Ανοίγει την πόρτα, φορώντας όπως πάντα τα μαύρα γυαλιά της και πιτζάμες, γιατί φρόντιζε τα φυτά στον κήπο της. Πολλά έχουν αλλάξει, εκτός από τη σχεδόν σαρκαστική διάθεσή της απέναντι στη σοβαροφάνεια των στερεότυπων. «Για μία γυναίκα που έχει ταυτιστεί με τη μόδα», σχολιάζω, «μου φαίνεται παράταιρο αλλά και ενδιαφέρον που κάνουμε συνέντευξη φορώντας πιτζάμες». Γελάει. «Δεν με αφορά μόνο η μόδα. Πάντα με ενδιέφεραν και άλλα πράγματα, γι’ αυτό πάντα έκανα ένα δικό μου statement.
Είμαι σε μια φάση της ζωής μου που δεν μου αρέσει να βγαίνω, αποφεύγω τα κοσμικά, προτιμώ να δω μια καλή ταινία, να διαβάσω βιβλία, να είμαι με την κόρη μου και να φροντίζω τον κήπο μου. Εζησα την υπερβολή, όλοι τη ζήσαμε, και τώρα έχει αρχίσει η αφαίρεση. Και νομίζω ότι η μόδα δεν αφορά τόσο τον κόσμο όπως παλιά. Τώρα αυτό που ανέφερες, ότι άφησα στίγμα στον χώρο, έγινε άθελά μου. Δεν νιώθω ότι έκανα κάτι σημαντικό. Δεν είχα σχέδιο. Το ένστικτό μου ακολουθούσα και τις εποχές».
Η Μάρα Δεσύπρη κατάγεται από την Τήνο. Η ίδια γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά το νησί είναι πάντα μέσα της και το επισκέπτεται πολύ συχνά μέσα στον χρόνο. Της ζητώ να μου μιλήσει για τον εαυτό της. «Είχα όμορφα παιδικά χρόνια και στην πορεία μεγάλωσα και τώρα βρίσκομαι εδώ. Τι άλλο; Α! μικρή ήθελα να γίνω ακροβάτης σε τσίρκο, ενώ στην εφηβεία ήμουν σχεδόν αόρατη στο σχολείο, ένα πολύ χαμηλών τόνων παιδί. Δεν ήξερα με τι ακριβώς ήθελα να ασχοληθώ. Μόνο ότι ήθελα να έχει σχέση με την εικόνα και με την εξιστόρηση στιγμών», μου λέει και επισημαίνει ότι η θεά τύχη ήταν ευνοϊκή μαζί της, από το ξεκίνημά της στο άχαρο μετεφηβικό στάδιο μέχρι σήμερα. Για την ιστορία, η Μάρα ξεκίνησε το 1987 ως μοντέλο για να γίνει μία από τις πιο σημαντικές φωτογράφους μόδας, και όχι μόνο, του καιρού μας και μούσα πολλών σχεδιαστών, όπως των Χάρη & Αγγελου και του Γιώργου Ελευθεριάδη.
Ο Βασίλης Ζούλιας ήταν εκείνος που την ανακάλυψε και της έκανε την πρώτη της φωτογράφηση για το περιοδικό «Γυναίκα». Οπως έχει διηγηθεί για εκείνη την περίοδο ο ίδιος: «Ηταν άνοιξη του ’87. Ενας κομμωτής ήθελε να μου στείλει ένα μοντέλο που πίστευε ότι μοιάζει με την Ινές ντε λα Φρεσάνζ. Ηταν η Μάρα. Με το που την είδα της φόρεσα μια μουσελίνα και ψηλά τακούνια και την έβαλα να περπατήσει από το Κολωνάκι μέχρι το Χίλτον. Τότε είπα ότι αυτή η κοπέλα το ‘χει». Η Μάρα γελάει όταν της το λέω. «Ο Ζούλιας φαντασιωνόταν διάφορα πράγματα επάνω μου. Δεν ξέρω αν ισχύουν».
