Η εμφάνιση των κρυπτονομισμάτων έχει αλλάξει το χρηματοοικονομικό τοπίο και έχει οδηγήσει σε εκ νέου αναστοχασμό πάνω στην ίδια την έννοια του χρήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι σε μεγάλο βαθμό η εμφάνισή τους στηρίχτηκε πάνω στη θεωρητική διερεύνηση της δυνατότητας για ένα μέσο πληρωμής αλλά και αποθήκευσης αξίας που να μπορεί να είναι ασφαλές και άρα να μη κινδυνεύει από την παραχάραξη, να είναι ανώνυμο, κατά τρόπο που οι συναλλαγές με χαρτονομίσματα είναι ανώνυμες και να μην εξαρτάται από την ύπαρξη κεντρικής τράπεζας. Αυτό μπορεί να εξηγήσει από τη μια τη χρήση της τεχνολογίας blockchain που καταγράφοντας ουσιαστικά όλες τις συναλλαγές διαμορφώνει μια μη παραχαράξιμη ηλεκτρονική ταυτότητα (που διακηρυκτικά σημαίνει ότι δεν τίθεται κάποιο ζήτημα «εμπιστοσύνης» στην ακεραιότητα αυτού που το εκδίδει) και επιτρέπει διαρκείς συναλλαγές, και από την άλλη στην περίπλοκη ψηφιακή διαδικασία «εξόρυξης» ώστε να υπάρχει έναw μηχανισμός που προσδίδει αξία στα εξορυσσόμενα κρυπτονομίσματα.
Όμως, είναι σαφές ότι τα κρυπτονομίσματα έχουν όρια και τελικά καταλήγουν να λειτουργούν πολύ λιγότερο ως χρήμα και πολύ περισσότερο ως στοιχεία ενεργητικού που επιτρέπουν κερδοσκοπική επένδυση, κατά τρόπο ανάλογο με τις μετοχές ή ακόμη και ορισμένα εμπορεύματα. Δεν μπορούν να παίξουν τον ρόλο του χρήματος με τον τρόπο τον παίζουν τα νομίσματα που εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες και έχουν ουσιαστικά την εγγύηση τόσο αυτών, όσο και των αντίστοιχων κρατών. Για αυτό το λόγο και έχουν συχνά περιγραφεί ως ένα είδος libertarian φαντασίωσης παρά ως ένα σύστημα που θα μπορούσε να υποκαταστήσει την σημερινή νομισματική κυκλοφορία.
Ωστόσο, η ανάπτυξη των κρυπτονομισμάτων έχει ανοίξει μια συνολικότερη συζήτηση για το μέλλον των ψηφιακών νομισμάτων.
Όταν μιλάμε για ψηφιακά νομίσματα αναφερόμαστε στη δυνατότητα εκδίδουν οι τράπεζες ψηφιακά νομίσματα κατά τρόπο των χαρτονομισμάτων και των πληρωτέων αξιώσεων που αυτά συνεπάγονται έναντι των τραπεζών.
Δεν αναφερόμαστε, δηλαδή, στα ψηφιακά συστήματα πληρωμών ή τις ψηφιακές συναλλαγές που γίνονται σήμερα. Αυτές είναι είτε ψηφιακές συναλλαγές συνδεδεμένες με τους τραπεζικούς λογαριασμούς μας είτε ακόμη και μη τραπεζικά συστήματα ψηφιακών συναλλαγών ή «ηλεκτρονικών πορτοφολιών», που όμως τελικά καταλήγουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
Αυτές οι πρακτικές γίνονται εδώ και πολλά χρόνια και έχουν επεκταθεί τα τελευταία χρόνια, όμως στην πραγματικότητα αποτελούν ψηφιακή εκδοχή τραπεζικών συναλλαγών ή συναλλαγών μέσω τραπεζών που γίνονταν και πριν.
Επιπλέον, οι ψηφιακές συναλλαγές μέσω καρτών ή «ψηφιακών πορτοφολιών» δεν έχουν ανωνυμία. Οι χρήστες τους πληρώνουν μέσω των τραπεζικών λογαριασμών τους και με μία έννοια όλες οι συναλλαγές τους είναι προσωποποιημένες, ιδίως σε μια εποχή που οι όροι σε σχέση με το τραπεζικό απόρρητο έχουν αλλάξει πλήρως.
Το ερώτημα είναι εάν μπορεί να υπάρχει ψηφιακό υποκατάστατο για τις συναλλαγές που ακόμη και σήμερα γίνονται με μετρητά. Και μπορεί να υπάρχει μια υποχώρηση των συναλλαγών με μετρητά, με παράλληλη αύξηση των ψηφιακών συναλλαγών, όμως ακόμη και σήμερα ένας σημαντικός αριθμός συναλλαγών γίνεται με μετρητά.
