Ενας αυθεντικός πίνακας του Μαρκ Σαγκάλ, αξίας άνω των 2 εκατ. ευρώ, βρίσκεται στο επίκεντρο του πιο αλλόκοτου, ενδεχομένως και του πλέον σοβαρού, από τα επεισόδια της διαμάχης διαρκείας ανάμεσα στον Γιάννη Κούστα και τη Σοφία Γιαννικοπούλου. Η όλη υπόθεση θυμίζει αστυνομικό θρίλερ, σύμφωνα όμως με τον κ. Κούστα είναι ένας καθ’ όλα πραγματικός και ψυχοφθόρος εφιάλτης. Ο γνωστός εφοπλιστής κατηγορεί απερίφραστα την πρώην σύζυγό του ότι τον εξαπάτησε. Οτι εκείνη οργάνωσε μια επιχείρηση πλαστογραφίας, δημιουργώντας ένα αντίγραφο του πολύτιμου πίνακα «Les Roses» (Τα Τριαντάφυλλα), το οποίο και του παρέδωσε αντί για το πρωτότυπο. Ο κ. Κούστας ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το έργο του μεγάλου Γάλλου ζωγράφου που ο ίδιος αγόρασε τον Σεπτέμβριο του 2007 αντί 1,4 εκατ. ευρώ από παρισινή γκαλερί είναι αυθεντικό. Και ότι αυτό που του παραδόθηκε κατόπιν δικαστικής εντολής είναι πλαστό. Κατά τον Γιάννη Κούστα, δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι ένα και μόνο άτομο θα μπορούσε να έχει στήσει την όλη απάτη. Ο πίνακας, άλλωστε, δεν μετακινήθηκε από την οικογενειακή κατοικία καθ’ όλο το διάστημα που το ζεύγος Κούστα – Γιαννικοπούλου βρισκόταν εν διαστάσει, δηλαδή από τον Δεκέμβριο του 2012, όταν με δικαστική εντολή απαγορεύτηκε στον εφοπλιστή η πρόσβαση στην οικία του, και έως τον Ιούλιο του 2018, όταν η κυρία Γιαννικοπούλου παρέδωσε το έργο σε εταιρεία μεταφορών και φύλαξης, ξανά κατόπιν δικαστικής παρέμβασης.
Από τη δική της πλευρά, η Σοφία Γιαννικοπούλου αρνείται μετ’ επιτάσεως οποιαδήποτε κατηγορία και φέρεται να ετοιμάζει τη δική της αντεπίθεση διά της νομικής οδού. Εάν όμως ευσταθεί η έγκληση που, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, κατέθεσε ο κ. Κούστας, μέσω του γνωστού δικηγόρου Μιχάλη Δημητρακόπουλου, προ ολίγων ημερών στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, τότε η Σοφία Γιαννικοπούλου θα κληθεί να αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου την αθωότητά της. Η ίδια και οι συνήγοροί της θα πρέπει να πείσουν την έδρα, διότι σε περίπτωση καταδίκης οι προβλεπόμενες ποινές δεν είναι διόλου αμελητέες. Ο Γιάννης Κούστας εγκαλεί την πρώην σύζυγό του για μια σειρά από σοβαρά ποινικά αδικήματα, όπως κακουργηματική πλαστογραφία με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 120.000 ευρώ, κακουργηματική υπεξαίρεση (ή «υφαίρεση», όπως ονομάζεται η κλοπή μεταξύ συγγενών) αντικειμένου αξίας άνω των 120.000 ευρώ, υπεξαγωγή εγγράφων και κακουργηματική απάτη με επιδιωκόμενο όφελος και πάλι άνω των 120.000 ευρώ. Το συγκεκριμένο ποσό είναι σημείο αναφοράς για την ελληνική νομοθεσία. Βάσει αυτού ένα αδίκημα κατατάσσεται στην κατηγορία του κακουργήματος, εφόσον η κακόβουλη πράξη αφορά αντικείμενα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ο υπόδικος ο οποίος βαρύνεται με κατηγορίες όπως αυτές που προσάπτονται στην κυρία Γιαννικοπούλου αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο επιβολής ποινών έως και 10ετούς φυλάκισης ανά αδίκημα.
Ο αυθεντικός πίνακας
Και η απομίμηση
Το πλαστό «αριστούργημα»
Μια πτυχή της υπόθεσης με ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το πώς αποκαλύφθηκε η πλαστογραφία του αυθεντικού Σαγκάλ. Αφού κατάφερε εν τέλει να ανακτήσει τη συλλογή του με έργα τέχνης μετά τον επεισοδιακό χωρισμό από την πρώην σύζυγό του, η οποία παρέμεινε στην κοινή τους κατοικία, ο Γιάννης Κούστας αποφάσισε να πουλήσει τον επίμαχο πίνακα. Η δημοπράτησή του ανατέθηκε στον φημισμένο διεθνή οίκο Sotheby’s, μέσω του παραρτήματός του στο Παρίσι. Ωστόσο, τον φετινό Σεπτέμβριο, ο κ. Κούστας έλαβε μια επιστολή με διόλου ευχάριστο περιεχόμενο. Ο Μπερνάρ Ντεπρέτζ, ειδικός εμπειρογνώμονας και σύμβουλος του Sotheby’s για την πιστοποίηση γνησιότητας, την εκτίμηση αξίας έργων τέχνης κ.λπ., ενημέρωνε τον Ελληνα εφοπλιστή ότι ο Σαγκάλ του ήταν ψεύτικος. Ο Γιάννης Κούστας δεν πίστευε στα μάτια του. Ομως ο Ντεπρέτζ ήταν απολύτως βέβαιος: αντί του αυθεντικού «Les Roses» του Μαρκ Σαγκάλ, μιας ελαιογραφίας με χρονολογία 1977 σε καμβά διαστάσεων 73×92 εκ., ο οποίος θα μπορούσε να εκποιηθεί με τίμημα ακόμη και 2,5 εκατ. ευρώ, ο Sotheby’s παρέλαβε ένα κακέκτυπο. Εναν πίνακα που δεν άξιζε καν τη δουλειά που είχαν κάνει οι πλαστογράφοι, φωτογραφίζοντας τον πραγματικό, σκανάροντας σε υπολογιστή, διορθώνοντας, επιχρωματίζοντας κ.λπ. Ο Μπερνάρ Ντεπρέτζ ενημέρωνε τον Γιάννη Κούστα ότι με έναν καλό μεγεθυντικό φακό οποιοσδήποτε μπορούσε να διακρίνει στον πίνακα τα μεμονωμένα εικονοστοιχεία ή αλλιώς τον κόκκο του λεγόμενου «ράστερ», όπως και σε κάθε άλλη μηχανικά τυπωμένη εικόνα. Το ότι η πλαστογραφία είχε καμουφλαριστεί με λαδομπογιές σε ορισμένα σημεία δεν έκανε καμία διαφορά.
Παρά το σοκ και την ψυχρολουσία, ο Γιάννης Κούστας αναζήτησε την επαλήθευση της εκτίμησης του Ντεπρέτζ μέσω τρίτου ειδήμονα. Εδωσε τον πίνακα σε Ελληνες πραγματογνώμονες για περαιτέρω και ακόμη πιο ενδελεχή ανάλυση με εργαστηριακά μέσα. Η ετυμηγορία εκδόθηκε πριν από μερικές ημέρες: το αριστούργημα του Μαρκ Σαγκάλ που o Γιάννης Κούστας, εν αγνοία του, έστειλε στον Sotheby’s, ήταν μια κόπια, φτιαγμένη με μεικτές τεχνικές αναπαραγωγής. Το έργο φωτογραφήθηκε με ψηφιακή κάμερα, κάτι που προδίδεται από τις σκιές σε δύο από τις τέσσερις γωνίες του κάδρου. Οι αντιγραφείς είτε δεν αντιλήφθηκαν είτε αδιαφόρησαν γι’ αυτή την κακοτεχνία. Οπως και να ’χει, μετά το σκανάρισμα, ο νέος «Les Roses» εκτυπώθηκε σε καμβά, ο οποίος είχε υποστεί κατάλληλη προεργασία, ώστε να απορροφηθούν σωστά τα χρώματα κατά τον ψεκασμό στον αντίστοιχο εκτυπωτή τύπου inkjet. Αφού ολοκληρώθηκε η εκτύπωση, ο νέος καμβάς στερεώθηκε στο παλιό τελάρο ζωγραφικής. Εκεί επενέβη κάποιος άγνωστος καλλιτέχνης, ο οποίος φρόντισε να προσδώσει αληθοφάνεια στο τελικό αποτέλεσμα της απομίμησης, με παχιές πινελιές ή ακόμη και με εναπόθεση χρώματος απευθείας από το σωληνάριο. Αυτό έγινε σε ορισμένα σημεία όπου είτε ο Σαγκάλ είχε αφήσει κάπως ανάγλυφα τα αρχικά χρώματα, είτε η εκτύπωση δεν είχε αποδώσει όσο πειστικά θα έπρεπε το σχέδιο του αυθεντικού πίνακα. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες εντοπίστηκαν, βέβαια, στην υπογραφή του Μαρκ Σαγκάλ η οποία είναι σχεδόν αδύνατον να αναπαραχθεί από άλλον, καθώς και στο χείλος του καμβά, όπου έγινε εκτενής παρέμβαση με χρωστήρα προκειμένου να μασκαρευτούν οι αποδείξεις ότι πρόκειται για εκτυπωμένη κόπια.
Προκειμένου να διαπραχθεί το «τέλειο έγκλημα», ο κοπιαρισμένος πίνακας τοποθετήθηκε στο αυθεντικό τελάρο, διότι σε αυτό υπήρχε κολλημένη μια μικρή ετικέτα, η οποία θα μπορούσε να παραπλανήσει ακόμη και έμπειρα μάτια. Ομως, οι ειδικοί που προσέλαβε ο κ. Κούστας ανέλυσαν ακόμη και τη σύσταση του χρώματος, αφού το πεπαλαιωμένο έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από το φρέσκο. Και πράγματι, η δοκιμή στα σημεία όπου υπήρχε άφθονο χρώμα έδειξε ότι αυτό διατηρούσε ακόμη κάποια ελαστικότητα -αδιάσειστη απόδειξη ότι η αναπαραγωγή ήταν πολύ πρόσφατη. Για έναν πίνακα ηλικίας 43 ετών, όπως ο «Les Roses», το φυσιολογικό θα ήταν το χρώμα να είναι εντελώς ξηρό, άκαμπτο και εύθραυστο.
Μάχη γύρω από τα «Ρόδα»
Οι ύποπτοι για την πλαστογραφία του Σαγκάλ θα μπορούσαν να είναι δύο: η εταιρεία μεταφορών και η πρώην κυρία Κούστα. Καθώς όμως οι μεταφορείς προσκόμισαν επαρκή στοιχεία που αποδείκνυαν ότι δεν θα μπορούσαν να έχουν διαπράξει την απάτη, η πλευρά του Γιάννη Κούστα επικέντρωσε τις υποψίες της στην κυρία Γιαννικοπούλου. Προς επίρρωσιν της εικασίας ότι μόνο εκείνη είχε την ευχέρεια να σχεδιάσει και να εκτελέσει -φυσικά με τη συνέργεια των κατάλληλων ειδικών- την αντιγραφή, ο κ. Κούστας επικαλείται μια αλληλουχία ενδείξεων και ασυνήθιστων γεγονότων. Κατ’ αρχάς, ο πίνακας, καθώς και άλλα έργα τέχνης τα οποία επί δεκαετίες συνέλεγε ο ίδιος ως ένθερμος φιλότεχνος είχαν συμπεριληφθεί στον «πόλεμο» που ξέσπασε με την πρώην σύζυγό του. Εν περιλήψει, η κυρία Γιαννικοπούλου θεωρούσε ότι έργα όπως ο πίνακας του Σαγκάλ μαζί με πολλά ακόμη περιουσιακά στοιχεία είχαν αποκτηθεί από κοινού με τον σύζυγό της. Ειδικά δε αντικείμενα όπως το «Les Roses», τα οποία από μόνα τους αποτελούν ολόκληρες περιουσίες, κατά την κυρία Γιαννικοπούλου, ανήκαν και στις δύο κόρες του ζεύγους. Και επικαλούμενη αυτούς τους λόγους, επί μακρόν επεδείκνυε άρνηση παράδοσης μιας μεγάλης σειράς από αντικείμενα στον Γιάννη Κούστα. Εκείνος τα διεκδίκησε νομικά, απέδειξε ότι κανένα από τα επιχειρήματα της πρώην συζύγου του δεν ήταν βάσιμο και εν τέλει πέτυχε την ανάκτηση της περιουσίας του. Η αρμόδια δικαστική αρχή αποφάνθηκε ότι η κυρία Γιαννικοπούλου «παρακρατούσε παράνομα και χωρίς τη θέληση του κ. Γιάννη Κούστα» αντικείμενα στα οποία δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει νόμιμο δικαίωμα, έστω και κατά κάποιο μερίδιο.
