«Τα παιδιά μου δεν είχαν ανάγκη από παραμύθια. Η ζωή μας έμοιαζε με παραμύθι…» έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης. Πράγματι η ζωή της Μαργαρίτας και του Γιώργου από την ημέρα που γεννήθηκαν στο Παρίσι μέχρι την ενηλικίωσή τους ήταν μυθιστορηματική. Ενα παραμύθι με τέσσερις ήρωες, έναν μεγάλο πρωταγωνιστή, πολλούς σημαντικούς συνοδοιπόρους, αλλά και επικίνδυνους… δράκους. Ταξίδια ατελείωτα σε ολόκληρο τον κόσμο, πρώιμες γνωριμίες με κάποιες από τις σημαντικότερες διεθνείς προσωπικότητες των τεχνών, των γραμμάτων και της πολιτικής, μουσική, πολλή μουσική, αλλά και εξορίες, και φόβος, και ανασφάλεια, και ένας διαρκής, ενστικτώδης αγώνας να φανούν αντάξιοι του σπουδαίου πατέρα τους που έκανε τα πάντα για να βρίσκεται διαρκώς κοντά τους.
Κάτω από αυτές τις ιδιαίτερες για ένα παιδί συνθήκες μεγάλωσαν και διαμόρφωσαν τις προσωπικότητές τους ως ενήλικες, αντλώντας πάντα δύναμη από την απεριόριστη αγάπη των γονιών τους, αλλά και με τα σημάδια από τις δύσκολες εποχές χαραγμένα ανεξίτηλα στις παιδικές ψυχές τους.
Η δε σχέση τους με τον πατέρα τους, τον δικό τους Μίκη αλλά και ταυτόχρονα τον διεθνή Θεοδωράκη, επηρέασε καθοριστικά το μέλλον τους όχι επειδή ο ίδιος το επέβαλε, αλλά γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Συμβαίνει, εξάλλου, αυτό κατά κόρον με τους απογόνους λαμπρών προσωπικοτήτων.
Η Μαργαρίτα γεννιέται στις 30 Νοεμβρίου του 1958 στο Παρίσι. Ενάμιση σχεδόν χρόνο μετά η οικογένεια μεγαλώνει με την άφιξη του μικρού Γιώργου. Οι δυο τους δεν έχουν αναμνήσεις από το Παρίσι εκείνης της εποχής καθώς το 1960 επιστρέφουν στην Ελλάδα και εγκαθίστανται μόνιμα στη Νέα Σμύρνη. Αυτό το λευκό κτίριο με τα μεγάλα παράθυρα, στα οποία σκαρφαλώνει η μικρή Μαργαρίτα έχοντας ως προστασία την αγκαλιά του πατέρα της, που μέχρι και τραγούδι έγραψε για εκείνη, την ώρα που η μητέρα Μυρτώ μαγειρεύει και ο παππούς με τη γιαγιά περιφέρονται ανάμεσά τους θα παραμείνει για πάντα το σπίτι τους. Η ζεστή οικογενειακή φωλιά που θα διαταραχθεί με τη βίαιη άφιξη της χούντας, των «κακών» που έρχονταν τα βράδια για να πάρουν τον αγαπημένο τους πατέρα μακριά τους, να τον φυλακίσουν, να τον βασανίσουν γιατί υπερασπιζόταν την Ελευθερία και τη Δημοκρατία.
Συνεχείς διώξεις
«Ηταν για μας μία συνήθεια και οι φύλακες και οι χαφιέδες και οι χωροφύλακες, ακόμη και ο στρατός σε εφόδους μέσα στο έρημο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη, όταν τον έψαχναν ανελέητα κι εκείνος κρυβόταν στην Αθήνα μήνες πολλούς, από σπίτι σε σπίτι. Από τις 21 Απριλίου 1967 έως τις αρχές Αυγούστου, όταν τον έπιασαν στο Χαϊδάρι, στο σπίτι της Μαρίας, κρυμμένο πίσω από ένα πιάνο. Τον είχαν προδώσει. Ηταν για εμάς τα συνηθισμένα. Ο μπαμπάς κρύβεται, ο μπαμπάς πιάνεται, ο μπαμπάς βασανίζεται. Ολα συνηθισμένα και φυσικά για εμάς. Ολα μία συνήθεια. Και ο Τρόμος. Μία συνήθεια. Δεν σου προξενεί καμία έκπληξη. Ολα τα συνηθίζει ο άνθρωπος», περιγράφει χαρακτηριστικά η Μαργαρίτα Θεοδωράκη σε ένα κείμενό της που γράφτηκε για τις ανάγκες μιας μουσικής παράστασης αφιερωμένης στο έργο του Μίκη.
Και διερωτάται κανείς: είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να συνηθίσει τον τρόμο; Προφανώς όχι, γι’ αυτό στο ίδιο κείμενο η Μαργαρίτα αναφέρει με έμφαση: «Ξέρετε πώς περάσαμε στην εξορία στη Ζάτουνα το 1968-1969; Μας φαντάζεστε στην εξορία, από φασίστες χουντικούς συνταγματάρχες, μια εξορία όλο κινδύνους, τον κίνδυνο τον ζούσαμε καθημερινά μέσα στο πετσί μας. Πώς μπορείτε αυτό να το καταλάβετε εσείς που δεν ζήσατε παιδιά σε εξορία, άγρια και φοβερή!».
Η μητέρα τους η Μυρτώ, δυναμική, ατρόμητη, διορατική αλλά και τρυφερή, προσπαθεί να τους παρουσιάσει κάθε εμπόδιο που έρχεται ως μια νέα περιπέτεια, κάθε αναγκαστική μετακίνηση ως ένα ακόμη όμορφο ταξίδι.
Οπως εκείνο το βράδυ που τους είπε ότι θα πάνε μια μεγάλη βόλτα με τους Γάλλους φίλους τους, μπήκαν στο καράβι, κι αφού πρώτα πέρασαν από τη Σμύρνη, κατέληξαν στο Παρίσι, την πόλη που εκείνη την εποχή έχει γίνει το καταφύγιο αρκετών πολέμιων της χούντας. Το βράδυ που ήρθε ο πατέρας να τους συναντήσει και να τους σφίξει ξανά στη μεγάλη, ζεστή αγκαλιά του δεν θα το ξεχάσουν ποτέ!
H εφηβεία στο Παρίσι
Η περίοδος που έζησαν εξόριστοι στο Παρίσι θα καθορίσει τα δύο παιδιά. Είναι μια εποχή γεμάτη αντιφάσεις. Το σπίτι τους γίνεται το σημείο συνάντησης των διανοούμενων και των επαναστατημένων καλλιτεχνών της εποχής. Η πληθωρική και αεικίνητη Μελίνα Μερκούρη, ο Ιβ Μοντάν, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Νίκος Πουλαντζάς, Ελληνες πολιτικοί που στο μέλλον θα πρωταγωνιστήσουν στην εγχώρια πολιτική σκηνή… Παρ’ όλη αυτή την έντονη κινητικότητα, όμως, στις εφηβικές ψυχές τους φωλιάζει τεράστιο κύμα μοναξιάς.
«Θυμάμαι πως όλη εκείνη την περίοδο που μεγάλωνα δίπλα στους γονείς μου και στον αδελφό μου, στο Παρίσι, η μόνη σχέση με τον γύρω κόσμο ήταν με τον κόσμο του πατέρα μου. Κόσμος πυκνός, έντονος, μια στρατιά από καλλιτέχνες εξόριστους και πολιτικούς εξόριστους και φοιτητές εξόριστους. Πολλοί, πολλοί άνθρωποι… Αλλά όταν γύρναγα σε μένα, γύρναγα σε αυτή την απέραντη έρημο των Ταρτάρων και εκεί αφουγκραζόμουνα το 2ο Concerto του Ραχμάνινοφ.
Ηταν το δεύτερο μέρος, το Adagio, που με άφηνε παντελώς μόνη πάνω στις πολεμίστρες και εγώ να κλαίω από αγαλλίαση ελπίζοντας ότι οι μυριάδες καβαλάρηδες θα έρθουν να με κατακτήσουν, αλλά και από πόνο γιατί η έρημος ήταν πάντα έρημη κίτρινη και κόκκινη, να καίει κάτω από τον ήλιο. Ισως όμως να ήταν πάντα αυτό που ήθελα: να ακούω τη μουσική και να κλαίω μέσα στην ερημιά μου», διηγείται χαρακτηριστικά η Μαργαρίτα σε ένα παλαιότερο κείμενο που έγραψε για τη ζωή της με τον πατέρα της, περιγράφοντας με συγκλονιστική ζωντάνια τις εικόνες αλλά και τα έντονα συναισθήματα που βίωνε τότε: «Με όλες αυτές τις καθημερινές αγωνίες μεγάλωνα κοντά στον αδελφό μου και στους γονείς μου, έτσι, τόσο μόνη χωρίς φίλους της ηλικίας μου, αλλά πάντα στο πλευρό του πατέρα μου· να ακούω τα λόγια του, τα λόγια των συντρόφων του, να ρουφάω κάθε λέξη, κάθε σκέψη, πάντα αμίλητη. (Οχι, δεν μίλαγα ποτέ, μα ποτέ, όταν μιλούσε ο πατέρας μου. Πάντα άκουγα και πάντα χαιρόμουνα να τον ακούω.)
Και μετά γύρναγα στον δικό μου κόσμο, στο δωμάτιό μου πλημμυρισμένο από τους ατέλειωτους ήχους της μουσικής (ο πατέρας μου από τα 11 μου χρόνια, μόλις φτάσαμε στο Παρίσι, μου είχε διαλέξει τη μουσική που θα μου άνοιγε τις πύλες του Παραδείσου, της ευδαιμονίας, της γνώσης, της αγωνίας, του πάθους, της έξαρσης, του ερωτισμού, του απέραντου λυγμού και ο κόσμος μου ήταν μια πηγή αρμονίας και μελωδίας. Δεν έμπαινε κανείς στο δωμάτιό μου με την εκκωφαντική μουσική. Αλλά ήξερα πως ο πατέρας μου περνούσε έξω από την πόρτα του δωματίου μου για να ακούσει λίγο, να αφουγκραστεί, να παρακολουθήσει την κόρη του που μεγάλωνε. Ο πατέρας μου ήταν πάντα εκεί γύρω να παρακολουθεί την κόρη του να μεταμορφώνεται με τη μουσική και τα βιβλία… Εγώ μικρό κορίτσι μάθαινα από αυτόν τον αεικίνητο άνδρα, τον μαχητή, να σκέφτομαι, να επιλέγω, να αποφασίζω, αλλά και να περικλείω σιγά-σιγά τον εαυτό μου μέσα στη μοναξιά».
Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα και δεδομένου ότι βρίσκονταν σε μια ξένη πόλη, χωρίς φίλους της ηλικίας τους, οι δυο έφηβοι ψάχνουν να βρουν διεξόδους. Η πρώτη και βασικότερη είναι και για τους δύο ο μαγικός κόσμος της μουσικής. Η Μαργαρίτα ακούει κλασική μουσική και ο Γιώργος Pink Floyd. Μια ιστορία που θα τους διηγηθεί ο πατέρας τους, όμως, θα σταθεί η αφορμή να ανακαλύψουν έναν άλλο κόσμο, εξίσου μαγικό και ενδιαφέροντα, αυτόν του κινηματογράφου: «Και κάποια πάλι μέρα -θα ήμουνα 11 χρόνων- μας είπε, εμένα και του αδελφού μου, πως όταν ήταν μικρός φοιτητής στο Παρίσι, στη δεκαετία του ’50, πριν γεννηθώ εγώ, του άρεσε να πηγαίνει κάθε μέρα σινεμά. Και να λοιπόν και εμείς τα παιδιά -ήταν Φλεβάρης του 1971- μόλις είχα γίνει 12 χρόνων, ανεβήκαμε τη Rue de la Gaite και απέναντι από το Θέατρο του Bobino λίγο πιο πάνω, αριστερά, μπήκαμε στο σινεμά να δούμε Ταρζάν (με τον Weissmueller). Και κάθε μέρα πηγαίναμε με τα πόδια στο σινεμά (εξάλλου ήταν κοντά στο σπίτι μας) να δούμε Ταρζάν και είδαμε όλες τις ταινίες του Ταρζάν και από τότε εγώ μπαινόβγαινα σε όλα τα σινεμά της γης».
