Εξέχουσα προσωπικότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας, ο Βασίλειος υπήρξε σπουδαίος ιεράρχης και κορυφαίος θεολόγος, γι’ αυτό και ανακηρύχτηκε Άγιος και Μέγας.
Είναι ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες.
Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου από τους ορθοδόξους (στις 14 Ιανουαρίου απ’ όσους ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο) και στις 2 Ιανουαρίου από τους καθολικούς.
Η μνήμη του συνεορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, μαζί με εκείνη τους δύο άλλων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Ο Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας (νυν Καϊσερί Τουρκίας) και ήταν γιος του ποντίου ρήτορα (δικηγόρου της εποχής) Βασιλείου και της Εμμέλειας, η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με εκείνη του γιου της.
Στην οικογένεια, εκτός από τον Βασίλειο, υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά.
Μεταξύ αυτών, ο Γρηγόριος, ο μετέπειτα σπουδαίος θεολόγος, γνωστός ως Γρηγόριος Νύσσης.
Η γιαγιά του, Μακρίνα, ήταν κόρη χριστιανού μάρτυρα και μαζί με τη μητέρα του, Εμμέλεια, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χριστιανικού χαρακτήρα του Βασιλείου.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του, ο Βασίλειος στάλθηκε στο Βυζάντιο για ευρύτερες σπουδές.
Το 351 μετέβη στην Αθήνα, όπου ανθούσαν ακόμη τα γράμματα και οι τέχνες.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φυσική κ.ά.
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον Ιουλιανό, μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου και αργότερα μεγάλο πολέμιο του χριστιανισμού, και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με τον οποίο τον συνέδεσε μια ιερή και ισόβια φιλία.
Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα επέστρεψε το 351 στην Καισάρεια, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, όπως και ο πατέρας του.
Πολύ γρήγορα ξεκίνησε ένα πνευματικό ταξίδι στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία και τη Συρία, για να γνωρίσει τους ασκητές και να σπουδάσει το μοναχισμό.
Τόσο πολύ γοητεύτηκε από την αυστηρή ασκητική ζωή, ώστε πήγε στον Πόντο και έζησε μοναχός στην έρημο μία πενταετία (357-362).
Σκόπευε να μείνει οριστικά εκεί, αν δεν επισυνέβαινε ο θάνατος του επισκόπου Καισαρείας Ευσέβιου.
Ο λαός της Καισαρείας ζήτησε να τον διαδεχτεί ο Βασίλειος, και μετά την εκλογή του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Καισάρεια.
Παρέμεινε επί εννέα χρόνια επίσκοπος Καισαρείας και άφησε σπουδαίο έργο, που αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για τις επόμενες γενιές.
Ίδρυσε μια σειρά από φιλανθρωπικά ιδρύματα, που έγιναν γνωστά ως «Βασιλειάδα», η οργάνωση των οποίων για την περίθαλψη των φτωχών και των ασθενών αποτέλεσε υπόδειγμα πνευματικής προσφοράς και κοινωνικής δράσης.
Ο Βασίλειος ήταν αλύγιστη ψυχή μπροστά σε κάθε είδους κοσμική εξουσία.
Κάποτε, ο αυτοκράτορας Ουάλης, που υποστήριζε τους Αρειανούς, του έστειλε τον επίτροπό του Μόδεστο.
Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος τον φοβέρισε με δήμευση της περιουσίας του, εξορία και μαρτυρικό θάνατο.
Ατάραχος, ο Βασίλειος απάντησε:
«Λίγα τριμμένα ρούχα και κάμποσα βιβλία αποτελούν όλη μου την περιουσία· επομένως, δε φοβάμαι τη δήμευση. Την εξορία δεν τη λογαριάζω, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο είμαι παρεπίδημος. Ούτε τα μαρτύρια φοβούμαι, γιατί το θάνατο θεωρώ ως ευεργέτη, επειδή θα με οδηγήσει πιο γρήγορα στο Θεό».
«Κανένας άλλος επίσκοπος δε μου μίλησε έτσι» είπε θυμωμένος ο Μόδεστος.
«Δε θα μίλησες ποτέ με πραγματικό επίσκοπο» του ανταπάντησε ο Βασίλειος.
Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, με καθοριστική συνεισφορά στη διατύπωση του δόγματος της Αγίας Τριάδας, ενώ συνέταξε και Θεία Λειτουργία («Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου»).
Τα έργα του διακρίνονται σε δογματικά, αντιαιρετικά, ασκητικά, πρακτικά, ομιλίες και επιστολές.
Σε όλη τη σύντομη ζωή του αγωνίστηκε για την ενότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας, που μαστιζόταν στην εποχή του από θεολογικές έριδες σχετικά τις δοξασίες του Αρείου.
Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία 49 ετών, και τάφηκε με μεγάλες τιμές.