Αυτό αφορά τόσο τις μικρές συναλλαγές της λιανικής για τις οποίες τα μετρητά έχουν το μικρότερο κόστος (αφού οι ψηφιακές συναλλαγές πάντα έχουν ένα κόστος – σε ορισμένες χώρες αυτό μπορεί να φτάνει ακόμη και το 1% του ΑΕΠ συνολικά), όσο όμως και γενικά τις συναλλαγές σε συνθήκες που δεν επιτρέπουν τη χρήση ψηφιακών μέσων. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες το 5% των νοικοκυριών δεν είχαν τραπεζικούς λογαριασμούς και το 14% των ενηλίκων δεν χρησιμοποιούσαν κάποια κάρτα πληρωμής, ενώ στη Γαλλία το 2017 το 13% των ενηλίκων δεν είχαν ένα κινητό τηλέφωνο.
Φυσικά σε αυτές προστίθενται και όλες οι συναλλαγές που γίνονται σε μετρητά ακριβώς επειδή αφορούν παράνομες πρακτικές και οι συναλλασσόμενοι προφανώς προτιμούν ανωνυμία.
Αφήνοντας στην άκρη τις παράνομες συναλλαγές, το ζήτημα των ψηφιακών νομισμάτων αφορά ακριβώς τη δυνατότητα να υπάρχουν ψηφιακά νομίσματα που να μπορούν να έχουν την ίδια ευκολία και την ίδια ανωνυμία που έχουν και τα μετρητά.
Βεβαίως, δεν έχουν όλες οι χώρες και οι κεντρικές τράπεζες την ίδια ανησυχία για την ανωνυμία. Για παράδειγμα στην Κίνα η προσπάθεια να εισαχθεί το ψηφιακό γουάν – και μάλιστα ανταγωνιστικά στα ψηφιακά συστήματα πληρωμών που ήδη είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένα εκεί, σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει ακριβώς με την προσπάθεια ακόμη μεγαλύτερης καταγραφής των συναλλαγών των κινέζων πολιτών.
Πέραν των κλασικών κρυπτονομισμάτων που έχουν κυμαινόμενη αξία (ως προς τα άλλα «παραδοσιακά» νομίσματα») υπάρχουν και άλλες παραλλαγές ιδιωτικών ψηφιακών νομισμάτων. Τα λεγόμενα stablecoin όπως το Tether στηρίζονται πολύ περισσότερο στην κάλυψή τους με παραδοσιακά νομίσματα, ή τουλάχιστον αυτό διακηρύσσουν όσοι τα εκδίδουν, με τις σχετικές εταιρείες να ανακοινώνουν ότι συνεργάζονται με κορυφαίες εταιρείες ορκωτών λογιστών για να εξασφαλίζουν αυτή την κάλυψη. Ωστόσο, άλλες εταιρείες όπως π.χ. η iFinex που εκδίδει το Tether και στο Bitfinex είναι πιο ασαφείς και γενικόλογες στο πώς ορίζουν την κάλυψή τους.
Το πρόβλημα που υπάρχει είναι εάν αυτού του είδους τα ιδιωτικά ψηφιακά νομίσματα μπορούν να προσφέρουν τη σιγουριά των παραδοσιακών νομισμάτων και να γίνονται παντού αποδεκτά με την ίδια εμπιστοσύνη. Σε αυτό το σημείο αρκετοί υπενθυμίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο ανάλογο με εκείνο της πρώιμης ανάπτυξης του τραπεζικού συστήματος στις ΗΠΑ, όπου αρκετές Πολιτείες έδιναν τη δυνατότητα στις Τράπεζες να εκδίδουν τα δικά τους χαρτονομίσματα που έπρεπε να έχουν κάλυψη από Πολιτειακά ομόλογα. Το πρόβλημα είναι ότι το ίδιο χαρτονόμισμα μπορεί να είχε σε άλλη Πολιτεία και άλλη τράπεζα μικρότερη αξία (να γίνεται δεκτό με έκπτωση). Θα χρειαστεί αρκετή προσπάθεια μέχρι να ενοποιηθεί το αμερικανό σύστημα έκδοσης χαρτονομισμάτων, σε πρώτη φάση μέσω του συστήματος των εθνικών τραπεζών και τελικά μέσα από τη δημιουργία του Federal Reserve System.
Ας σημειώσουμε ότι στην ίδια κατεύθυνση εμμέσως σπρώχνει και η πολύ μεγάλη επέκταση των ψηφιακών πλατφόρμων πληρωμών, που συχνά συνδέονται ούτως ή άλλως με μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες συναλλαγών και που εκτός όλων των άλλων επεξεργάζονται και τεράστιο όγκο δεδομένων και που ουσιαστικά κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος των πληρωμών που γίνονται. Αρκεί να σκεφτούμε τις μεγάλες κινεζικές πλατφόρμες όπως το Alipay ή το WeChat.
Η μεγάλη ανησυχία γύρω από την επέκταση των ιδιωτικών ψηφιακών νομισμάτων είναι το πώς θα μπορούσαν να έκαναν ακόμη πιο ασταθή και ευάλωτα τα οικονομικά συστήματα, ιδίως σε περιόδους κρίσεως όπου οι άνθρωποι τείνουν να αποσύρουν τις επενδύσεις που έχουν κάνει.
Ακριβώς ο φόβος γύρω από το τι θα μπορούσε να συμβεί με την επέκταση των ιδιωτικών ψηφιακών νομισμάτων με το υπαρκτό στοιχείο κινδύνου που ενέχουν επαναφέρει το ζήτημα για τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών (Central Bank Digital Currencies – CBDC). Σε αυτή την περίπτωση έχουμε σε ψηφιακή μορφή τα πλεονεκτήματα του χρήματος που εκδίδεται από κεντρική τράπεζα: την εγγύηση ότι όλες οι συναλλαγές θα εκκαθαρίζονται, τη ρευστότητα και την ακεραιότητα. Πάνω από όλα θα έδιναν την εγγύηση ότι και το ψηφιακό νόμισμα είναι ένα δημόσιο αγαθό που το εγγυάται μια κεντρική τράπεζα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει μια πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.
Σε αυτή τη βάση μπορούν να υπάρξουν και ψηφιακά νομίσματα που να αφορούν τις διατραπεζικές συναλλαγές και ψηφιακά νομίσματα λιανικής που να διεκδικούν να παίξουν ρόλο ανάλογο με αυτόν που παίζουν τα μετρητά στην καθημερινότητά μας.
Ως προς το πώς μπορούν να είναι τα ψηφιακά νομίσματα που εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μετρητά υπάρχουν δύο παραλλαγές. Και οι δύο στηρίζονται στο ότι αποτελούν μια ψηφιακή αξίωση στην κεντρική τράπεζα, κατά τρόπο ανάλογο με αυτό των χαρτονομισμάτων. Αυτό θα σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος να αποτελούν αξίωση έναντι ενδιάμεσου – που θα μπορούσε να έχει κρίσεις ρευστότητας.
Η πρώτη στηρίζεται στην ανωνυμία στις πληρωμές. Ο χρήστες θα έχουν πρόσβαση στο ψηφιακό νόμισμα μέσα από κρυπτογραφημένες διαδικασίες χωρίς να χρειάζεται η ταυτοποίησή τους. Η δεύτερη παραλλαγή στηρίζεται στην ψηφιακή ταυτοποίηση του χρήστη, κάτι που θα επιτρέπει και την παρακολούθηση τυχόν παράνομων συναλλαγών. Σε αυτή την περίπτωση η όποια ανωνυμία δεν είναι εγγεγραμμένη στο σύστημα αλλά θα προκύπτει από εγγυήσεις ότι τα στοιχεία θα προστατεύονται (και τεχνικά) έναντι και ιδιωτών και δημοσίων αρχών, στοιχείο που παραπέμπει και σε όλες τις ανοιχτές συζητήσεις πάνω στα ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων, ιδιωτικότητας κ.λπ.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφορα ζητήματα που είναι ταυτόχρονα πολιτικά και τεχνικά, από τη δυνατότητα να γίνονται συναλλαγές offline – στοιχείο καθοριστικό για την πλήρη αντικατάσταση των μετρητών, εφόσον η σύνδεση στο δίκτυο δεν είναι πάντα εφικτή για κάθε συναλλαγή – μέχρι τον τρόπο και την κλίμακα των διασυνοριακών συναλλαγών που θα επιτρέπονται.
Όπως έχει συμβεί συχνά και στο παρελθόν, στον ευρύτερο χώρο των χρηματοοικονομικών πρακτικών είναι συχνό το φαινόμενο να εμφανίζονται νέες πρακτικές και οικονομικές μορφές. Αυτό ταυτόχρονα μπορεί να είναι στοιχείο δυναμισμού και ικανότητας να προσαρμόζονται οι οικονομικές μορφές στις σύγχρονες απαιτήσεις, αλλά με τη σειρά του διαμορφώνει και νέους κινδύνους.
Οι κεντρικές τράπεζες διαμορφώθηκαν ιστορικά (και) μέσα από την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν διάφορες μορφές συστημικού κινδύνου στο τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία γενικότερα. Και ο κίνδυνος τώρα θα ήταν μια χαοτική συνάπαρξη των «παραδοσιακών» νομισμάτων, με τα κρυπτονομίσματα, τις ψηφιακές πλατφόρμες πληρωμής και τα ιδιωτικά ψηφιακά νομίσματα. Αυτό είναι που διαμορφώνει και την πρόκληση να βγουν μπροστά στην υπόθεση των ψηφιακών νομισμάτων.