Στο ιδιαίτερα προσωπικό και βαθιά εξομολογητικό αυτό κείμενό της η Μαργαρίτα παρουσιάζει και μια άλλη, άγνωστη σε πολλούς πλευρά του Μίκη Θεοδωράκη, αυτή της μοναχικότητας, η οποία προφανώς δεν περνούσε απαρατήρητη από τα παιδιά του και δεν θα μπορούσε να μην τα επηρεάσει: «Oσο παθιασμένος και επαναστάτης ήταν έξω στο φως, μπροστά στο πλήθος, τόσο μοναχικός και σιωπηλός ήταν όταν βρισκόταν σπίτι μας, στο γραφείο του να εργάζεται, με τις παρτιτούρες του, τα γραπτά του, τα βιβλία του και αυτή η μοναξιά ποτίστηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του αδελφού μου και μέσα στη δική μου».
Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, βέβαια, εκείνα τα χρόνια, τα παιδιά του Μίκη Θεοδωράκη γύρισαν όλο τον κόσμο συνοδεύοντάς τον στις χιλιάδες συναυλίες που έδωσε, από τις ΗΠΑ και το Μεξικό μέχρι την Αργεντινή, τη Βενεζουέλα και το Περού. Επιστρέφοντας στην πατρίδα η Μαργαρίτα και ο Γιώργος ήταν πλέον δύο έφηβοι πλήρεις εικόνων και εμπειριών, πιθανότατα όμως να είχαν ζήσει περισσότερα από όσα μπορούσαν να αντέξουν…
Μεγαλώνοντας, η Μαργαρίτα θα επιστρέψει στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Paris VIII της Σορβόννης. Ο Γιώργος πάλι θα ασχοληθεί πιο εντατικά με τη μουσική. Στη συνέχεια εκείνη αφιερώνεται στο μεγάλωμα των τεσσάρων γιων της κι εκείνος θα αρχίσει να διαμορφώνει το προσωπικό μουσικό προφίλ του που έχει ως επίκεντρο την ηλεκτρονική σκηνή. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μάλιστα, θα ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, ενώ ο δίσκος του «Μάργκω» (1988) θα κερδίσει τις εντυπώσεις και θα αποσπάσει πολύ καλές κριτικές. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη Μαργαρίτα, που εδώ και περίπου μία 20ετία έχει αναλάβει όλες τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με το έργο του Μίκη, ο Γιώργος δεν έχει έντονη κοινωνική παρουσία, δεν κάνει δημόσιες εμφανίσεις στο πλευρό του πατέρα του.
Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν αλλά οι στενοί δεσμοί της οικογένειας Θεοδωράκη δεν λύθηκαν ποτέ. Επί δεκαετίες ζουν μαζί, ο Μίκης με τη Μυρτώ και τον Γιώργο στο σπίτι της οδού Επιφανούς, που βλέπει τον Παρθενώνα, και η Μαργαρίτα σε μίια άλλη οικία που βρίσκεται εκεί κοντά. Διαχρονικό καταφύγιό τους, βέβαια, υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια και η εξοχική κατοικία τους στο Βραχάτι Κορινθίας, εκεί όπου ο Μίκης έγραψε πολλά σημαντικά έργα του, ατενίζοντας το ατέλειωτο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, όπου κάθε χρόνο μέχρι προσφάτως γιόρταζαν όλοι μαζί τα γενέθλιά του με φίλους αγαπημένους.