Οσα κι αν πουν αγαπημένοι συνεργάτες, φίλοι ή γνωστοί της, η Μάρα πάντα θα θυμάται μια απλουστευμένη εκδοχή των πραγμάτων, λόγω μάλλον μιας αίσθησης αδιαφορίας κι ενός ακατάπαυστου «so what?» που πλανάται γύρω της. «Ξεκίνησα ως βοηθός στον φωτογράφο Στέφανο Πάσχο, όπου έκανα τα πάντα. Μετά, στη ζωή μου μπήκε ο Βασίλης Ζούλιας. Στη συνέχεια, ήρθε η Λάουρα ντε Νίγκρις – που τη θεωρώ μέντορά μου – και ο τότε σύζυγός της, Αρης Τερζόπουλος. Ξεκίνησα να κάνω styling στη “Γυναίκα” και να φωτογραφίζω τα θέματά μου, όπως έκαναν και οι περισσότεροι τότε με την καθοδήγησή της. Η Λάουρα ήταν μοναδική. Ενας άνθρωπος χαρισματικός, αρεστός στις παρέες, δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσεις καλά μαζί της. Εμπνευση για όλους.
Η Λάουρα έπαιζε μόνη της, ήταν μονάδα κι αυτό που κατάφερε ήταν να βγάλει την Ελλάδα προς τα έξω. Να σκεφτούμε με άλλα πρότυπα και ιδέες. Η μόδα τότε δεν υπήρχε καν ως έννοια στη χώρα. Πόσο μάλλον όπως παρουσιαζόταν στα μεγάλα περιοδικά του εξωτερικού. Τότε έπαιρνα το “Colezioni”, την ιταλική “Vogue”, το “Arena” και βέβαια το “Marie Claire” που ήταν το αγαπημένο μου γιατί ήταν γεμάτο μόδες. Είχα μανία με τα περιοδικά. Μια εμμονή, ντάνες ολόκληρες στιβάζονταν στο σπίτι μου, από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα καν να κινηθώ. Κατά την εκκαθάριση πολλά απ’ αυτά τα πέταξα, από την άλλη, όμως, συνδέομαι με τα πράγματα και μου ήταν δύσκολο, γι’ αυτό κράτησα αρκετά. Το “Self portraits” (σ.σ. το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις Φερενίκη) το έκανα για να κρατήσω κάποιες μνήμες από μια περίοδο της ζωής μου».
Πίσω απo τον φακό
Στις δικές της φωτογραφήσεις η Μάρα έθεσε όρια από την αρχή. Είχε τη φήμη ότι έκανε τα πάντα μόνη της. Ηταν control freak. Γελάει όταν το ακούει. «Καμία σχέση. To έκανα γιατί δεν ήμουν καλή στην επικοινωνία, δεν είχα αυτό το χάρισμα και δεν μπορούσα να εξηγήσω σε κάποιον τι ακριβώς ήθελα κι έτσι γλίτωνα χρόνο. Μετά, χαλάρωσα αρκετά και άρχισα να εμπιστεύομαι την ομάδα μου. Οταν ξεκίνησα να φωτογραφίζω φρόντιζα από το μέρος και τα ρούχα, μέχρι τα μαλλιά και το μακιγιάζ. Περνούσα πολλές ώρες κάνοντας έρευνα σε βιβλία, ταινίες και ντοκιμαντέρ για τα θέματά μου. Οπως κι όλοι τότε. Σκοπός ήταν κάτι πρωτότυπο, ονειρικό, μια εικόνα με στιγμές από μια ιστορία που να λέει κάτι. Καμία σχέση με σήμερα που βλέπεις αντιγραφές παντού». Χαμογελώντας, πίνει μια γουλιά από τον καφέ της και με κοιτάει με τα αμυγδαλωτά της μάτια κατεβάζοντας λίγο τα γυαλιά.
Μου τονίζει ότι, άσχετα πώς φαίνεται, ο χώρος της μόδας και της φωτογραφίας κάθε άλλο παρά αγγελικά πλασμένος είναι: «Ολοι στα 90ς θεωρούσαν ότι η μόδα είναι μόνο λάμψη, χωρίς κανένας να βλέπει τι συμβαίνει πίσω από τους ανθρώπους της. Τα προσωπικά προβλήματα του καθένα, το AIDS, την υπερκόπωση, τις καταθλίψεις και τις όποιες δυστυχίες που απλά έπρεπε να καλύπτονται για να βγαίνει η δουλειά, αλλά και αυτή η λάμψη προς τα έξω. Ισως σήμερα να είναι καλύτερα που δεν υπάρχει αυτό το παραμύθι κι αυτή η εμμονή με την επαγγελματική επιτυχία. Που οι άνθρωποι είναι πιο υποψιασμένοι για το τι συμβαίνει».
Η εποχή του πάρτυ
Ολοι θυμούνται πως κανένα πάρτυ δεν θεωρούνταν επιτυχημένο αν η Μάρα δεν έδινε το «παρών»- ως γνήσιο party girl στη θρυλική νυχτερινή ζωή της Αθήνας των 90s. Με κοιτάζει με απορία: «Σιγά, ποτέ δεν ένιωσα το επίκεντρο. Τo clubbing ήταν για μένα το γυμναστήριό μου. Πήγαινα με κολάν να χτυπηθώ στον χορό, σαν να ήταν session γυμναστικής. Τότε δεν ήξερες πού να πρωτοπάς. Βγαίναμε στις 2 τη νύχτα και πηγαίναμε από το ένα κλαμπ στο άλλο. Υπήρχε κόσμος έξω, υπήρχε ζωή. Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν όλες τις ημέρες της εβδομάδας κι όχι μόνο την Παρασκευή ή το Σάββατο, και όλοι ήταν έτοιμοι να περάσουν καλά, να χορέψουν και να φλερτάρουν. Πλέον, δεν πολυβγαίνω. Για την ακρίβεια, μάλλον δεν βγαίνω καθόλου. Εδώ, η κόρη μου δεν βγαίνει. Ο κόσμος δεν κυκλοφορεί. Μένει μέσα. Στην εποχή του Internet, αυτή είναι και η διασκέδασή τους, να μείνουν μέσα, να κάνουν τσατ, να δουν ταινίες ή να παίζουν παιχνίδια στον υπολογιστή. Και όσοι βγαίνουν, δεν χορεύουν, μένουν ακίνητοι στα μαγαζιά κρατώντας απλά ένα ποτήρι. Ισα-ίσα να νιώσουν ότι έκαναν την έξοδό τους».
Το αγοροκόριτσο που έγινε γυναίκα
Οση ώρα μιλάμε δεν έχει βγάλει στιγμή τα μαύρα γυαλιά της. «Κάποιες φορές τα φοράω ακόμη και στη δουλειά. Ξεκίνησα λόγω της αγοραφοβίας μου, αλλά τελευταία τα φοράω από άποψη. Είναι το προσωπικό μου τείχος απέναντι στον κόσμο», μου εξηγεί και όταν η κουβέντα φτάνει στο θέμα άνδρες, γελάει φυσώντας τον καπνό της, δήθεν ότι πνίγεται. «Από μικρή δεν μπορώ να με χαρακτηρίσω πολύ ερωτικό παιδί. Εκανα πάντα παρέα με τα αγόρια και ήμουν one of the boys. Ποτέ δεν μου είχε περάσει τότε από το μυαλό να τα δω ερωτικά. Με ενδιέφερε περισσότερο η ανακάλυψη του κόσμου γύρω μου. Ακόμα και όταν τελικά ανακάλυψα τον ερωτικό κόσμο, έκανα πολύ λίγες σχέσεις. Ημουν εντελώς ασέξουαλ».
Τη ρωτάω για την κόρη της, τη Ζήνα, που είναι πια 20 χρόνων. Το πρόσωπό της γλυκαίνει. «Η Ζήνα άλλαξε τον κόσμο μου, το πώς σκέφτομαι, και με έκανε να δω ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο δανεικά απ’ όσο ήδη πίστευα. Με τον ερχομό ενός παιδιού σκέφτεσαι ότι δεν είσαι πια μόνη σου, καταπολεμάει τη μοναξιά σου. Πλέον δεν έχεις να σκεφτείς μόνο εσένα, αλλά μπαίνεις σε δεύτερη μοίρα και σκέφτεσαι πρώτα τις δικές του ανάγκες. Γίνεσαι λιγότερο εγωιστής. Οταν έμαθα ότι ήμουν έγκυος, στην αρχή φοβήθηκα το άγνωστο, την ανατροπή που θα ερχόταν. Αρχισα να προβληματίζομαι για το αν θα καταφέρω να είμαι καλή μάνα, πώς θα τα προλαβαίνω όλα, ακόμα και για το πώς θα είναι η συνύπαρξη με το παιδί. Με τη Ζήνα είμαστε φίλες, τόσο που νιώθω κάποιες φορές μια αντιστροφή ρόλων: ότι εγώ είμαι το παιδί κι εκείνη η μαμά και με φροντίζει.
Τη θαυμάζω απεριόριστα. Αλλά υπάρχουν και οι στιγμές που δεν γίνεται να μην είσαι μαμά. Κι έτσι, έχω βρεθεί πολλές φορές να λούζομαι τα “εγώ ποτέ…” και να της λέω τα ίδια πράγματα που έλεγαν σε εμένα οι γονείς μου. Δεν μπορείς να τα αποφύγεις. Και κάποιες φορές μετανιώνω τον τρόπο που τα λέω αλλά όχι την ουσία τους. Τα πάντα είναι τόσο ίδια που μου θυμίζει εμένα. Αυτό θα πει εκδίκηση, όλα να επαναλαμβάνονται και να βλέπεις πώς ήταν αυτά που έκανες και να πρέπει να ξαναζείς τη δική σου εφηβεία από την άλλη πλευρά. Μικρότερη η Ζήνα έλεγε ότι δεν θα ήθελε να γίνει φωτογράφος, αλλά στη συνέχεια εκδήλωσε το ενδιαφέρον της. Της αρέσει η φωτογραφία, της πήρα κάμερες και τη βοηθάω να στήσουμε πράγματα ή της λέω τη γνώμη μου όταν μου τη ζητάει. Εχει τη δική της οπτική που είναι υπέροχη. Αν μπεις στο Instagram της θα καταλάβεις».
Αναρωτιέμαι φωναχτά γιατί δεν παντρεύτηκε. «Δεν ξέρω. Δεν έτυχε; Ακόμα και με τον πατέρα της Ζήνας, που αν και χωρίσαμε κρατάμε πολύ καλές σχέσεις, λέγαμε ότι κάποια στιγμή θα παντρευτούμε και σκεφτόμασταν τα δικά μας, όπως μια τελετή κάπου απόμερα, σ’ ένα δάσος και μετά ένα μεγάλο πάρτυ όπου όλοι θα διασκεδάζουν και θα χορεύουν μέχρι το πρωί. Τελικά, μόνο το μεγάλο πάρτυ κάναμε, κι αυτό στη βάφτιση της Ζήνας. Το θέμα γάμος είναι και πολλές φορές πώς το πλασάρεις. Για παράδειγμα, εγώ ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου νυφικά, εκκλησίες κι όλα αυτά τα τελετουργικά. Το θεωρούσα κάτι πολύ μακρινό. Δεν τα κυνηγάς αυτά τα πράγματα. Ή σου έρχονται ή δεν σου έρχονται».
Σύγχρονη νομάς
«Νιώθω τυχερή ως άνθρωπος κι αγαπάω τη μοναξιά μου, γιατί τη γνώρισα και μου αρέσει. Πάντα κρατάω πράγματα μέσα μου που λύνονται ως διά μαγείας με μια νομαδική προσέγγιση ζωής. Νιώθω σαν τσιγγάνα. Οταν κάτι το βαριέμαι, μου αρέσει να το αλλάζω. Οπως τα σπίτια. Να φεύγω. Μια από εδώ, μια από εκεί. Μετά την Πλάκα, στην Κηφισιά και τώρα νότια, στη θάλασσα», περιγράφει και σκέφτομαι ότι το κορίτσι της εποχής που η μόδα μεσουρανούσε, κατάφερε να δημιουργεί εικόνες με ιστορία, γράφοντας τη δική της ανάμεσα σε φιλμ και χαρτί ιλουστρασιόν. Κατάφερε τελικά αυτό που ήθελε από μικρή: να γίνει ακροβάτης, ισορροπώντας με ιδιαίτερο ταλέντο στο σκοινί. Οσο για τα παλιά; «Δεν νοσταλγώ, είναι χάσιμο χρόνου. Χαίρομαι που έζησα αυτές τις εποχές της αφθονίας και χαίρομαι και το τώρα.
Τι με ενθουσίασε τελευταία; Η συνεργασία μου με τον Dior. Φωτογράφισα την Τήνο για το περιοδικό του οίκου που ήταν αφιερωμένο στην παράδοση της Ελλάδας με τίτλο “Μοντέρνα Μυθολογία”», μου λέει. Ναι, η Μάρα θέλει να διηγείται ιστορίες. Κυρίως για άλλους όμως. Ακόμη και στο Instagram της (@maradesipris), όπου έχει φανατικούς οπαδούς, ιστορίες περιγράφει μέσα από τις φωτογραφίες της. Και πολύ σπάνια ή σχεδόν ποτέ θα δεις μια δικιά της.