«Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» είναι η τελευταία ταινία που γύρισε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και η αγαπημένη ηθοποιός Νέλλη Γκίνη μιλάει στο περιοδικό «Λοιπόν» για εκείνη την εποχή, τα γυρίσματα της ταινίας και εξομολογείται για τον Λάμπρο και τη Μάρω Κοντού.
Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία για μένα. Ένιωθα βαθιά εκτίμηση για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και ήταν μεγάλη τιμή που μπορούσα να δουλεύω μαζί του. Βέβαια, ήμουν πρωτόβγαλτη και δεν θα μπορούσα να θεωρήσω τον εαυτό μου φίλο με τον Λάμπρο. Υπήρχε σεβασμός εκείνες τις εποχές. Αυτός μου έδωσε το χέρι, στα πρώτα κινηματογραφικά μου βήματα. Φίλοι μπορεί να μην ήμασταν, όμως τον θαύμαζα πάρα πολύ
Ήδη συνεργαζόμασταν με τον Κώστα Καραγιάννη. Μάλιστα, με τον Λάμπρο είχαμε παίξει πολύ νωρίτερα στον κινηματογράφο. Μου είχε δώσει κάποια μικρά ρολάκια, με τα οποία είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω στο πλευρό του. Τις πρώτες μου εμφανίσεις τις έκανα δίπλα του. Αργότερα, το 1981 κάναμε και αυτή την ταινία. Και βέβαια έχουμε συνεργαστεί και στο θέατρο.
Ήταν ένας ταλαντούχος άνθρωπος αδιαμφισβήτητα και εξαιρετικός συνεργάτης. Ήταν πολύ σοβαρός, σωστός και ακριβής στη δουλειά του. Του άρεσε να γίνονται όλα σωστά. Δεν υπήρχε πλάκα όταν δουλεύαμε. Θα κάναμε και το διάλειμμά μας, αλλά ουδεμία σχέση είχε με το προφίλ του «γλεντζέ». Ήταν κύριος! Όπου θεωρούσε ότι μπορεί να απλώσει το χέρι του, το έκανε. Δεν ήταν φειδωλός στο να δώσει την ευκαιρία σε κάποιον, αρκεί να πίστευε στο ταλέντο του.
Ο Λάμπρος είχε αρρωστήσει και επανήλθε στη δουλειά, κάνοντας αυτήν την ταινία. Αργότερα, αρρώστησε ξανά και δεν επανήλθε. Ήταν πολύ κουρασμένος εκείνο τον καιρό. Όμως αυτό που μου έκανε πραγματικά εντύπωση, ήταν ο αξιοθαύμαστος τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε την κατάσταση, ενώ βρισκόταν στην ανάρρωση. Δεν τον άκουσα ποτέ να δυσανασχετήσει, όταν έπρεπε να γυρίσει και δύο και τρεις φορές μια σκηνή. Ήταν άριστος επαγγελματίας και τελειομανής.
Θυμάμαι τα γυρίσματα στο Κάβο Ντόρο. Ο Λάμπρος έπρεπε να κατεβαίνει μαζί με τον Τόνι μια σκάλα και εμείς τον συναντούσαμε στη ρεσεψιόν. Ο Λάμπρος ήθελε να κατεβαίνει τη σκάλα με την ίδια χάρη και άνεση που είχε πιο παλιά. Για να μπορέσει, εν μέρει, να καλύψει λίγο αυτή τη δυσκολία του, καθώς δεν τα κατάφερνε όπως θα ‘θελε, έβαλε μπροστά του τον Τόνι. Η σκηνή γυρίστηκε τρεις-τέσσερις φορές, μέχρι να βγάλει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Επειδή ξεκίνησα πολύ μικρή τη δουλειά και μου δόθηκε η ευκαιρία να συνυπάρξω με αυτά τα ιερά τέρατα, ένιωθα δέος. Τους σεβόμουν πολύ. Κάνοντας το σκίτσο των ανθρώπων αυτών, όπως η Μάρω Κοντού, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ξυπνάω μνήμες και εκφράζω τα συναισθήματά μου. Είναι άνθρωποι ξεχωριστοί και θα παραμείνουν ξεχωριστοί στο βάθος των αιώνων και η συναισθηματική φόρτιση είναι τεράστια, όταν μιλάω γι’ αυτούς.