Δεδομένου του ιστορικού των «εχθροπραξιών» μεταξύ τους, ο κ. Κούστας ανέμενε ένσταση εκ μέρους της κυρίας Γιαννικοπούλου. Ολως περιέργως όμως και κατά παράβαση των συνηθειών της, εκείνη δεν προσέβαλε την απόφαση επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων που απαιτούσε ο Γιάννης Κούστας. Ο οποίος εκ των υστέρων φέρεται να θεωρεί ότι έχει ανακαλύψει την εξήγηση για την ακατανόητη στάση της να παραιτηθεί αμαχητί, π.χ. από τον πίνακα του Σαγκάλ, ενώ διεκδικεί μέχρις εσχάτων άλλα αποκτήματα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πρώην σύζυγός του βάδιζε βάσει σχεδίου.
Από τον Απρίλιο του 2018 ο κ. Κούστας είχε καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα για την υπαγωγή σε καθεστώς «δικαστικής μεσεγγύησης», δηλαδή τον διορισμό τρίτου σε ρόλο επιτηρητή διάφορων πολύτιμων αντικειμένων τα οποία παρέμεναν στην οικογενειακή κατοικία (όπου ο ίδιος δεν είχε πρόσβαση). Στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ο κ. Κούστας έκανε λόγο για άμεσο κίνδυνο, τον οποίο διέτρεχε η περιουσία του, αναφέροντας συγκεκριμένα το περιβόητο περιστατικό της εισβολής ληστών στην ως άνω κατοικία. Κατά την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου του 2018, η κυρία Γιαννικοπούλου είχε δώσει συνέντευξη σε εβδομαδιαία εφημερίδα και είχε εμφανιστεί σε ζωντανή σύνδεση με την τότε εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου, παρουσιάζοντας με πάσα λεπτομέρεια το πώς έδρασαν, τι πήραν, αλλά και τι δεν πήραν οι κλέφτες. Μοιράστηκε με τους δημοσιογράφους και το κοινό στοιχεία τα οποία, ειδικά τα θύματα πρόσφατης ληστείας, κατά κανόνα προσπαθούν να αποκρύπτουν, υπό τον φόβο νέας επίθεσης από τους ίδιους ή άλλους κακοποιούς. Η κυρία Γιαννικοπούλου όμως επέλεξε μια άλλη τακτική. Ανέφερε ότι στο συγκεκριμένο σπίτι διέμεναν μόνο η ίδια και οι δύο ανήλικες θυγατέρες της από τον γάμο με τον Γιάννη Κούστα και ότι την ημέρα της κλοπής δεν είχε θέσει σε λειτουργία τον συναγερμό και τις κάμερες ασφαλείας. Επίσης, ανέφερε ότι στον χώρο υπάρχουν έξι χρηματοκιβώτια σεβαστών διαστάσεων, σε ένα από τα οποία φυλάσσει τα κοσμήματά της. Αντιθέτως, εντελώς αφύλακτα εντός της ίδιας οικίας υπήρχαν έργα τέχνης αξίας εκατομμυρίων ευρώ. Η Σοφία Γιαννικοπούλου σχολίαζε, μάλιστα, ότι της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η αδιαφορία των ληστών γι’ αυτούς τους πανάκριβους πίνακες, τους οποίους προσπέρασαν και δεν άγγιξαν.
