Η οικογένεια Κατ ήταν πραγματικά από τις πιο απίθανες ομάδες ληστών, που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δεν είχαν οικονομικά προβλήματα και κανένα -εμφανές τουλάχιστον- προσωπικό θέμα να επιλύσουν. Ο 59χρονος Σκοτ, ο πατέρας, ήταν χήρος και εργαζόταν σε εταιρεία ενέργειας. Ο 20χρονος γιος Χέιντεν ήθελε να γίνει ρεσεψιονίστ ενώ η 18χρονη κόρη Άμπι ήταν πωλήτρια στο Victoria’s Secret. Στη γειτονιά, όλοι τους θεωρούσαν απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί πως η αστυνομία θα τους χαρακτήριζε κάποτε «θρασείς, τολμηρούς και ριψοκίνδυνους ληστές τραπεζών…».
Η οικογένεια Κατ διέπραξε δύο ληστείες: η πρώτη ήταν στην τράπεζα Comerica και η δεύτερη στην Credit Union, δύο μήνες αργότερα. Ετοιμάζονταν… οικογενειακώς και για μία τρίτη όταν συνελήφθησαν, τον Νοέμβριο του 2012. Οι δημοσιογράφοι προσπάθησαν να ανακαλύψουν γιατί ένας πατέρας και τα δύο παιδιά του είχαν στραφεί σε ληστείες τραπεζών, αλλά κανείς από τους τρεις δεν μιλούσε. Ωστόσο, πριν από λίγα χρόνια, και οι τρεις τους, έκαναν συμφωνία με την Εισαγγελία και δέχτηκαν να δώσουν συνέντευξη, καθένας μόνος του, χωρίς την παρουσία των άλλων μελών της οικογένειας.
Η Άμπι ήταν η πρώτη: Κάθισε σε μια καρέκλα, έσκυψε το κεφάλι της και μετά από μια παρατεταμένη σιωπή άρθρωσε την φράση: «Μερικές φορές νιώθω τόσο ντροπιασμένη για ό,τι συνέβη που θέλω απλώς να εξαφανισθώ». Ο Χέιντεν είπε στη συνέχεια: «Κάθε βράδυ κοιτάζω το ταβάνι και αναρωτιέμαι: “Τι σκεφτόμασταν;”». Τέλος, ο μπαμπάς Σκοτ μπήκε μέσα λέγοντας: «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι νόμιζα πως θα μας βοηθούσε ως οικογένεια… Το έκανα για την οικογένεια. Ορκίζομαι, πως μόνον για την οικογένειά μου θα λήστευα τράπεζες»…
«Παιδιά μου, είμαι ληστής τράπεζας… μερικής απασχόλησης»
Η ιστορία ξεκινά στο McMinnville του Όρεγκον, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Σκοτ. Ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος δανείων στην Τράπεζα First Federal Savings and Loan. Παντρεύτηκε την αγαπημένη του από το σχολείο και μετά την αποφοίτησή τους, απέκτησαν τα δύο παιδιά τους και έφτιαξαν στο Dundee το σπίτι των ονείρων τους. Αλλά το 1995, η γυναίκα του διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού και πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Ο Χέιντεν ήταν τότε πέντε ετών και η Άμπι μόλις δύο. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο «η ζωή μας σταμάτησε», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Σκοτ. Τα χρήματα δεν έφθαναν για τις δόσεις του σπιτιού και αναγκαστικά η οικογένεια μετακόμισε με τη μητέρα του Σκοτ ενώ ο ίδιος έκανε διάφορες δουλειές. Μεταξύ 2000 και 2002, άρχισε να σκέφτεται πώς να κερδίσει επιπλέον χρήματα. Θυμήθηκε ότι μια μέρα ο πατέρας του είχε επιστρέψει στο σπίτι λέγοντας ότι είχε γίνει ληστεία στην First Federal. Όταν ο Σκοτ ρώτησε γιατί κανείς δεν είχε σταματήσει τον κλέφτη, ο πατέρας του, του απάντησε ότι οι ταμίες εκπαιδεύτηκαν να συμμορφώνονται με τους ληστές -επειδή τα χρήματα ήταν ασφαλισμένα και η τράπεζα μπορούσε να τα ανακτήσει.
Έτσι, ένα πρωί, αφού άφησε τα παιδιά του στο σχολείο, ο Σκοτ πήγε σε ένα υποκατάστημα της παλιάς τράπεζας του μπαμπά του, μπήκε μέσα φορώντας ένα καπέλο του μπέιζμπολ, μαύρο μπουφάν, μία μάσκα απ΄ αυτές που χρησιμοποιούν οι μπογιατζήδες και γυαλιά ηλίου. Κρατούσε μια σακούλα σκουπιδιών κι ένα παλιό πιστόλι – αφοπλισμένο. Πήγε σε ένα γκισέ, ζήτησε τα χρήματα από την ταμία και την διέταξε να μη βάλει σ΄ αυτά ανιχνευτές ή μηχανισμό χρωματισμού. Πήρε περίπου 2.500 δολάρια και επέστρεψε στο σπίτι. Λίγες ημέρες αργότερα, η τοπική εφημερίδα δημοσίευσε μια θολή φωτογραφία από ένα βίντεο που έδειχνε τον ληστή. «Όταν η μητέρα μου είπε ότι ο άντρας έμοιαζε λίγο μ΄ εμένα, απλώς γέλασα», είπε ο Σκοτ. «Κι αυτό ήταν»…
Ο Σκοτ διέπραξε την επόμενη ληστεία του ένα χρόνο αργότερα «σηκώνοντας» 1.500 δολάρια από μία άλλη μικρή τράπεζα. Στη συνέχεια, βρήκε δουλειά με καλό μισθό. Παρόλα αυτά, μια φορά το χρόνο διέπραττε κι από μια ληστεία, που του απέδιδε μεταξύ 5.000-10.000 δολάρια τον χρόνο. «Δεν ένιωθα σαν εγκληματίας», είπε. «Δεν είχα γεμάτο το πιστόλι μου. Ήξερα ότι δεν πρόκειται να πυροβολήσω κανέναν. Και συνέχισα να λέω στον εαυτό μου ότι όσα χρήματα πήρα ήταν ασφαλισμένα, οπότε κανείς δεν πάθαινε ζημιά…».
Εν τω μεταξύ, στην υπόλοιπη ζωή του, ο Σκοτ ήταν ένας αφοσιωμένος ανύπαντρος πατέρας. Μαγείρευε δείπνο για τα παιδιά του σχεδόν κάθε βράδυ, τα πήγαινε σε αθλητικές δραστηριότητες και διακοπές. Η Άμπι και ο Χέιντεν ποτέ δεν υποψιάστηκαν ότι ο πατέρας τους είχε μυστική ζωή. «Σηκωνόταν από τις 4.30 ή 5 το πρωί και πήγαινε στη δουλειά», είπε ο Χέιντεν. «Δεν έβγαζε πολλά χρήματα, αλλά πάντα εκτιμούσαμε πόσο σκληρά προσπαθούσε να είναι δίπλα μας και να μας παρέχει μια καλή ζωή». Παρόλη τη προσοχή και την αφοσίωση που έδειχνε ο Σκοτ στα παιδιά του, αυτά έμπλεξαν με διάφορες παρέες και άρχισαν να πίνουν πολύ. Και ο Σκοτ έμεινε πάλι πίσω οικονομικά. Μέχρι που το 2010, ήρθε η ώρα για άλλη μια ληστεία.
Ο Σκοτ ήξερε ότι αν είχε συνεργούς, θα μπορούσε να πάρει μετρητά από διαφορετικά ταμεία και πως ενδεχομένως θα μπορούσε να φτάσει στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας. Αλλά δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν άλλον- εκτός από τα παιδιά του. Έτσι, μια μέρα, αποφάσισε να τους μιλήσει για να τον βοηθήσουν. Εφόσον θα ακολουθούσαν τις οδηγίες του, δεν θα τους έπιαναν. Και θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα για να ξεκινήσει μια μικρή επιχείρηση για τα παιδιά. «Είχαν μεγάλο πρόβλημα», είπε ο Σκοτ. «Έβλεπα την απελπισία στον Χέιντεν και σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να αισθανθεί καλύτερα βοηθώντας με στη ληστεία -δεν ξέρω-. Να νιώσει έναν κάποιον ενθουσιασμό. Το ίδιο και η Άμπι. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι σκέφτηκα πως αυτό θα μας έδινε λίγη ώθηση στη ζωή μας και θα μας βοηθούσε ως οικογένεια». Έτσι, πλησίασε τον γιο του. «Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας», θυμάται ο Χέιντεν. «Είπε ότι είχε κάτι σημαντικό να μου πει. Είπε ότι είχε μια δεύτερη δουλειά ως ληστής τράπεζας… μερικής απασχόλησης. Από τον τρόπο που με κοίταξε, ήξερα ότι δεν αστειευόταν». Στην αρχή, ο μικρός έπαθε σοκ αλλά ο μπαμπάς-Σκοτ τον καθησύχασε λέγοντάς του πως όλα θα πήγαιναν ρολόι με βάση το σχέδιό του και ότι θα μπορούσαν εύκολα να πάρουν 40.000 δολάρια ή και περισσότερα. Το πρωί της ληστείας, ο Χέιντεν ωστόσο έκανε πίσω και ο Σκοτ διέπραξε μόνος του τη ληστεία και επέστρεψε στο σπίτι πριν από το μεσημεριανό γεύμα. «Το έκανε τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα που φύτεψε μέσα μου έναν σπόρο», είπε ο Χέιντεν. «Σκέφτηκα, ο πατέρας μου ξέρει πραγματικά τι κάνει!».
Τότε, ήταν που απολύθηκε ο Σκοτ από τη δουλειά του. Τον Ιανουάριο του 2012 βρήκε δουλειά στο Χιούστον του Τέξας και μετακόμισε εκεί. Η Άμπι μετά από λίγους μήνες μετακόμισε στον πατέρα της και βρήκε δουλειά στο Victoria’s Secret. Ήθελε να μαζέψει χρήματα για το κολέγιο. Ο Σκοτ ήξερε πως έπρεπε να τη βοηθήσει: Άλλη μια ληστεία. Επέλεξε μια κοντινή Comerica. Άρχισε να κάνει αναγνώριση του χώρου μαζί με τον γιό του, που εν τω μεταξύ είχε μετακομίσει πάει κι αυτός στο Τέξας. Αλλά χρειαζόταν έναν οδηγό για το όχημα διαφυγής – και υπήρχε μόνο ένα άτομο που τους ήρθε στο μυαλό. Ο Χέιντεν πήγε στο δωμάτιο της Άμπι. «Πρέπει να σου πω κάτι», της είπε. «Ο μπαμπάς είναι ληστής τράπεζας. Θα γίνω και εγώ και θέλουμε να γίνεις κι εσύ μέλος της ομάδας μας…».
Την επόμενη ημέρα, ο Σκοτ μίλησε με την Άμπι και της υποσχέθηκε ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να τους αφήσει στην Τράπεζα, να τους περιμένει να βγουν και να επιστρέψουν στο σπίτι με μια κανονική ταχύτητα. Εκείνη, συμφώνησε να συμμετάσχει. «Αυτό ήταν κάτι που ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω, για να τους προστατεύσω, για να βεβαιωθώ ότι βγήκαν από την τράπεζα και δεν πυροβολήθηκαν», είπε αργότερα το κορίτσι «Δεν ήθελα να απογοητεύσω τον μπαμπά».
Προγραμμάτισαν τη ληστεία για τις 9 Αυγούστου. Μέσα από ένα αυτοκίνητο με κλεμμένες πινακίδες, η Άμπι ους ενημέρωνε για το χρονοδιάγραμμα με φορητό ραδιοτηλέφωνο. Στο σήμα των τριών λεπτών, ο Σκοτ και ο Χέιντεν διέταξαν τον διευθυντή να ξεκλειδώσει την πίσω πόρτα, και πήδηξαν στο αυτοκίνητο. Η Άμπι οδήγησε σε μια άλλη γειτονιά όπου ο Χέιντεν με τον Σκοτ ξεφορτώθηκαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία σε έναν κάδο σκουπιδιών. Στο διαμέρισμά τους, έμειναν με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τη λεία τους – περίπου 70.000 δολάρια! Εκείνο το βράδυ η Άμπι ήταν ακόμα νευρική – «Κοίταζα την πόρτα και περίμενα την αστυνομία να μπει μέσα», είπε – αλλά ο Χέιντεν ήταν χαρούμενος. «Ένιωσα χαρά, η μεγαλύτερη ένταση που έχω ζήσει ποτέ», είπε. «Άλλαξε τη ζωή μου…».
Στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Σκοτ και ο Χέιντεν αποφάσισαν να ληστέψουν την First Community Credit Union. Επειδή γίνονταν οικοδομικές εργασίες κοντά στην Τράπεζα, ο Σκοτ έστειλε τα παιδιά του στο κατάστημα Home Depot για να αγοράσουν δύο πορτοκαλί γιλέκα ασφαλείας για μεταμφίεση. Την 1η Οκτωβρίου, η Άμπι οδήγησε τον Χέιντεν και τον Σκοτ στην Τράπεζα. Οι άντρες μπήκαν μέσα στις 13:50 περίπου. Καθώς η Άμπι τους οδηγούσε πίσω στο σπίτι, κάποια περιπολικά έτρεχαν στην αντίθετη κατεύθυνση με τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Κανένας αστυνομικός δεν της έριξε δεύτερη ματιά. Το μόνο που άκουσαν στο ραδιόφωνο ήταν ότι δύο ψηλοί άντρες είχαν διαπράξει ληστεία. Η λεία τους ήταν σχεδόν 30.000 δολάρια. Λίγες ημέρες αργότερα, η Άμπι είπε στον πατέρα της ότι ήθελε να σταματήσει και να μετακομίσει σε δικό της σπίτι. Ο Σκοτ της υποσχέθηκε πως θα της βρει ένα διαμέρισμα, αλλά την παρακάλεσε να παραμείνει «το τιμόνι» τους. Είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη δουλειά του και να ζήσει ως ληστής τραπεζών… πλήρους απασχόλησης και ο Χέιντεν θα δούλευε μαζί του. «Η απληστία είχε πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας», θυμάται ο Χέιντεν. «Είχα κυριευθεί από το χρήμα: να το ξοδέψω, να πάρω περισσότερα. Ήταν το μόνο που σκεφτόμουν, κάτι σαν εθισμός». Στις 8 Νοεμβρίου, η Άμπι τους οδήγησε σε άλλη τράπεζα, αλλά υπήρχε πάρα πολλή κίνηση, οπότε το ακύρωσαν. Το επόμενο πρωί, καθώς ο Σκοτ και ο Χέιντεν ετοιμάζονταν να δοκιμάσουν ξανά, η αστυνομία χτύπησε την πόρτα τους…
Τρίτη και φαρμακερή (ληστεία)
Ενώ μελετούσε τα βίντεο της ληστείας στην First Community Credit Union, ο βετεράνος ντετέκτιβ Τζεφ Μάρτιν παρατήρησε ότι τα γιλέκα ασφαλείας που φορούσαν οι ληστές δεν ήταν κουρελιασμένα ή βρώμικα αλλά ολοκαίνουργια. Βρήκε ότι το Home Depot πουλούσε αυτό το στυλ γιλέκου, έλεγξε τις αγορές του καταστήματος και διαπίστωσε ότι λίγο πριν από τη ληστεία, δύο γιλέκα είχαν αγοραστεί με μια χρεωστική κάρτα που ανήκε στον Σκοτ Κατ. Πλάνα ασφαλείας έδειξαν επίσης ότι η αγορά είχε γίνει από έναν νεαρό άνδρα και μια ξανθιά γυναίκα. Αφού «εντόπισε» τον Σκοτ, ο Mάρτιν έμαθε ότι είχε δύο παιδιά, τον Χέιντεν και την Άμπι, των οποίων οι φωτογραφίες ταίριαζαν με εκείνες των αγοραστών των γιλέκων. Τους είχε τσακώσει.
