Έντονη είναι η ανησυχία των επιστημόνων για ένα νέο πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ. Αν και έχουν περάσει 35 χρόνια από το δυστύχημα του 1986, στον αντιδραστήρα 4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας, αντιδράσεις σχάσης συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα στις μάζες καυσίμου ουρανίου που είναι θαμμένες βαθιά μέσα σε μια κατεστραμμένη αίθουσα αντιδραστήρα.
Όπως εξηγεί ο χημικός πυρηνικών υλικών στο University of Sheffield, Νιλ Χάιατ, «είναι σαν τα κάρβουνα σε έναν λάκκο για μπάρμπεκιου». Οι επιστήμονες της Ουκρανίας προσπαθούν τώρα να δουν αν αυτές οι αντιδράσεις σταματήσουν μόνες τους ή αν χρειάζονται παρεμβάσεις για να αποτραπεί ένα άλλο ατύχημα όπως αυτό της 26ης Απριλίου.
Για τον λόγο αυτό αισθητήρες παρακολουθούν έναν αυξανόμενο αριθμό νετρονίων (ίχνος σχάσης) να αναδύεται από μια αίθουσα όπου δεν υπάρχει πρόσβαση. Σύμφωνα με τον Μαξίμ Σαβέλιεφ του Ινστιτούτου Προβλημάτων Ασφαλείας Πυρηνικών Σταθμών (ISPNPP) στο Κίεβο της Ουκρανίας «υπάρχει αβεβαιότητα, ωστόσο δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ενός ατυχήματος. Οι καταμετρήσεις νετρονίων έχουν αργή ανοδική πορεία, υποδεικνύοντας ότι οι διαχειριστές έχουν ακόμα μερικά χρόνια μπροστά τους για να βρουν τρόπο να αντιμετωπίσουν την απειλή».
Πρόκειται για μια δομή που κόστισε €1.5 δισεκατομμύριο και που σκοπός της είναι να περιορίσει τα υπολείμματα της μονάδας του αντιδραστήρα 4. Έκτοτε, ο αριθμός των νετρονίων μέσα σε αυτήν έχει σταθεροποιηθεί και έπεφτε, ωστόσο σε κάποια σημεία άρχισαν να ανεβαίνουν. Μάλιστα, στην αίθουσα 305/2 διπλασιάστηκαν μέσα σε τέσσερα χρόνια. Έτσι, έχει σημάνει συναγερμός, καθώς οι αντιδράσεις σχάσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ανεξέλεγκτη έκλυση πυρηνικής ενέργειας.
Το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ έλαβε χώρα στις 26 Απριλίου του 1986, στον αντιδραστήρα 4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ της Σοβιετικής Ένωσης, ο οποίος σήμερα βρίσκεται σε εδάφη της Ουκρανίας. Το ατύχημα ήταν της τάξης του μέγιστου προβλεπόμενου ατυχήματος στην Διεθνή Κλίμακα Πυρηνικών Γεγονότων, διατάραξε σοβαρότατα τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στις γύρω περιοχές και είχε σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία.
Από το ατύχημα πέθαναν επιτόπου 2 από τους εργάτες του σταθμού. Μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια και από εγκαύματα λόγω της θερμότητας, πέθαναν 28 πυροσβέστες που έσπευσαν στο χώρο του ατυχήματος και διαπιστώθηκαν 19 επιπλέον θάνατοι ως το 2004. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις των καρκίνων ήταν άνω του 15% στους πληθυσμούς που εκτέθηκαν, με χιλιάδες θανάτους από καρκίνο και λευχαιμία να συνδέονται με το ατύχημα. Η καταστροφή που προκάλεσε το ατύχημα φάνηκε από τις μετέπειτα συνέπειες του: ο χώρος εκκενώθηκε, έγινε μια μεγάλη διαρροή ραδιενέργειας, πολλοί άνθρωποι εκτέθηκαν σε ραδιενέργεια και εργάτες εγκατέλειψαν τον τόπο εργασίας τους.
Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ προήλθε από μια σειρά μη προβλεπόμενων χειρισμών και λαθών, και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε σχεδιαστικές ατέλειες του αντιδραστήρα RBMK-1000, που χρησιμοποιούσε το εργοστάσιο. Σύμφωνα με την επανεκτίμηση του ατυχήματος από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας που έγινε το 1992 (INSAG-7), οι ακόλουθοι παράγοντες μπορεί να προκάλεσαν το Πυρηνικό Ατύχημα στο Τσερνόμπιλ: