο σε ένα ζήτημα τόσο σοβαρό όσο η μέριμνα και η επιμέλεια των παιδιών.
Για να το πω διαφορετικά: δεν θέλω ο νομοθέτης να θεωρήσει βασικό κριτήριο για τη νομοθετική ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν τη μέριμνα και την επιμέλεια των παιδιών αυτόν τον σχεδόν αρχέγονο φόβο που αποτυπώνει ταυτόχρονα όλη την πραγματική, μαγική σχεδόν φόρτιση της σχέσης του γονιού με ένα παιδί, αλλά και αρνητικά στερεότυπα, ανομολόγητα συχνά, για τις γυναίκες που «παίρνουν παιδιά» ή τα «αποξενώνουν από τους μπαμπάδες», μια εξειδίκευση σε όρους οικογενειακού δικαίου των πατριαρχικών ταυτίσεων της γυναίκας με πλευρές του «κακού».
Η αναγκαία προώθηση της συναινετικής και ισότιμης ανάληψης των ευθυνών που αφορούν την ανατροφή των παιδιών, με κριτήριο το συμφέρον των τελευταίων, εντός και εκτός γάμου, η προσπάθεια το διαζύγιο να μη σημαίνει αντιδικία με τα παιδιά ως «τρόπαια» και η προσαρμογή του οικογενειακού δικαίου σε όλες τις νέες μορφές οικογένειας που αναδύονται δεν μπορούν να γίνουν με ρυθμίσεις που είτε διακυβεύουν το συμφέρον των παιδιών (αλλά και τα δικαιώματα των γυναικών), είτε διαμορφώνουν συνθήκη όπου υπάρχει η μητέρα που αναλαμβάνει το πραγματικό βάρος της ανατροφής (και της προσαρμογής της ζωής της σε αυτή) και ο πατέρας που απολαμβάνει τη χαρά του quality time με το παιδί του.