Για ψευδείς αναφορές σε βάρος του, οι οποίες τον έπληξαν, όπως λέει, ανεπανόρθωτα, τόσο σε ηθικό όσο και επαγγελματικό επίπεδο, κάνει λόγο ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Κιμούλης, αναφερόμενος στα όσα είχε αναφέρει για εκείνον, τον Ιανουάριο του 2021, η ηθοποιός Ζέτα Δούκα, όταν τον κατήγγειλε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξής της για άσκηση σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας, ενώ συνεργάζονταν στο θέατρο.
Σήμερα, ένα και πλέον έτος από την καταγγελία αυτή, ο κ. Κιμούλης κατέθεσε δύο πολυσέλιδες αγωγές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας. Με τη μία εξ αυτών στρέφεται κατά της κυρίας Δούκα και κατά ακόμη δύο συναδέλφων τους, της Δώρας Χρυσικού και του Νίκου Ψαρρά. Με την άλλη στρέφεται κατά του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), του προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πασχάλη Τσαρούχα, και κατά δύο ακόμη μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Σωματείου.
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης αξιώνει αποζημιώσεις για την ηθική αλλά και την επαγγελματική βλάβη, που, όπως υποστηρίζει, υπέστη, μετά την σε βάρος του καταγγελία από την κυρία Δούκα, αλλά και από τον άδικο και «μη αμερόληπτο» χειρισμό της υπόθεσής του από το πειθαρχικό συμβούλιο του ΣΕΗ.
Η αγωγή κατά Δούκα, Ψαρρά και Χρυσικού
Τώρα, στην αγωγή του ο κ. Κιμούλης αρνείται κατηγορηματικά ότι κλώτσησε την κ. Δούκα στα παρασκήνια της παράστασης, αναφέροντας επί λέξει τα εξής: «Ουδείς λόγος υπήρχε για να βρίσω τόσο χυδαία και να χτυπήσω μια γυναίκα, μια συνάδελφο και μάλιστα με κλωτσιά στο στέρνο, ενώπιον μάλιστα τρίτων, μετά από την φράση “είσαι ο θιασάρχης, είσαι ο επικεφαλής της παράστασης”. Και τούτο αφενός γιατί πράγματι ήμουν και αφετέρου διότι τούτο δε συνιστά μειωτικό της τιμής μου χαρακτηρισμό, ώστε να δικαιολογεί τέτοιο μένος και τέτοιο εκρηκτικό θυμό!».
Επιπλέον, ο ηθοποιός αρνείται ότι της άσκησε οποιαδήποτε λεκτική ή ψυχολογική βία. «Ουδέποτε έχω δημιουργήσει κλίμα φόβου και απαξίωση σε βάρος της πρώτης των εναγομένων (σ.σ. της κ. Δούκα), ουδέποτε έχω βρίσει την πρώτη των εναγομένων, ουδέποτε έχω ασκήσει σωματική, λεκτική ή ψυχολογική βία κατά αυτής, ουδέποτε έχω επιδείξει εις βάρος της απάνθρωπη, αντισυναδελφική ή καταχρηστική συμπεριφορά επί σκηνής, ούτε της έχω προκαλέσει οιανδήποτε βλάβη η ζημιά, όπως ψευδώς ισχυρίζεται» αναφέρει στην αγωγή του ο κ. Κιμούλης.
Και προσθέτει: «Η οποιαδήποτε, δε, στιγμιαία ένταση στη σχέση μας στο πλαίσιο της δουλειάς μας, ουδέποτε υπερέβη τα ανεκτά από τον μέσο άνθρωπο όρια του και ουδέποτε ανέπτυξα ο ίδιος καταχρηστικές, παρενοχλητικές και συμπεριφορές εκτός των ορίων του νομού».
Προς ενίσχυση των παραπάνω ισχυρισμών του, ο κ. Κιμούλης επικαλείται μαρτυρία του φροντιστή της παράστασης, ο οποίος σε σχετική κατάθεσή του είχε, όπως λέει, αναφέρει τα εξής: «Δεν έχω καμία γνώση για τα περιστατικά που διηγήθηκε η κυρία Δούκα σχετικά με τον κύριο Κιμούλη. Αυτό που μπορώ να πω, είναι πως δε θυμάμαι ποτέ να ήρθε να μου εκφράσει κάποιο παράπονο. Η συνεργασία μου με τον Γιώργο Κιμούλη και τους εργαζόμενους -ηθοποιούς, τεχνικούς και τα λοιπά- ήταν πάρα πολύ καλή».
Σε ό,τι αφορά στην παράσταση στην οποία είχε αναφερθεί η κυρία Δούκα, αλλά και την καταγγελία που εκείνη έκανε σε βάρος του, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης υπογραμμίζει στην αγωγή του: «Η ως άνω παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών, κατά τη θεατρική περίοδο 2008-2009, δηλαδή, 13 χρόνια πριν από την ως άνω “καταγγελία”. Την λέξη “καταγγελία” θέτω εντός εισαγωγικών, διότι ουδέποτε έγινε επίσημη καταγγελία εις βάρος μου από την ά των εναγομένων (σ.σ. την κυρία Δούκα), σε ουδεμία αρμόδια Αρχή, ουδεμία διαμαρτυρία, υπό οιανδήποτε μορφή, εκδηλώθηκε ποτέ από την ά των εναγομένων εναντίον μου και ουδεμία εξώδικη ή δικαστική όχληση είχα ποτέ εκ μέρους της για οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιοδήποτε λόγο».