Η «μαϊμού» στο δικαστήριο
Ο Γιάννης Κούστας φέρεται ως πεπεισμένος ότι ο «εγκέφαλος» πίσω από την εις βάρος του εξαπάτηση με την πλαστογράφηση του Σαγκάλ είναι η πρώην σύζυγός του. Το προηγούμενο της ληστείας στην κατοικία όπου βρισκόταν ο πίνακας μοιάζει με ένα συμπληρωματικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι – σε περίπτωση που χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Αλλά οι υποψίες του κ. Κούστα βασίζονται στην εκτίμησή του ότι η κυρία Γιαννικοπούλου ήταν βέβαιη πως το σχέδιό της δεν θα αποκαλυπτόταν ποτέ. Και αυτό διότι υπέθετε -πάντα κατά την εκδοχή του εφοπλιστή και επιχειρηματία- ότι ο Γιάννης Κούστας, ως λάτρης της υψηλής τέχνης, θα κρατούσε τον Σαγκάλ για πάντα στη νυν κατοικία του. Αντ’ αυτού, όμως, εκείνος θέλησε να τον πουλήσει μέσω του Sotheby’s στο Παρίσι. Οπου και άνοιξε ο ασκός του Αιόλου, με τον κ. Κούστα να στρέφεται κατά της πρώην συζύγου του, κατηγορώντας την ότι αποκλειστικά και μόνο εκείνη είχε τη δυνατότητα να αναθέσει σε επιτήδειους την πλαστογράφηση του πίνακα, μια διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο, ιδιαίτερα εάν οι απαιτήσεις για το αποτέλεσμα είναι υψηλές.
Η κοινή ζωή Κούστα – Γιαννικοπούλου διήρκεσε από τον γάμο τους, το 1996, έως τον Ιούνιο του 2012, όταν ο εφοπλιστής αποχώρησε δίνοντας ουσιαστικό τέλος στη συμβίωσή τους. Ο ίδιος πιστεύει πως οποιαδήποτε στιγμή μέσα στο διάστημα των 6 ετών, το οποίο μεσολάβησε έως τον Ιούλιο του 2018, όταν τα έργα τέχνης παραδόθηκαν στον μεταφορέα-μεσεγγυούχο, η κυρία Γιαννικοπούλου θα μπορούσε να είχε προχωρήσει στη δημιουργία του αντιγράφου. Μια ενέργεια η οποία, σύμφωνα με τον κ. Κούστα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κάποια καλή πρόθεση, εν προκειμένω για την προστασία του αυθεντικού έργου. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, η Σοφία Γιαννικοπούλου θα έπρεπε να είχε ενημερώσει τόσο τον μεσεγγυούχο όσο και τον πρώην σύζυγό της περί ύπαρξης κόπιας. Αλλά εκτός αυτού, εάν στ’ αλήθεια κάποιος θα ήθελε να σώσει τον αληθινό «Les Roses», δεν θα επέτρεπε ποτέ τον τραυματισμό του πολύτιμου και ευαίσθητου πίνακα αποσπώντας τον από το αρχικό τελάρο. Ο καλοπροαίρετος φρουρός ενός μοναδικού έργου τέχνης δεν θα δημιουργούσε μια «μαϊμού», συνδυάζοντας τον καμβά της κόπιας με το πρωτότυπο τελάρο και την αυθεντική κορνίζα.
Σε ό,τι την αφορά και μολονότι η κυρία Γιαννικοπούλου δεν έχει τοποθετηθεί δημοσίως μέχρι στιγμής για την υπόθεση του πίνακα, φέρεται να απορρίπτει οποιαδήποτε εμπλοκή στην πλαστογράφηση, επιστρέφοντας τις βαριές κατηγορίες στον πρώην σύζυγό της ως εντελώς ανυπόστατες και συκοφαντικές. Επομένως, όπως έχει συμβεί επανειλημμένως στη διάρκεια του «πολέμου των Κούστα», το νέο επεισόδιο θα διαδραματιστεί στις δικαστικές αίθουσες. Αυτή τη φορά με φόντο την υπέροχη ζωγραφική ενός από τους σημαντικότερους μοντερνιστές καλλιτέχνες, του Μαρκ Σαγκάλ.