Οι εκρήξεις της Μαργαρίτας
Από αυτό το αγαπημένο για όλα τα μέλη της οικογένειας σπίτι είδαμε, πριν από λίγες ημέρες, τη Μαργαρίτα Θεοδωράκη να απευθύνει δημόσια έκκληση βοήθειας αναρτώντας μία φωτογραφία της μέσα στο σκοτάδι συνοδευόμενη από το εξής δραματικό μήνυμα: «Είμαι η Μαργαρίτα Θεοδωράκη, ετών 62. Η ΔΕΗ χθες μου έκοψε το ρεύμα και δεν έχω ούτε τηλέφωνο, ούτε ιντερνέτ. Δεν έχω ρεύμα, δεν έχω φως, δεν έχω να μαγειρέψω, μα και τι να μαγειρέψω, χα, χα, χα, δεν έχω πια τίποτα, δεν έχω ψυγείο, μα αυτό έτσι κι αλλιώς είναι τελείως άδειο δεν έχω ζεστό νερό να πλυθώ. Και πραγματικά κρυώνω! Ηρθα σε ένα καλό γείτονα για να στείλω το SOS! Επίσης δεν έχω να φάω! Περισσότερο τα 22 σκυλάκια και τα 35 γατάκια! Δεν έχουμε απολύτως τίποτα! Ούτε ένα σεντ… Τίποτα απολύτως τίποτα! Ζητάμε κάποια βοήθεια! Σας ευχαριστούμε πολύ! Δεν έχω κινητό. Κάποιος ίσως μας βοηθήσει. Help!».
Η εικόνα αυτή και κυρίως το σχόλιο που τη συνόδευε έκανε μέσα σε λίγες ώρες τον γύρο του Διαδικτύου προκαλώντας προβληματισμό, λύπη, αλλά και αντιδράσεις. Οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν να έχει περιέλθει σε αυτό το οικονομικό αδιέξοδο η κόρη μιας από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες που έχει γεννήσει αυτός ο τόπος. Αλλοι πάλι στηλίτευσαν το γεγονός ότι ζητά οικονομική βοήθεια από την Πολιτεία επικαλούμενη το όνομα του πατέρα της και μάλιστα σε μια χρονική συγκυρία που η ανεργία και τα προβλήματα επιβίωσης μαστίζουν μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Υπήρχαν, βεβαίως, και αυτοί που ανησύχησαν και μόνο στην ιδέα ότι ο μεγάλος Μίκης Θεοδωράκης πιθανόν να δυσκολεύεται, σε αυτήν την προχωρημένη ηλικία, να καλύψει τις ανάγκες του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, όμως, δεν ζήτησε από κανέναν οικονομική στήριξη, όπως εξάλλου δεν το έχει πράξει και στο παρελθόν. Ζει λιτά αλλά χωρίς παράπονα στο σπίτι του, στην περιοχή της Ακρόπολης, το οποίο, όπως γνωρίζουν καλά όσοι το έχουν επισκεφθεί, μπορεί να διαθέτει την πιο μαγική βεράντα της Αθήνας, είναι όμως παλιό και εξαιρετικά απλό. Δεν υπάρχουν μέσα ακριβά έπιπλα και χαλιά, δεν διαθέτει κανένα είδος πολυτέλειας και πέρα από κάποια εμβληματικά αντικείμενα, όπως το πιάνο του, οι παρτιτούρες του και κάποιες φωτογραφίες και ενθύμια μεγάλης συναισθηματικής αξίας, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί πολυτελής κατοικία.
Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, εξάλλου, όπως έχει αποκαλύψει κατά καιρούς, δεν διαχειριζόταν ποτέ τα οικονομικά της οικογένειας. Τον απαιτητικό αυτό ρόλο τον είχε αναλάβει η γυναίκα του, η Μυρτώ, δίνοντάς του, όπως έλεγε χαριτολογώντας, «χαρτζιλίκι» όταν έβγαινε έξω. Τα χρόνια όμως πέρασαν και η εύθραυστη υγεία της δεν της επιτρέπει πλέον να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες αυτού του ρόλου.