Ο Μάρτιν αποφάσισε να μιλήσει πρώτα με τον Σκοτ. Υπέθετε πως θα δήλωνε αθώος, υποστηρίζοντας μια περίπτωση κλεμμένης ταυτότητας. Αλλά εκείνος ομολόγησε τα πάντα, ακόμη και για τις ληστείες του στο Όρεγκον, για τις οποίες ο Μάρτιν δεν είχε ιδέα. Ο ντετέκτιβ έμεινε αποσβολωμένος και το ίδιο του συνέβη όταν ο Χέιντεν και η Άμπι ομολόγησαν επίσης. Παρόλο που ο οδηγός του οχήματος διαφυγής σε ληστεία Τράπεζας βαρύνεται βάσει του νόμου του Τέξας με την ίδια τιμωρία με τους ληστές των τραπεζών, η αστυνομία και οι εισαγγελείς ένιωσαν συμπάθεια για την Άμπι και της επέβαλαν μια ήπια ποινή πέντε ετών. Στον Χέιντεν επιβλήθηκε φυλάκιση δέκα ετών ενώ στον μπαμπά-Σκοτ κάθειρξη 24 ετών.
Όταν ο Σκοτ έδωσε τη συνέντευξη στον δημοσιογράφο είχε χάσει 32 ολόκληρα κιλά, κάτι που αποδίδεται κυρίως σε «φοβερές τύψεις» για αυτό που είχε κάνει στα παιδιά του. «Όταν κοιτάζω πίσω τι έκανα λέω πως θα ήμουν καλύτερα – όλοι θα ήμασταν καλύτερα – αν είχα απευθυνθεί στην Πρόνοια και ήμουν ένας μπαμπάς στο σπίτι με επίδομα του Κράτους».
Η Άμπι και ο Χέιντεν δεν φαινόταν να ξέρουν τι θα έπρεπε να σκεφτούν για τον πατέρα τους. «Θα έπρεπε να με προστατεύει, αντί για το αντίστροφο, να τον προστατεύω εγώ», είπε η Άμπι. Λίγα λεπτά αργότερα, ανέφερε ότι είχε συναντήσει τον πατέρα της, μια μέρα περίπου νωρίτερα στο ιατρείο των φυλακών. «Μου είπε πως με αγαπά, πως λυπάται πολύ, να είμαι δυνατή και να κάνω υπομονή. Έσπασα και άρχισα να κλαίω. Ό,τι κι αν έκανε, είναι ο μπαμπάς μου». Ο Σκοτ δήλωσε πως ελπίζει ότι τα παιδιά του θα τον επισκέπτονται αφού αποφυλακιστούν. Θα είναι 62 ετών όταν θα μπορεί να αιτηθεί αναστολή της ποινής του. «Αν βγω, θέλω να πάμε για δείπνο για να το γιορτάσουμε εκείνο το βράδυ, εγώ και τα παιδιά», είπε. «Θα πάμε σε ένα καλό εστιατόριο και θα λέμε ιστορίες για τις παλιές ημέρες… Για τις ημέρες που ήμασταν οικογένεια».
«Οι συνέπειες των πράξεών μας μάς αρπάζουν από τον λαιμό, τους είναι αδιάφορο αν στο μεταξύ έχουμε γίνει καλύτεροι», είχε πει ο Νίτσε. Η επιθυμία του Σκοτ για νοσταλγική οικογενειακή επανένωση σίγουρα ανήκει στη σφαίρα του ιδεατού. Στη λύτρωση όμως που περνά μέσα από τη συγχώρεση των παιδιών του μπορεί ακόμη να ελπίζει. Ο Χέιντεν στέλνει γράμματα στον πατέρα του κάθε βδομάδα και η Άμπι που έχει πλέον αποφυλακιστεί και είναι μητέρα ενός παιδιού τον επισκέπτεται στη φυλακή. «Νομίζω ότι μερικές φορές κατηγορώ τον εαυτό μου περισσότερο απ’ εκείνον», ανέφερε για τον πατέρα της. «Ξέρω ότι με αγαπάει πολύ και πως θα έδινε τη ζωή του για μένα. Για αυτό μερικές φορές μου είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθώ ότι όλα αυτά συνέβησαν στ’ αλήθεια…».