Ομολογώ ότι νιώθω πιο έντονα από ποτέ, ολοκληρώνοντας ευδοκίμως το 37ο έτος της ηλικίας μου, ότι η δημοσιογραφία στη χώρα μας πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί σύγχρονη, πρωτοπόρα, εναρμονισμένη με τα πρότυπα αναπτυγμένων τεχνολογικά χωρών που διαθέτουν σχολές – διαμάντια για την εκκόλαψη αυριανών επιστημόνων της επικοινωνίας.
Και εξηγούμαι. Νέοι, ωραίοι και φιλόδοξοι έλληνες δημοσιογράφοι ευτελίζουν το λειτούργημά τους προς εξασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας στην αποκλειστικότητα, παραβιάζοντας τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Παλιές καραβάνες του χώρου εξαργυρώνουν την αναγνωρισιμότητά τους κομπάζοντας και ενεργώντας δίκην δικηγόρου, εισαγγελέα, αστυνομικού, οικονομολόγου και τα μύρια όσα.
Η ύπαρξη δεκάδων «εργαστηρίων» δημοσιογραφίας με το όνομα ενός μεγαλοδημοσιογράφου στη μαρκίζα αποτελούν πόλο έλξης για δεκάδες νεαρών που, επιθυμώντας ενδόμυχα να ικανοποιήσουν το «ψώνιο» τους, ακολουθούν προκαθορισμένες νόρμες και τακτικές που οδηγούν σε κακής ποιότητας παραγόμενο δημοσιογραφικό προϊόν.
Δε μου αρέσει να γενικεύω και να τάσσομαι αναφανδόν υπέρ ή κατά των όσων αντιλαμβάνομαι, με το φτωχό μου το μυαλό, να συμβαίνουν. Αδυνατώ όμως να καταπιώ ελαφρά τη καρδία ότι σπουδαίοι επιστήμονες, απόφοιτοι τριών κορυφαίων Τμημάτων Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας της χώρας μας, αναζητούν τη χαμένη τους ταυτότητα, εξομοιώνονται και καταβάλλουν προσπάθειες να προσαρμοστούν σε αυτό που «πουλάει», θύματα ενδεχομένως των αδιάλειπτων clicks, της δημοσιογραφίας της μόστρας και της φιγούρας.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι ο ρόλος μιας μοντέρνας δημοσιογραφίας είναι παιδευτικός. Με τα ισχύοντα δεδομένα, επιτρέψτε να εκφράσω τις επιφυλάξεις μου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΔΡΕΜΜΕΝΟΣ