Στο παρακάτω κείμενο περιγράφεται η προσπάθεια που καταβάλλει κάθε μέρα μία γυναίκα προκειμένου, να ανταπεξέλθει σε όλες τις υποχρεώσεις της είτε αφορά τη δουλειά της, είτε την οικογένειά της.
Συγκεκριμένα στο κείμενο αναφέρεται: «Χτυπάει το ξυπνητήρι στις εφτά. Πετάς τα σκεπάσματα κι αρχίζεις τον αγώνα. Πρωινό για τα παιδιά, το κολατσιό για το σχολείο, να τα ξυπνήσεις, να τα ντύσεις, έναν καφέ στα γρήγορα, τρέχεις για να προλάβεις το κουδούνι κι έπειτα τρέχεις για δουλειά.
Σχολάς δέκα λεπτά αργότερα, τρέχεις να προλάβεις το ολοήμερο, έπειτα το καράτε, τα αγγλικά, τα γαλλικά, στις έξι παρά δέκα το μπαλέτο, να αφήσεις το ένα παιδί, να παραλάβεις το άλλο, κι αργά το απόγευμα είσαι επιτέλους σπίτι. Να ετοιμάσεις το φαΐ, να ελέγξεις τα μαθήματα, έπειτα νεροχύτης, σίδερο, μαζεύεις τα παιχνίδια, να τους διαβάσεις παραμύθι, μια αγκαλιά, ένα φιλί και καληνύχτα. Η ώρα είναι ήδη εννιά κι έχεις κουράγιο μόνο για ένα μπάνιο, λίγη τηλεόραση και ύπνο.
Μια εβδομάδα γεμάτη τρέξιμο και άγχος. Μία ζωή γεμάτη υποχρεώσεις και την κλεψύδρα να σε κυνηγά. Οι δείκτες ενός μεγάλου ρολογιού σπρώχνουν τα πόδια σου σε έναν δρόμο που νιώθεις να μην βγάζει πουθενά. Τρέχεις, ιδρώνεις, λαχανιάζεις και όταν έρχεται το βράδυ συνειδητοποιείς πως πάλι δεν πρόλαβες να κάνεις τίποτα…. Δεν είδες φίλους, δεν διάβασες το βιβλίο σου, δεν έφτιαξες το αγαπημένο σου γλυκό, δεν πήρες μία τρυφερή αγκαλιά τον άνθρωπό σου. Ήταν απλώς μία μέρα ακόμη. Ένα εικοσιτετράωρο που η μόνη επαφή που είχες με τα παιδιά ήταν να δίνεις εντολές και να επαναλαμβάνεις σαν ρομπότ την φράση «γρήγορα, δεν θα προλάβουμε!».
Τρέχω τόσο πολύ να τα προλάβω όλα, που νιώθω ότι δεν προλαβαίνω να γνωρίσω τα παιδιά μου. Δεν ξέρω ούτε τι σκέφτονται, ούτε τι νιώθουν. Ξέρω πως τους αρέσει ο αρακάς και ότι θέλουν το τοστ τους με διπλό τυρί, αλλά δεν έχω ιδέα τι συζητάνε με τους φίλους τους, εάν αγαπούν την άνοιξη και τί συγκράτησαν απ’ το βιβλίο που τους διάβασα. Πασχίζω να τους μάθω ιστορία ή μαθηματικά, αλλά δεν προλαβαίνω να τους δείξω τα όσα συμβαίνουν στο «εδώ και τώρα» . Ξοδεύω χρόνο για να’ χουν ρούχα καθαρά, αλλά δεν βρίσκω λίγες ώρες να μάθω τι έχουν στην ψυχή τους. Παρατηρώ προσεχτικά εάν βουρτσίζουν με επιμέλεια τα δόντια τους, αλλά όχι εάν τα μάτια τους χαμογελούν. Δεν βρήκα ούτε και σήμερα τον χρόνο να παίξω έστω πέντε λεπτά μαζί τους και να τους πω πως «είμαι εδώ» όχι μονάχα για τα δύσκολα και τα καθημερινά, αλλά και για τα όμορφα και τα διασκεδαστικά.
