Γιώργος Κιμούλης: Περνά στην αντεπίθεση με αγωγή κατά της Ζέτα Δούκα
Στην αντεπίθεση πέρασε ο Γιώργος Κιμούλης, ο οποίος κατέθεσε αγωγή εναντίον της Ζέτα Δούκα ένα χρόνο μετά τις καταγγελίες που έκανε σε βάρος του για λεκτική, ψυχολογική και σωματική κακοποίηση.
Ο ηθοποιός κατέθεσε δύο αγωγές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας με τις οποίες ζητάει την καταβολή αποζημιώσεων για την περιουσιακή και ηθική βλάβη που υπέστη.
Με την αγωγή του, ο Γιώργος Κιμούλης ζητάει να καταδικαστούν να του καταβάλλουν οι τρεις ηθοποιοί «αλληλέγγύως και εις ολόκληρον» για τη περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί το συνολικό ποσό των 231.227, 80 ευρώ και επιπλέον, ζητάει, για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί, να του καταβάλει η Ζέτα Δούκα 250.000 ευρώ, η Δώρα Χρυσικού 125.000 ευρώ και ο Νίκος Ψαρράς 125.000 ευρώ.
Όπως αναφέρει στην αγωγή του ο Γιώργος Κιμούλης: «Η ως άνω παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών, κατά τη θεατρική περίοδο 2008-2009, δηλαδή, 13 χρόνια πριν από την ως άνω «καταγγελία». Την λέξη «καταγγελία» θέτω εντός εισαγωγικών, διότι ουδέποτε έγινε επίσημη καταγγελία εις βάρος μου από την ά των εναγομένων (σ.σ. την κυρία Δούκα), σε ουδεμία αρμόδια Αρχή, ουδεμία διαμαρτυρία, υπό οιανδήποτε μορφή, εκδηλώθηκε ποτέ από την πρώτη των εναγομένων εναντίον μου και ουδεμία εξώδικη ή δικαστική όχληση είχα ποτέ εκ μέρους της για οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιοδήποτε λόγο…
Η συντριπτική πλειονότης των ανθρώπων με τους οποίους έχω συνεργαστεί, παρά την απρόσμενη και τεράστια διάσταση που έλαβε το κατωτέρω, αναλυτικά περιγραφόμενο, ζήτημα της δήθεν αντισυναδελφικής μου συμπεριφοράς, μετά την ανωτέρω «καταγγελία», σε ουδεμία περίπτωση υποστήριξαν την επίθεση, που αναιτίως δέχθηκα εκ μέρους της α’ των εναγομένων. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι απέναντι στους συναδέλφους μου, που προέβησαν σε δημόσιες δηλώσεις σε βάρος μου, ήδη ισάριθμοι αυτόπτες μάρτυρες έσπευσαν να καταθέσουν υπέρ μου, καταρρίπτοντας έναν προς έναν όλους τους ισχυρισμούς περί καταχρηστικών εκτός ορίων, μη ανεκτών ή μη νόμιμων δήθεν συμπεριφορών μου».
Παράλληλα, ο κ. Κιμούλης αρνείται κατηγορηματικά ότι κλώτσησε την κ. Δούκα στα παρασκήνια της παράστασης, αναφέροντας χαρακτηριστικά:
«Ουδείς λόγος υπήρχε για να βρίσω τόσο χυδαία και να χτυπήσω μια γυναίκα μια συνάδελφο και μάλιστα με κλωτσιά στο στέρνο, ενώπιον μάλιστα τρίτον, μετά από την φράση «είσαι ο θιασάρχης, είσαι ο επικεφαλής της παράστασης». Και τούτο αφενός γιατί πράγματι ήμουν και αφετέρου διότι τούτο δε συνιστά μειωτικό της τιμής μου χαρακτηρισμό, ώστε να δικαιολογεί τέτοιο μένος και τέτοιο εκρηκτικό θυμό!».
Επιπλέον, ο ηθοποιός αρνείται ότι της άσκησε οποιαδήποτε λεκτική ή ψυχολογική βία.
«Ουδέποτε έχω δημιουργήσει κλίμα φόβου και απαξίωση σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, ουδέποτε έχω βρίσει την πρώτη των εναγομένων, ουδέποτε έχω σκίσει σωματική, λεκτική ή ψυχολογική βία κατά αυτής, ουδέποτε έχω επιδείξει εις βάρος της απάνθρωπη, αντισυναδελφική ή καταχρηστική συμπεριφορά επί σκηνής, ούτε της έχω προκαλέσει οιανδήποτε βλάβη η ζημιά, όπως ψευδώς ισχυρίζεται» αναφέρει και προσθέτει:
«Η οποιαδήποτε, δε, στιγμιαία ένταση στη σχέση μας στο πλαίσιο της δουλειάς μας, ουδέποτε υπερέβη τα ανεκτά από τον μέσο άνθρωπο όρια του και ουδέποτε ανέπτυξα ο ίδιος καταχρηστικές, παρενοχλητικές και συμπεριφορές εκτός των ορίων του νομού».
Η δεύτερη αγωγή στρέφεται κατά του Σ.Ε.Η., του προέδρου του Πειθαρχικού, Πασχάλη Τσαρούχα, καθώς και δυο ακόμη μελών του πειθαρχικού του συμβουλίου.
Με την αγωγή αυτή διεκδικεί αποζημίωση ύψους 100.000 ευρώ από το ΣΕΗ και 50.000 ευρώ από το καθένα από τα τρία μέλη του. Επιπλέον, διεκδικεί αποζημίωση ύψους 231.227, 80 ευρώ. για την περιουσιακή ζημία, την οποία όπως υποστηρίζει ότι υπέστη.
Ειδικότερα, για το ΣΕΗ αναφέρει ότι αν και η κ. Δούκα δεν έκανε πότε καταγγελία ενώπιον του για τα όσα ανέφερε εις βάρος του, στις 29.1.2021 το Διοικητικό Συμβούλιό του Σωματείου αποφάσισε «εσπευσμένα» λίγα μόλις 24ωρα μετά τα όσα είπε η ηθοποιός να τον καταγγείλει αυτεπάγγελτα και να τον παραπέμψει στο πειθαρχικό όργανο του Σωματείου.
Μάλιστα, όπως αναφέρει, η παραπομπή του έγινε μαζί με άλλον ηθοποιό, ο οποίος είχε καταγγελθεί για σεξουαλικές παρενοχλήσεις.
Στην αγωγή του αυτή, αποδίδει μεροληψία του ΣΕΗ απέναντι του καθώς ο εισηγητής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο κ. Ζάχαρης ελάμβανε «ξεκάθαρα θέση» με αναρτήσεις του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της «καταγγέλλουσας» Ζέτας Δούκα. Και μάλιστα πριν καν ο ίδιος κληθεί σε απολογία από το ΣΕΗ και πριν εκδοθεί απόφαση για εκείνον.
Σε ό,τι αφορά στον πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Μπιμπίλα ο κ. Κιμούλης αναφέρει στην αγωγή του ότι: «Σε δεκάδες συνεντεύξεις, για το σχηματισμό εις βάρος μου εντυπώσεων, ξέθαψε δημοσίως την πληροφορία, ότι το 1998, δηλαδή πριν από 23 χρόνια, με είχαν διαγράψει από το Σωματείο. Παρέλειψε όμως να αναφέρει ότι ο λόγος της διαγραφής μου ήταν η παράταση της διάρκειας μιας πρόβας κατά ένα τέταρτο της ώρας (!), απόφαση η οποία ήταν άκυρη καθώς δεν λήφθηκε, με την νόμιμη, σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΕΗ απαρτία. .. ».
Επιπρόσθετα ο Γιώργος Κιμούλης αναφέρει ότι ο ΣΕΗ εκτός του ότι δεν του χορηγούσε αντίγραφα των πρακτικών και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για το πρόσωπό του, όταν τα έλαβε διαπίστωσε όπως λέει, ότι:
«Προκύπτει η σκοπιμότητα και η μεθοδευμένη ενέργεια των εναγομένων, να με διαβάλουν, να με εξευτελίσουν, να με εξοντώσουν επαγγελματικά και κυρίως ηθικά, προκειμένου να διασώσουν το αμφίβολο κύρος και να διαφημίσουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τη δήθεν αποτελεσματικότητα και εγκυρότητα της πραγματικά αίολης πειθαρχικής διαδικασίας, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου το ΣΕΗ, προς ίδιον όφελος των εναγομένων και πάντως εις βάρος μου», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Κιμούλης στην αγωγή του και σε άλλο σημείο αυτής υπογραμμίζει ότι «το κλίμα» μέσα στο οποίο εξετάστηκε η υπόθεση του ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου «θυμίζει περισσότερο κλίμα συνοικιακού καφενείου παρά οργάνου απονομής δικαιοσύνης».