Διαχείριση
Η κόρη τους η Μαργαρίτα διαχειρίζεται, εδώ και αρκετά χρόνια, κάθε δραστηριότητα που αφορά το έργο του πατέρα της. Διοργανώνει τις συναυλίες που δίνει κάθε χρόνο η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», επιμελείται τις δισκογραφικές δουλειές που κυκλοφορούν, είναι υπεύθυνη και για τον εκδοτικό οίκο Ρωμανός, απ’ όπου βγαίνουν κατά καιρούς διάφορες εκδόσεις, επιλέγει το αν θα δοθεί η άδεια ή όχι σε κάποιον καλλιτέχνη να ερμηνεύσει τραγούδια του συνθέτη, επιβλέπει τις διανομές των πνευματικών του δικαιωμάτων.
Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί διάφορες διαφωνίες σε σχέση με τις επιλογές της. Προφανώς σε όλη αυτή τη διαδρομή, και υπό το βάρος της διαχείρισης μιας τόσο μεγάλης κληρονομιάς, πολιτιστικής και υλικής, έχουν γίνει λάθη τα οποία οφείλονται πιθανότατα σε κακές εκτιμήσεις, υπερβολές, κάλυψη ιδιωτικών αναγκών και επιθυμιών, έλλειψη οικονομικού προγραμματισμού, προσωπικά προβλήματα. Ολα αυτά τα ενδεχόμενα λάθη ετών γιγαντώθηκαν τα χρόνια της οικονομικής κρίσης που πέρασε η χώρα μας, η οποία σήμερα δοκιμάζεται, για μία ακόμη φορά, από την πανδημία. Πράγματι, συναυλίες πολλές δεν γίνονται, πράγματι η μεγάλη κρίση που πέρασε την τελευταία τριετία ο εγχώριος τομέας των πνευματικών δικαιωμάτων είχε ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι δημιουργοί να μην έχουν εισπράξει όσα δικαιούνται για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πάντως, τα δικαιώματα για τις 17 συναυλίες με έργα του Μίκη Θεοδωράκη, που πραγματοποίησε η Εθνική Λυρική Σκηνή, το καλοκαίρι, σε αρχαιολογικούς χώρους, στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων του υπουργείου Πολιτισμού με τίτλο «Ολη η Ελλάδα, ένας Πολιτισμός», έχουν κατατεθεί στον Οργανισμό Διαχείρισης Δικαιωμάτων ΕΔΕΜ. Στις συναυλίες αυτές μάλιστα συμμετείχε ως μουσικός και ένας από τους γιους της Μαργαρίτας Θεοδωράκη.
Στο μεταξύ, η Εθνική Λυρική Σκηνή προγραμματίζει 3ετή κύκλο Θεοδωράκη, από το 2021, με την παρουσίαση πολλών έργων του, και με τη συμμετοχή της Λαϊκής Ορχήστρας «Μ. Θεοδωράκης», ενώ η μεγάλη αφιερωματική έκθεση με τίτλο «Ο Γαλαξίας του Μίκη Θεοδωράκη», που διοργάνωσε το ΥΠΠΟΑ και δεν εγκαινιάστηκε, λόγω κορωνοϊού, στις 5 Νοεμβρίου, θα λειτουργήσει αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες.
Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, η δημόσια έκθεση προσωπικών δεδομένων για την οικογένεια μιας μορφής με διεθνές κύρος και ακτινοβολία, όπως είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, όχι μόνο δεν δίνει λύσεις σε υποθετικά προβλήματα, αντιθέτως, πυροδοτεί συζητήσεις, σχόλια και συμπεριφορές που περισσότερο τον πληγώνουν παρά τον συνδράμουν. Η θέση του, εξάλλου, όσον αφορά τέτοιου είδους οικογενειακά θέματα, υπήρξε ανέκαθεν ξεκάθαρη και σταθερή. Αυτό που επιθυμεί να μοιράζεται με όλους είναι το έργο του, οι ιδέες του, οι συμβουλές του, το κοινό ενδιαφέρον για ένα καλύτερο αύριο.