Τρέχω τόσο πολύ να τα προλάβω όλα, που νιώθω πως ο σύζυγός μου είναι ξένος. Ζω με έναν άνθρωπο που επιστρέφει κάθε απόγευμα απ’ τη δουλειά και συζητάμε μόνο για όλα τα πρακτικά που αφορούν το σπίτι ή τα παιδιά. Ξέρω πως το γραφείο τον ζορίζει, αλλά δεν έχω ιδέα για την κούραση ή την πίεση που κουβαλά. Δεν ξέρω εάν είδε κάτι όμορφο σήμερα το πρωί ή εάν άκουσε τους τελευταίους μήνες το αγαπημένο του τραγούδι. Ξέρω πως είναι πάντα εδώ κοντά, αλλά δεν ξέρω εάν είναι ευτυχισμένος. Δεν βρήκα ούτε και σήμερα τον χρόνο να του πω ότι τον αγαπώ κι αυτό είναι άδικο για όλους.
Τρέχω τόσο πολύ να τα προλάβω όλα, που νιώθω πως πλέον δεν γνωρίζω ούτε και μένα. Κοιτάζω στον καθρέφτη μου και βλέπω μία γυναίκα που μου μοιάζει. Δεν είναι εγώ, δεν έχουμε κοινά, ούτε θυμίζει την κοπέλα που ήμουνα παλιά. Τα όνειρά μου σκονισμένα στο πατάρι μαζί με την φοιτητική κιθάρα μου κι όλα τα «θέλω» μου χωμένα στο μπαούλο με κάποιες παιδικές μου αναμνήσεις. Όχι, δεν με γνωρίζω πια. Ξέρω ότι μ’ αρέσει να φοράω το ζεστό λευκό παλτό μου το χειμώνα, αλλά δεν ξέρω τι «ζεσταίνει» τις κενές και κουρασμένες μου στιγμές. Δεν βρήκα ούτε και σήμερα μια ώρα για να μείνω λίγο μόνη μου, να με κοιτάξω ουσιαστικά, να με φροντίσω.
Τρέχω τόσο πολύ να τα προλάβω όλα, που τελικά δεν προλαβαίνω να ζήσω. Δεν απολαμβάνω μία εκδρομή με τα παιδιά, δεν μιλάω όπως παλιά στον άνθρωπό που κάποτε αγάπησα πολύ, δεν βρίσκω χρόνο για τους φίλους μου, δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ μαζί μου. Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και σκέφτομαι πως κάτι πάει πολύ λάθος…. Ίσως να φταίει το σύστημα ή οι ρυθμοί όπως τους έχουμε ορίσει. Ίσως να φταίω εγώ και ο λάθος χειρισμός του χρόνου μου. Ό,τι κι αν φταίει, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν ζω. Κι αυτό θέλω να το αλλάξω.
Θέλω να ζήσω, να βγαίνει ο ήλιος το πρωί και να χαμογελώ. Θέλω να έχω τον χρόνο σύμμαχο και οδηγό και όχι εχθρό μου. Περνάνε τα λεπτά, τα χρόνια, η ζωή και ακόμα δεν βρήκα ούτε ένα δευτερόλεπτο να δείξω στα παιδιά μου ότι η ζωή αξίζει όταν προσφέρουμε ή όταν αγαπάμε με τις πράξεις μας. Δεν βρήκα ούτε και σήμερα καιρό να δω εάν ο καθρέφτης μου απεικονίζει εμένα και όχι μία ξένη που τρέχει να τα προλάβει όλα και τελικά ξεχνάει να ζήσει…».
Πηγή: mama365.gr / της Αλεξάνδρας Κεντρωτή