Όσα αποκαλύπτει η χρυσή Ολυμπιονίκης για τη δύσκολη περίοδο που πέρασε εξαιτίας ανθρώπου από τον χώρο του αθλητισμού, που βρισκόταν στην καθημερινότητά της, αλλά και όσα εύχεται για το μέλλον.
από την Εβίτα Τσιλοχρήστου
Εδώ και χρόνια αναρωτιέμαι, γιατί υπάρχουν γυναίκες που δέχονται οποιαδήποτε μορφή βίας και σωπαίνουν ή αργούν να μιλήσουν; Οι απαντήσεις για το συγκεκριμένο θέμα μπορούν να είναι άπειρες και διαφορετικές σε κάθε περίπτωση, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα και μέσα από έναν λογαριασμό στο Instagram με τίτλο Why I didn’t report . To θέμα που άνοιξε με την υπόθεση Weinstein και στον απόηχο των κινημάτων #metoo και Time’s Up, μπορεί κανείς να πει με σιγουριά, ότι ζητήματα που αφορούν τη γυναικεία ενδυνάμωση αποτελούν πια ένα από τα κυριότερα θέματα συζήτησης, ενώ γίνεται όλο και πιο πιθανό τα φαινόμενα σεξουαλικής κακοποίησης κάθε φύλου και ηλικίας, να μη μένουν στο σκοτάδι. Σε κάθε πρίπτωση το πρόσημο είναι ένα: κάθε μορφή σεξουαλικής βίας είναι απερίφραστα καταδικαστέα, πόσο μάλλον όταν αυτή πηγάζει από τη θέση και την εξουσία που κατέχει ο άνδρας.
Σημαντικά βήματα γίνονται και στην Ελλάδα. Φέτος με αφορμή την 25η Νοεμβρίου, την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, δημοσιεύτηκε και η 1η Ετήσια Έκθεση για τη Βία κατά των Γυναικών στην Ελλάδα , αφιερωμένη στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη. Στο πλαίσιο της ίδιας ημέρας, η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση παρουσίασε στο Onassis YouTube Channel μια διαδικτυακή συζήτηση για την πατριαρχία, το σεξισμό και την έμφυλη βία στην ελληνική κοινωνία. Εκτός από τις οχτώ γυναίκες που πήραν μέρος στη συζήτηση, μπορούσε να συμμετέχει και το διαδικτυακό κοινό με σχόλια, ένα εκ των οποίων έκανε και η χρυσή Ολυμπιονίκης μας στην ιστιοπλοϊα και πρώτη Ελληνίδα σημαιοφόρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Σοφία Μπεκατώρου. Λίγες μέρες μετά τη συνάντησα στο Ολυμπιακό Στάδιο κι εκείνη μίλησε για πρώτη φορά δημόσια για το συγκεκριμένο θέμα στο Marie Claire, με στόχο να παροτρύνει κι άλλες γυναίκες ν’ ανοιχτούν γι’ αντίστοιχες υποθέσεις αλλά και να κάνει άνδρες μ’ εξουσία και μη, να σκεφτούν πολύ καλά πριν προχωρήσουν σε ανάλογες πράξεις.
Η Σοφία Μπεκατώρου, όπως καταγγέλει η ίδια, βίωσε τη σεξουαλική παρενόχληση στα 21 της χρόνια, από άνθρωπο του αθλητισμού και η περιγραφή της για το πώς προσπάθησε να τον αποτρέψει αλλά και για το πώς κατάφερε εκείνος να τη χειριστεί, είναι συγκλονιστική. Επίσης εξηγεί γιατί πιστεύει πως τα θύματα στιγματίζονται. Η υπόθεση έχει πάρει πλέον τη δικαστική οδό και αυτό που εύχεται η ίδια, είναι να εξαφανιστούν τέτοιου είδους άνθρωποι από τον αθλητισμό αλλά και από όπου υπάρχουν παιδιά.
