Το ακόλουθο κείμενο μου το έστειλε ανώνυμος αναγνώστης και θεώρησα πολύ χρήσιμο να αναγνωσθεί ιδιαίτερα από τους στελεχώνοντες το πολιτικό σύστημα της χώρας μας:
«Μια φορά και έναν καιρό μια φυλή (50 άτομα) ζούσε ευτυχισμένη σ’ ένα παραδεισένιο νησάκι του Ειρηνικού Ωκεανού χωρίς φτώχεια, πείνα και διαφθορά. Μια μέρα, ο εκλεγμένος κυβερνήτης-φύλαρχος κάλεσε τους 13 συμβούλους του και τους ρώτησε πώς πάνε τα πράγματα. Του είπαν ότι τα πράγματα πάνε πολύ καλά, και ότι οι κάτοικοι ήταν πλούσιοι και ευτυχισμένοι, προφανώς. “Προφανώς”, διότι δεν είχαν στοιχεία για να το αποδείξουν.
Διόρισε, λοιπόν, ο φύλαρχος μια επιτροπή και της ανέθεσε να ερευνήσει και να τεκμηριώσει την οικονομική κατάσταση της φυλής. Η επιτροπή ετέθη επί το έργον: Από εδώ και στο εξής οι ψαράδες θα κρατούν βιβλία και θα γράφουν κάθε μέρα τη σοδειά τους. Βιβλία και οι γυναίκες για το πόσες καρύδες μάζευαν από τα φοινικόδεντρα.
Ετσι ο αρχηγός και η επιτροπή σιγουρεύτηκαν ότι υπήρχαν αρκετά ψάρια και αρκετές καρύδες για όλους.
Επειδή όμως οι ψαράδες και οι καρυδοσυλλέκτριες τα μπέρδευαν στο μέτρημα ή πού και πού ξεχνούσαν να περάσουν στα βιβλία τη σοδειά τους, ο φύλαρχος ανέθεσε σε 10 ψαράδες και 10 γυναίκες να μετρούν και να καταγράφουν ψάρια και καρύδες. Τους ανέθεσε επίσης να τεκμηριώσουν την παραγωγικότητα (time-and-motion efficiency studies) των κατοίκων γιατί ήταν φανερό ότι μερικοί ψαράδες έπιαναν περισσότερα ψάρια από άλλους, καθώς μερικές γυναίκες μάζευαν περισσότερες καρύδες από άλλες. Τέτοιες διαφορές ήταν απαράδεκτες. Επρεπε να πιστοποιηθούν και να περιοριστούν στο ελάχιστο.
Επειδή οι καιρικές συνθήκες επιδρούσαν τόσο στο ψάρεμα όσο και στην καρυδοπαραγωγή αποφασίστηκε να υποβάλλονται εκθέσεις μηνιαίως και να δείχνουν εξαγωγές, έξοδα και ώρες εργασίας. Επιπλέον, για λόγους ασφαλείας ψαρόβαρκες και σκάλες έπρεπε να περνούν από επιθεώρηση κατά συχνά διαστήματα. Ετσι 20 από τους 50 κατοίκους μετρούσαν και κατέγραφαν ψάρια και καρύδες και 4 ασχολούνταν με τα μέτρα ασφαλείας. Μια μέρα οι 13 σύμβουλοι του φύλαρχου ανακάλυψαν ότι η παροχή συμβουλών ισοδυναμούσε με πλήρη απασχόληση και αποφάσισαν να γίνουν συνδικαλιστές, δηλαδή σταμάτησαν να ψαρεύουν και να μαζεύουν καρύδες.
Με 20 δημοσίους υπαλλήλους, 13 συνδικαλιστές-συμβούλους και 4 επιθεωρητές όλη η δουλειά έπεσε σε 6 ψαράδες και 6 καρυδοσυλλέκτριες οι οποίοι δούλευαν υπερωρίες για να θρέψουν τον “ευρύτερο δημόσιο τομέα”, αλλά λόγω φόρτου εργασίας δεν τους έμενε χρόνος για να μετρούν την παραγωγή τους και να συμπληρώνουν τα έντυπα. Αυτό έγινε πλήρης απασχόληση για τους 10 από τους 12 εναπομείναντες χειρώνακτες του ιδιωτικού τομέα. Η Εδέμ είπαμε να είναι Εδέμ και για τους δύο τελευταίους εργάτες η δουλειά έγινε δουλεία».
Σ’ αυτό το σημείο, αγαπητοί αναγνώστες του «Βήματος», θα μπορούσατε να μαντέψετε το τέλος της ιστορίας:
«Οι δύο τελευταίοι πήραν μια βάρκα και εγκατέλειψαν τον πρώην παράδεισό τους. Οι υπόλοιποι 48 ανίκανοι πια για κάθε παραγωγική εργασία είχαν την τύχη του γαϊδάρου του Χότζα».
ΥΓ.: Η ιστορία είναι παρμένη από ένα σεμινάριο μάνατζμεντ. Συνιστάται προς ανάγνωσιν σε όλους τους φυλάρχους της ελληνικής επικράτειας και στα «στρατεύματα κατοχής».
Για το γνήσιον της αντιγραφής
Γιάννης Μαρίνος