Γι’ αυτό, όταν η 11χρονη Μπέτι Τζουν Μπίνικερ είπε στην μητέρα της ότι ήθελε να κόψει λουλούδια στο δάσος, πήρε αμέσως την άδεια της. Ξεκίνησε από το σπίτι της παρέα με την αγαπημένη της φίλη, την 8χρονη Μαίρη Έμμα Τέιμς.
Περπατούσαν σε ένα γνώριμο μονοπάτι κατά μήκος των γραμμών του τρένου, όταν συνάντησαν τον 14χρονο αφροαμερικανό Τζορτζ Στίνι. Ήξεραν ποιος ήταν και τον χαιρέτησαν από μακριά, ρωτώντας τον σε ποιό μέρος μπορούσαν να βρουν ένα σπάνιο είδος λουλουδιών, τα λεγόμενα «maypops». Ο Τζορτζ τους έδειξε ένα σημείο και απομακρύνθηκε.
Πολλές ώρες αργότερα, ολόκληρη η πόλη είχε βγει στους δρόμους και έψαχνε τα δύο κορίτσια που δεν γύρισαν πίσω στις οικογένειές τους. Τελικά τις βρήκαν σε μια ρεματιά μέσα στο δάσος.
Ήταν και οι δύο νεκρές, έχοντας δεχτεί πολλαπλά χτυπήματα στο κρανίο.
Το όνομα του Τζορτζ Στίνι αναφέρθηκε σχεδόν αμέσως, καθώς πολλοί τον είχαν δει να περπατά στην περιοχή που βρέθηκαν τα κορίτσια.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, ο Στίνι βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα, όπου τον ανέκρινε ο σερίφης μαζί με μερικούς άλλους, αποκλειστικά λευκούς αστυνομικούς.
Στο κτίριο δεν υπήρχε ούτε ένας συγγενής του ανήλικου Στίνι, ούτε φυσικά κάποιος δικηγόρος.
Μία ώρα αφότου τον κλείδωσαν στο δωμάτιο ανάκρισης, ο Στίνι ομολόγησε.
Είχε θελήσει να κάνει σεξ με την 11χρονη Μπίνικερ και γι’ αυτό αποφάσισε να σκοτώσει την 8χρονη φίλη της με ένα σιδερολοστό.
Αναγκάστηκε όμως, να σκοτώσει και την Μπίνικερ, γιατί προέβαλε αντίσταση.
Στο τέλος, κατεθεσε ότι πέταξε τα πτώματά τους στη ρεματιά και τον σιδερολοστό σε κάτι θάμνους.
Λαϊκή κατακραυγή και απειλές για λιντσάρισμα
Όταν τα νέα διαδόθηκαν σε όλη την πόλη, ο θρήνος για τον θάνατο των κοριτσιών μετατράπηκε σε ασυγκράτητη οργή.
Αν και δεν υπήρχε ιστορικό λιντσαρισμάτων στην περιοχή, δεκάδες εξαγριωμένοι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι που έμενε η οικογένεια Στίνι, απειλώντας ότι θα πάρουν το νόμο στα χέρια τους.
Η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει απ’ την πόλη μες στη νύχτα, ενώ ο Τζορτζ μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα της γειτονικής πόλης για περισσότερη ασφάλεια.
Η δίκη ξεκίνησε ένα μήνα αργότερα, στις 24 Απριλίου. Η υπόθεση είχε λάβει τεράστια δημοσιότητα στην πολιτεία της Νότιας Καρολίνας, αλλά η υπόλοιπη Αμερική ασχολούνταν με τις εξελίξεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε μπει στην τελική ευθεία.
Ελάχιστοι εναντιώθηκαν, όταν το δικαστήριο έκρινε ότι ο 14χρονος Τζορτζ Στίνι θα δικαζόταν σαν ενήλικας από 12 λευκούς ενόρκους, που εμφανώς επιθυμούσαν τον θάνατό του. Χρειάστηκαν μόλις 10 λεπτά για να καταλήξουν στην απόφαση. Ο Τζορτζ Στίνι ήταν ένοχος και θα εκτελούνταν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Η εκτέλεση του 14χρονου
Ακόμα και με την προσοχή των Αμερικάνων στραμμένη στον πόλεμο, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έστειλαν μηνύματα στον κυβερνήτη της πολιτείας, εκλιπαρώντας τον να λυπηθεί τον 14χρονο και να σταματήσει την εκτέλεση. «Μόνο ο Χίτλερ εκτελεί παιδιά», έγραφε ένα μήνυμα.
Ταυτόχρονα, χιλιάδες άλλοι Αμερικάνοι τον συνεχάρησαν: «Πολύ χάρηκα όταν άκουσα την απόφασή σας για τον νέγρο Στίνι».
Οργανισμοί όπως ο NAACP (Εθνικός Σύνδεσμος για την Εξέλιξη των Έγχρωμων Πολιτών), εργατικές ενώσεις και εκκλησίες κινητοποιήθηκαν υπέρ του έφηβου αφροαμερικανού, αλλά ο κυβερνήτης Όλιν Τζόνστον δεν ενέδωσε.
Το πρωί της 16ης Ιουνίου του 1944, ο 14χρονος οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα. Ήταν τόσο μικρόσωμος, που τα δεσμά της καρέκλας παρέμεναν χαλαρά, όσο κι αν τα έσφιγγαν. Η μάσκα που φορούσε ήταν σχεδιασμένη για ενήλικες και έπεσε κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του.
Ο Τζορτζ Στίνι σε ηλικία 14 ετών και πέντε μηνών, ήταν ο νεότερος κατάδικος που εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα.
Αθώωση μετά θάνατον
Το 2004, ο ιστορικός Τζορτζ Φρίερσον άρχισε να ερευνά την υπόθεση, με αποτέλεσμα να ανοίξει ο φάκελος μετά από έξι δεκαετίες. Νέα στοιχεία ήρθαν στην επιφάνεια που θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει τελείως την απόφαση του δικαστηρίου. Εντοπίστηκε ένας μάρτυρας που γνώριζε το άλλοθι του 14χρονου και δεν εμφανίστηκε ποτέ στη δίκη.
Ο σιδερολοστός που χρησιμοποίησε ο δολοφόνος ζύγιζε 10 κιλά, ενώ το βάρος του μικρόσωμου Στίνι δεν ξεπερνούσε τα 40 κιλά. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να σηκώσει τον λοστό τόσες φόρες ώστε να σκοτώσει τα δύο κορίτσια. Ο δικηγόρος υπεράσπισης, Τσαρλς Πλάουντεν, σχεδίαζε να πολιτευτεί και δεν έκανε καμία προσπάθεια να υπερασπιστεί τον πελάτη του, φοβούμενος ότι θα προκαλούσε την αντιπάθεια του κόσμου.
Η ομολογία του Στίνι δεν καταγράφηκε ποτέ και αποσπάστηκε κάτω από ανορθόδοξες συνθήκες. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, το δικαστήριο αναίρεσε την καταδίκη του Στίνι τον Δεκέμβριο του 2014, εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατό του.
Το 1991 προβλήθηκε η ταινία «Carolina Skeletons» που βασίστηκε στη ζωή του Τζορτζ Στίνι.