Η Ολυμπιονίκης σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, στο Marie Claire
Όσα περιγράφει, σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση
“Κάτι που βίωσα στον ελληνικό αθλητισμό και το οποίο θα ήθελα να θίξω και θα έπρεπε να μην υπάρχει, είναι το πώς συμπεριφέρονται κάποιοι παράγοντες, κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν θέση ισχύος κι έρχονται σε συνεχή επαφή με τα παιδιά. Δυστυχώς εγώ βίωσα σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση από παράγοντα, σε ηλικία που ήμουν ενήλικη, 21 ετών.”
Εκεί είπες εσύ ένα όχι, που δεν ακούστηκε…
Είπα ένα όχι, το οποίο ο άλλος δεν το σεβάστηκε και από πλευράς μου δεν έγινε ένα ξέσπασμα, ώστε να μπορέσω να κάνω τη δική μου επανάσταση στη δεδομένη χρονική στιγμή. Τώρα χρόνια μετά, έχοντας δυο παιδιά και σκεπτόμενη ότι αντίστοιχα κάποια άλλα παιδιά θα βρεθούν στη θέση μου, παίρνω το θάρρος να μιλήσω γι’ αυτό, γιατί νομίζω ότι τέτοιου είδους άνθρωποι θα έπρεπε να είναι απομακρυσμένοι από τον χώρο του αθλητισμού, να μην τους δίνεται κανένα βήμα. Είναι άνθρωποι οι οποίοι κάνουν κατάχρηση 100% της εξουσίας τους και είναι άνθρωποι οι οποίοι κάνουν τον αθλητισμό επικίνδυνο. Κι επειδή οι ίδιοι είναι επικίνδυνοι και όχι ο αθλητισμός, πρέπει να είναι εκτός αυτού του χώρου.
Ήταν άνθρωπος που ήταν κοντά σου στον αθλητισμό;
“Δεν ήταν άνθρωπος που ζούσαμε στην καθημερινότητά μας μαζί, ωστόσο είχε θέση ισχύος κι εξακολουθεί να έχει, με αποτέλεσμα να μπορεί να είναι παρών σε αποστολές, να έρχεται σε επαφή με τους αθλητές. Κάθε φορά που χρειαζόσουν κάτι, αναγκαζόσουν να συναναστρέφεσαι μαζί του. Είχε μια υποστηρικτική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα όταν στον αθλητισμό είχαμε κάποιες κόντρες με τους παράγοντες, όταν κάποιος διαφοροποιείται (όπως εκείνος), είναι πιο συγκαταβατικός και νιώθεις ότι θέλει να σε υποστηρίξει… Στην πραγματικότητα όμως η υποστήριξη και η εξυπηρέτηση, δηλαδή ότι μπορούσε κάποιος να σε ακούσει και να μην σε απορρίψει, πριν από αυτό (αυτό εννοώ εξυπηρέτηση), είχε σκοπιμότητα και ήταν για ιδίον όφελος. To σκέφτομαι τώρα και πραγματικά αηδιάζω με την έννοια ότι δεν μπορώ να σκεφτώ καν, πώς ένας άνθρωπος που έχει μια πατρική φιγούρα… Που αντιπροσώπευε για μένα μια πατρική φιγούρα και λόγω ηλικίας αλλά και λόγω θέσης, εκμεταλλεύτηκε τη θέση του κατ’ αυτό τον τρόπο και δεν είχε καμία μεταμέλεια, δεν είχε καμία αξιοπρέπεια έστω να παραιτηθεί ή να μη βρίσκεται σε αυτούς τους χώρους, αντίθετα να δυναμώνει και να συνεχίζει αυτό το “έργο”, γιατί δεν είναι έργο αυτό.
