Η δική μας Times Square
2 years, 11 months ago
6

Την προπαραμονή των Χριστουγέννων, για λίγες ώρες, στον μικρόκοσμο του Διαδικτύου και των προσωπικών μας συναναστροφών, δεν υπήρχε ούτε Covid, ούτε μετάλλαξη Ομικρον, ούτε καν η δαμόκλειος σπάθη της πιθανότητας να αλλάξουμε χρόνο χωρίς κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, δηλαδή μπουζουξίδικα – μιλάμε για την απόλυτη εθνική καταστροφή, μην πω μεγαλύτερη και από τη Μικρασιατική. Το ένα και μοναδικό θέμα ήταν το κόστος της εορταστικής εκδήλωσης του Δήμου της Αθήνας, με «οικοδεσπότη» τον Σάκη Ρουβά που θα διαρκέσει δεκαεπτά λεπτά.

Αχός βαρύς ακούστηκε, πολλά τουφέκια πέσαν και ας δούμε τι έμεινε από αυτήν την ιστορία πέρα του διαδικτυακού ντόρου που κράτησε όσο κρατάνε τα «διαδικτυακά θαύματα» – τρεις ώρες και τα πιο μεγάλα τέσσερις. Πρώτα απ’ όλα η συνειδητοποίηση πως όσο αργόσυρτα ξεθωριάζουν οι παλιές παραδόσεις, τόσο γρήγορα καθιερώνονται οι καινούργιες. Εμείς πότε ακριβώς αισθανθήκαμε πολύ Νεοϋορκέζοι και νιώσαμε ότι μας άξιζε η φαντασμαγορία μίας δικής μας Times Square; Τότε που νομίζαμε ότι ήμασταν πολύ πλούσιοι, πολύ κοσμοπολίτες, πολύ όλο το πακέτο του Sex and the city. Εκεί λοιπόν, προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου, εγκαινιάστηκε και η συνήθεια που έγινε λατρεία. Μια μεγάλη γιορτή στο Σύνταγμα, με τον ίδιο τον δήμαρχο να μετρά αντίστροφα για την αλλαγή του χρόνου (αν θυμάμαι καλά, τις πρώτες Πρωτοχρονιές η κάμερα ακολουθούσε τη «θριαμβευτική» πορεία του πρώτου πολίτη της Αθήνας από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» έως την εξέδρα του Συντάγματος) και, στη συνέχεια, μια μεγάλη συναυλία – διότι στη χώρα μας και το πικρό και το γλυκό θέλουν μια συναυλία για να «δέσουν».

Μωρέ καλά κάναμε διότι «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος» αλλά και αυτή η γιορτή ακολούθησε τις κορυφές και τις καμπύλες της οικονομίας – και της δημόσιας και της τσέπης μας – άρα και της ψυχολογίας μας. Η Πρωτοχρονιά του Δήμου Αθηναίων είχε παράλληλη πορεία με τον δείκτη του Χρηματιστηρίου. Και από μεγάλο event στα χρόνια γύρω από το millennium έως και λίγο μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 (σφαγή γινόταν τότε στις δισκογραφικές εταιρείες για το πώς θα «χώσουν» καλλιτέχνες τους) έγινε, στα χρόνια της κρίσης, κάτι σαν «παρηγοριά στον άρρωστο». Και στα χρόνια του Covid, «κάλεσμα χωρίς καλεσμένους».

Δεκαεπτά λεπτά ακόμη

Πάμε τώρα στα φετινά «δεκαεπτά λεπτά που συντάραξαν τον μικρόκοσμο» – για λιγότερο από δεκαεπτά ώρες. Η Τεχνόπολις έδωσε έναν αναλυτικό κατάλογο των εργαζομένων σε αυτό το πρότζεκτ, με πολύ αναλυτικές περιγραφές καθηκόντων. Μόνο που τέτοιοι κατάλογοι δεν λένε τίποτα σε όσους δεν ξέρουν τι σημαίνει το στήσιμο μίας τέτοιας «συναυλίας». Αλλά και σε αυτούς που ξέρουν, επίσης δεν λένε τίποτα καθώς γνωρίζουν ότι πίσω από μακροσκελή job description (ειδικά στα αγγλικά) κρύβονται πολύ «μικρές» δουλειές. Ας περιμένουμε λοιπόν να δούμε τι θα γίνει αυτά τα περίφημα δεκαεπτά λεπτά και μετά κρίνουμε το κόστος. Διότι μπορούμε να δούμε «παπάδες». Ενα είναι σίγουρο. Οτι με τον Ρουβά επί οθόνης, θα είναι σαν να έχουμε ταξιδέψει πίσω στον χρόνο. Μη σας πω μέχρι δημαρχίας Αβραμόπουλου. Καλά, χάθηκε ένας πιο νέος και «στα πάνω του» τραγουδιστής; Ενας Κωνσταντίνος Αργυρός, ας πούμε…

Αυτό που έχει σημασία ωστόσο είναι οι παβλοφικές αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης (της επίσημης και των παρατρεχάμενών της). Από τις «πολακοκραουνικές» τσιρίδες και τις κατάρες δημοσιογράφου κομματικού μέσου («215 να είναι οι ώρες σας» έγραψε σε ένα κρεσέντο επικοινωνιακής φινέτσας) έως τα tweet του Δημήτρη Τζανακόπουλου. Που δεν έχουν να κάνουν ούτε με πολιτική, ούτε με κριτική αλλά για την «παλιά τους τέχνη, κόσκινο», την ηθική κάμψη του αντιπάλου. Οπότε πολύ σωστά απάντησε ο δήμαρχος. Οσο για το χιούμορ του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ (έστειλε στον Κώστα Μπακογιάννη συνταγή για παντεσπάνι) είναι ιδανικό για να πάρει τη θέση του Παναγιωτόπουλου στους «Αρβύλα».

in.gr