Πύρρος Δήμας: «Τι με ρωτάς και με ξαναρωτάς αν είμαι Έλληνας;»
2 years, 3 months ago
6

Ο Πύρρος Δήμας είναι ο άνθρωπος που σήκωσε την Ελλάδα στις πλάτες του. Έχει αναδειχθεί τρεις φορές χρυσός Ολυμπιονίκης στην άρση βαρών.

Η πρώτη ήταν στην Βαρκελώνη το 1992 στην κατηγορία των 82,5 κιλών, η δεύτερη στην Ατλάντα το 1996 στην κατηγορία των 83 κιλών και η τρίτη στο Σίδνεϊ το 2000 στην κατηγορία των 85 κιλών, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.

Ο ίδιος παραχώρησε μία αποκαλυπτική συνέντευξη στο περιοδικό Down Town και, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης, στην αξέχαστη ατάκα του «για την Ελλάδα» αλλά και στην κόρη του.

  • Διαβάστε επίσης: «Έμαθα να είμαι δυνατός»: Ο Πύρρος Δήμας μιλά για την απώλεια της συζύγου του και συγκλονίζει

Διαβάστε ένα απόσπασμα από τη συνέντευξή του

Τι δεν ξεχνάς από τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης;

Δεν ξεχνάω όταν πριν από τον αγώνα μπήκα στο εστιατόριο και δεν μπορούσα να φάω τίποτα. Μόνο ένα πράσινο μήλο κι ένα λεμόνι για να μην πίνω νερό. Δάγκωνα το λεμόνι για να ρουφάω το ζουμί αντί να πίνω νερό. Έλεγα «όταν τελειώσει ο αγώνας θα τα φάω όλα». Μετά τον αγώνα στο εστιατόριο από τη λαιμαργία μου πήρα τέσσερις δίσκους και πάλι δεν έφαγα τίποτα, είχε κλείσει το στομάχι μου. Έφαγα μόνο φρούτα και παγωτά.

Το βράδυ, όταν πήγαν όλοι για ύπνο, από την υπερένταση δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Είχα πάει στις γέφυρες στο Ολυμπιακό χωριό, όπου πλέον έχουν γίνει εστιατόρια, είχα κάτσει σε μια καρέκλα από τις 12 μέχρι τις 5 το πρωί, δίπλα σε ένα ψυγείο με παγωτά και έφαγα 37 σοκολατένιους πυραύλους. Θυμάμαι δυο αστυνομικούς που κοιτιόντουσαν βλέποντας όλα αυτά τα χαρτιά κάτω. Τους έδειξα το μετάλλιο και άρχισαν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι. Βγάλαμε φωτογραφίες και είχαν χαρεί πολύ κι εκείνοι.

Από τη Βαρκελώνη έμεινε μεταξύ άλλων και η φράση «για την Ελλάδα» που ακούστηκε να λες την ώρα που έφερνες το βάρος στους ώμους. Πώς βίωσες εκείνη τη στιγμή;

Εκείνη τη στιγμή έφερα την μπάρα στους ώμους, το επολέ, και λέω το «για την Ελλάδα» χάνοντας την αναπνοή μου, που θα μπορούσα να πάθω και ζημιά γιατί η πίεση ήταν πολύ μεγάλη. Έκανα το τζερκ που κάνω με τα πόδια ανοιχτά στο πλάι και έχασα την προσπάθεια. Είχα μαζέψει μέσα μου τόσο πείσμα και πικρία μετά τα όσα είχα περάσει που μου βγήκε να πω αυτή τη φράση. Σαν να ήθελα να πω, «Είμαι Έλληνας. Τι με ρωτάς και με ξαναρωτάς;».

Όσο για την κόρη του;

Το 2000 είχα έρθει από την Κύπρο Σάββατο βράδυ και Κυριακή πρωί έφευγα για Σίδνεϊ. Ήμασταν με την Αναστασία πάνω από το πλυντήριο και βλέπαμε τι θα έπαιρνα μαζί μου. Η πρώτη μου κόρη, η Ελένη, η οποία τότε ήταν 5 ετών, έτρεχε πάνω – κάτω χαρούμενη που είχε γυρίσει ο μπαμπάς της. Της είπα: “Κοριτσάκι μου ο μπαμπάς αύριο φεύγει. Πάει να φέρει τρίτο μετάλλιο” και μου απάντησε: “Δηλαδή εσύ πιστεύεις ότι είμαστε οικογένεια τώρα;” Από τότε είπα μέσα μου “τέρμα”. Σκέφτηκα, πήγαινε και στο Σίδνεϊ και μετά στην Αθήνα, ότι και να γίνει θα είσαι εδώ γύρω.