Δεν μπορεί να είμαι μόνη σ’ αυτό, σίγουρα έχουν υπάρξει κι άλλα θύματα. Το γεγονός ότι κάθε φορά εξαρτώμαστε από την πολιτεία κι από τους παράγοντες, πολλές φορές μας φέρνει σε μία θέση πολύ αδύναμη. Νομίζουμε ότι θα καταστραφεί όλος μας ο κόσμος , αν πούμε αυτό που πραγματικά πιστεύουμε κι αυτό που θεωρούμε δίκαιο, γιατί όντως αυτό συμβαίνει. Δηλαδή οι αθλητές δεν έχουν τη φωνή που θα έπρεπε να έχουν, ή μάλλον δεν εισακούγεται η φωνή τους και με πάρα πολλούς τρόπους βρίσκουν δικλείδες έτσι ώστε να χαμηλώσουν τη φωνή και να την εξαφανίσουν στο τέλος. Τώρα έχοντας μεγαλώσει, νιώθωντας ότι πλέον δεν με καθορίζουν αυτοί οι άνθρωποι, ούτε τους στόχους μου. Δηλαδή κι αν δεν πάω καλά σ’ έναν αγώνα ή αν δεν πάω σ’ έναν αγώνα, γιατί κατά κάποιο τρόπο μου έχουν κάνει κάποιοι πόλεμο, δεν μ’ ενδιαφέρει πια. Μ’ ενδιαφέρει να βοηθήσω να υπάρχει μια εμπιστοσύνη των γονιών για τον αθλητισμό και για όλους αυτούς που αντιπροσωπεύουν τον αθλητισμό, γιατί πραγματικά τα παιδιά μεγαλώνουν πολύ όμορφα μέσα στον χώρο αυτό, εκπαιδεύονται, δυναμώνουν γίνονται ανεξάρτητα και δεν έχει καμία σχέση με αυτό το αρρωστημένο πράγμα που υπάρχει πολλές φορές.”
Αυτός ο άνθρωπος μου ακούγεται πολύ χειριστικός. Περιέγραψέ μου ως εκεί που θες τι συνέβη και πώς συνεχίστηκε μετά από αυτό η σχέση σας; Υπήρχαν συνέπειες για σένα; Ενδεχομένως σε ξαναπλησίασε…
“Βρισκόμασταν σε αποστολή στο εξωτερικό και όταν συνέβη αυτό, ο τρόπος που με πλησίασε δεν με έβαλε ποτέ σε υποψία ότι θα μπορούσε κάτι διαφορετικό να συμβεί. Του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, δεν φοβόμουν να μείνω μόνη μαζί του ή δεν σκεφτόμουν αν με συνόδευε στο ξενοδοχείο που μέναμε όλοι μαζί, ν’ αρνηθώ. Δεν είχα κάποια τέτοια υποψία. Επομένως δεν είχα άμυνες. Όταν κάποια πράγματα ξεπέρασαν το όριο που θεωρούσα εγώ επιτρεπτό, επειδή κινήθηκε μέσω του χιούμορ, που στην αρχή λες εντάξει, μήπως δεν είναι αυτό που νομίζω… Αλλά όταν άρχισε να ξεπερνά τα όρια και του ζήτησα να σταματήσει, εκείνος ουσιαστικά μ’ έκανε ν’ αμφιβάλλω γι’ αυτό που ζω, λέγοντάς μου: “Μα δεν είναι τίποτα, δεν συμβαίνει κάτι, δεν σημαίνει κάτι.” Εκείνη την ώρα ήταν πολύ περίεργο το συναίσθημα. ‘Οταν αργότερα προσπάθησα να τον απωθήσω με τη συμπεριφορά μου, διότι στο μυαλό μου οι μόνοι δυο τρόποι που είχα να αμυνθώ ήταν… Ο ένας ήταν να τον απωθήσω ερωτικά έτσι ώστε να καταλάβει ότι δεν ανταποκρίνομαι. Δεν λειτούργησε. Ο άλλος τρόπος που είχα στο μυαλό μου ήταν ότι πραγματικά θα πλακωνόμασταν στο ξύλο κι ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσα να αμυνθώ πλεόν. Ήταν κάτι το οποίο με τρόμαζε, γιατί ήταν ένας άνθρωπος που θα έβρισκα στη ζωή μου συνέχεια, λόγω του ότι είχα βάλει κάποιους στόχους κι αυτό μ’ έφερνε συνέχεια σε πολύ δύσκολη κατάσταση, σχεδόν ασφυκτική με αποτέλεσμα, ν’ απορρίψω αυτή την επιλογή. Κι εφόσον δεν λειτούργησε και η