Όπως σημειώνει, επικαλούμενος τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίασης του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ: «Σκοπός της κατ’ επανάληψης εξέτασης της υπόθεσής μου δεν ήταν η αποσαφήνιση θολών και δυσχερών σημείων επί των «καταγγελιών» εναντίον μου ή επί των καταθέσεων των μαρτύρων για τον ασφαλή σχηματισμό της κρίσης των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, περί της αλήθειας σχετικά με την τέλεση όσων πειθαρχικών παραβάσεων μου αποδίδονται, όπως ορίζει ο νόμος αλλά ή με μεθοδευμένο τρόπο παράθεση των γεγονότων από τους «καταγγέλλοντες» και τους μάρτυρές τους, ώστε να μη μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της, υπό έκδοση, δυσμενούς επικείμενης εναντίον μου απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου».
Όπως καταλήγει αποτέλεσμα της παραπάνω συμπεριφοράς ήταν να πληγεί ο ίδιος επαγγελματικά και να αντιμετωπίσει οικονομικό και βιοποριστικό πρόβλημα.
«Είναι απολύτως βέβαιο, ότι οι, ως άνω, άδικοι, συκοφαντικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί που μου αποδόθηκαν από τους «καταγγέλλοντες» και οι οποίο δεν έχουν εισέτι οδηγήσει σε απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ έχουν εισχωρήσει τόσο βαθιά στον ψυχισμό του θεατρικού κοινού, που θα συνεχίζουν επί μακρόν να πλήττουν την εικόνα μου και το αίσθημα εμπιστοσύνης των θεατών, των συναδέλφων μου ηθοποιών και σκηνοθετών, των τεχνικών, των θεατρικών και κινηματογραφικών παραγογών προς το πρόσωπό μου που με τόσο κόπο κατάφερα να κερδίσω κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και επιτυχημένης, έως τώρα, πορείας μου στο χώρο ιδίως του θεάτρου και στο απώτερο μέλλον», καταλήγει.
«Ο κύριος Κιμούλης επί έναν ολόκληρο χρόνο συκοφαντείται, καθυβρίζεται και πλήττεται δημοσίως λόγω, ιδίως, μιας «καταγγελίας» σε μία τηλεοπτική εκπομπή για μια υποτιθέμενη βίαιη πράξη του, καθώς και για την «απομάκρυνση ενός ποτηριού» από την σκηνή κατά την διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης προ δεκατριών ετών, πράξεις για τις οποίες ουδέποτε υπεβλήθη επίσημη καταγγελία ενώπιον εισαγγελικής, δικαστικής, αστυνομικής ή πειθαρχικής Αρχής» τονίζει ο δικηγόρος του ηθοποιού και σκηνοθέτη, Βασίλης Καπερνάρος, προσθέτοντας ότι «καθυβρίζεται, δηλαδή, και συκοφαντείται, για δύο γεγονότα, τα οποία απέκτησαν σημαντικότητα, επειδή εντάχθηκαν σκοπίμως και συνειδητά μέσα σε ένα τοπίο κατηγοριών και καταγγελιών κατά άλλων ομοτέχνων του κ. Κιμούλη, οι οποίοι έλαβαν χώρα την ίδια περίοδο, περί παιδοφιλίας, βιασμών, απόπειρας βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων.Ένα ζοφερό τοπίο, το οποίο δικαίως έχει εγείρει τον κοινωνικό θυμό και την κοινωνική αγανάκτηση. Ωστόσο, οι, ως άνω, «καταγγελίες» σε βάρος του κ. Κιμούλη, είναι αόριστες, ανεπέρειστες, αναπόδεικτες, αβάσιμες και απαράδεκτες».
http://enimerotiko.grenimerotiko.gr