άλλη άμυνα που είχα, δυστυχώς συνέβη το μοιραίο για μένα γεγονός, το οποίο δεν μοιράστηκα με τους συναθλητές μου, διότι όχι μόνο ντρεπόμουν αλλά ήμουν πολύ θυμωμένη και με τον εαυτό μου. Γιατί ένιωθα ότι είμαι μια δυνατή κοπέλα και την ώρα που έπρεπε ν’ αντιδράσω με όλους τους τρόπους, διάλεξα τον χειρότερο. Όμως εκμυστηρεύτηκα το γεγονός στον τότε φίλο μου, ο οποίος κι αυτός αντέδρασε αλλά καθίσαμε και συζητήσαμε πώς θα μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε. Συνηδειτοποιήσαμε ότι πάλι θα τον βρίσκαμε μπροστά μας σαν παράγοντα και σκεφτόμασταν ότι κανέναν δεν πρόκειται να με πίστευε και όλοι θα πέρνανε το μέρος του. Κι έτσι αφού τον είδα μια τελευταία φορά, επειδή εκείνος το ζήτησε και του είπα “θα μπορούσα να είμαι η κόρη σου και πώς μπόρεσε να μου το κάνεις αυτό;” Του είπα επίσης “μην τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις στη ζωή σου, γιατί τότε δεν θα το κρύψω από κανέναν”. Φυσικά το να μη με ξαναπλησιάσει δεν ήταν εφικτό γιατί συνέχισε να κινείται στους ίδιους χώρους…
Όλα αυτά τα χρόνια τον βλέπω κι αναγκάζομαι να κινηθώ στους ίδιους χώρους μαζί του. Πολλές φορές έχω νιώσει το υποτιμητικό γελάκι ή άλλους να με κοιτάνε και να χασκογελάνε μεταξύ τους, γεγονός που είναι ακόμη χειρότερο για μένα, καθώς προφανώς έχει περηφανευτεί και για το γεγονός αυτό. Το έχει μεταφέρει όπως ακριβώς εκείνος θα ήθελε και εφόσον εγώ δεν αντέδρασα δεν υπάρχει και κάποια άλλη αλήθεια για τους άλλους. Απλώς θα ήθελα με αυτή την πράξη μου σήμερα, που μιλάω γι’ αυτό πρώτη φορά δημόσια, να περιοριστεί και να εξαφανιστεί, διότι δεν έχει καμία υπόσταση σε κανέναν χώρο που κυκλοφορούν παιδιά, τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να είναι μακριά, είναι άρρωστοι στο μυαλό και κάθε κορίτσι που έχει βιώσει – με όποιο τρόπο – μια σεξουαλική παρενόχληση, μια σεξουαλική κακοποίηση, ψυχολογική βία… Κάποιον που υποδεικνύει ότι πρέπει να κάνεις κάτι και να σιωπήσεις όταν θεωρείς ότι οι άλλοι έχουν ξεπεράσει το όριο, πρέπει να σταματήσει. Γιατί οι γυναίκες έχουμε φωνή, έχουμε δικαιώματα. Δεν μπορεί ο άλλος να μας εκμεταλλεύεται και να εκμεταλλεύεται το ρόλο του. Κι επιτέλους να μη νιώθουμε ενοχές, ούτε όταν λέμε όχι, ούτε όταν υπάρχουμε σε ένα χώρο που είναι ανδροκρατούμενος. Πρέπει να μπορούμε να λειτουργούμε χωρίς άγχος, με τον εαυτό μας έτσι όπως είμαστε, με τα χαρακτηριστικά μας και να κάνουμε την ενέργεια για την οποία βρισκόμαστε σε αυτό τον χώρο. Δεν έχει καμία σχέση το ότι είμαστε γυναίκες. Η ιστιοπλοΐα είναι ένας ανδροκρατούμενος χώρος και υπάρχει ρατσισμός να το πω έτσι, όμως αυτό σιγά σιγά, πρέπει ν’ αλλάξει. Πρέπει όσοι δεν βλέπουν τα όρια να τους κάνουμε να τα δουν και να συμμορφωθούν και ν’ αρχίσει να υπάρχει μια πιο υγιής αλληλεπίδραση και νομίζω ότι η νέα γεννιά έχει ελπίδα να το πετύχει αυτό, οπότε γι’ αυτό βγαίνουμε και το λέμε.”