Ακόμη, επισημαίνει πως «η συντριπτική πλειονότης των ανθρώπων» με τους οποίους ο ίδιος έχει συνεργαστεί, «παρά την απρόσμενη και τεράστια διάσταση» που έλαβε το ζήτημα «της δήθεν αντισυναδελφικής μου συμπεριφοράς, μετά την ανωτέρω «καταγγελία», σε ουδεμία περίπτωση υποστήριξαν την επίθεση, που αναιτίως δέχθηκα εκ μέρους της α’ των εναγομένων» (σ.σ. της κ. Δούκα).
Όπως επιπλέον σημειώνει ο ηθοποιός: «Είναι δε αξιοσημείωτο ότι απέναντι στους συναδέλφους μου, που προέβησαν σε δημόσιες δηλώσεις σε βάρος μου, ήδη ισάριθμοι αυτόπτες μάρτυρες έσπευσαν να καταθέσουν υπέρ μου, καταρρίπτοντας έναν προς έναν όλους τους ισχυρισμούς περί καταχρηστικών εκτός ορίων, μη ανεκτών ή μη νόμιμων δήθεν συμπεριφορών μου».
Μάλιστα, η αγωγή του κ. Κιμούλη σε βάρος της κ. Δούκα και των άλλων συναδέλφων του δεν αφορά τα όσα εκείνοι υποστήριξαν δημόσια, αλλά και όσα ανέφεραν κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του ΣΕΗ. Ενδεικτικά, ο ηθοποιός αναφέρει στην αγωγή του: «Όσα κατήγγειλε η ά των εναγομένων σε βάρος μου κατά τη διάρκεια της ανωτέρω τηλεοπτικής εκπομπής είναι απολύτως ψευδή, επιπλέον ψευδή είναι και όσα κατέθεσε δια του από 23.2.2021 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο του
Σ.Ε.Η. όπως ψευδής είναι και η προφορικής της κατάθεση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Σ.Ε.Η. Ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, είναι απολύτως συκοφαντικά, ανεπέρειστα, ανυπόστατα και κατασκευασμένα, ψευδολογήματα, γεγονός το οποίο η ά των εναγομένων γνώριζε κατά την στιγμή που κατέθετε, ωστόσο, με πλήρη επίγνωση, εκνόμως το έπραξε».
Με την αγωγή του ο κ. Κιμούλης ζητεί να καταδικαστούν οι τρεις ηθοποιοί και να του καταβάλλουν «αλληλέγγύως και εις ολόκληρον» για τη περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί το συνολικό ποσό των 231.227, 80 ευρώ. Επιπλέον, ζητεί για την ηθική βλάβη που όπως αναφέρει έχει υποστεί να του καταβάλει η κ. Δούκα 250.000 ευρώ, η κ. Χρυσικού 125.000 ευρώ και ο κ. Ψαρράς 125.000 ευρώ.
Αποζημίωση και από το ΣΕΗ
Με τη δεύτερη αγωγή του ο ηθοποιός στρέφεται κατά του ΣΕΗ, του προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πασχάλη Τσαρούχα, καθώς και δύο ακόμη μελών του πειθαρχικού του συμβουλίου, τους Τρύφωνα Ζάχαρη και Ιωάννη Παναγόπουλο.
Όπως αναφέρει στη δεύτερη αυτή αγωγή του, ο ΣΕΗ, παρά το γεγονός ότι η κυρία Δούκα δεν έκανε πότε καταγγελία ενώπιον του για τα όσα ανέφερε εις βάρος του, εντούτοις στις 29.1.2021 το Διοικητικό Συμβούλιό του αποφάσισε «εσπευσμένα (τρεις μόλις ημέρες μετά την εμφάνιση της Ζέτας Δούκα στη τηλεόραση) δίκην εισαγγελίας» να τον καταγγείλει αυτεπάγγελτα και να τον παραπέμψει στο πειθαρχικό όργανο του Σωματείου.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Κιμούλη, η παραπομπή του έγινε μαζί με άλλον ηθοποιό, ο οποίος είχε καταγγελθεί για σεξουαλικές παρενοχλήσεις.
Ο κ. Κιμούλης κάνει λόγο για μεροληψία του ΣΕΗ προς το πρόσωπο του καθώς, όπως επισημαίνει, ο εισηγητής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο κ. Ζάχαρης ελάμβανε «ξεκάθαρα θέση» με αναρτήσεις του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της «καταγγέλλουσας» της κ. Δούκα. Και αυτό συνέβη, όπως επισημαίνει, πριν καν ο ίδιος κληθεί σε απολογία από το ΣΕΗ και πριν εκδοθεί απόφαση για εκείνον.
Μάλιστα, στρέφει τα «πυρά» του και στον πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Μπιμπίλα, αναφέροντας τα εξής για εκείνον στην αγωγή του: «Σε δεκάδες συνεντεύξεις, για το σχηματισμό εις βάρος μου εντυπώσεων, ξέθαψε δημοσίως την πληροφορία, ότι το 1998, δηλαδή πριν από 23 χρόνια, με είχαν διαγράψει από το Σωματείο. Παρέλειψε όμως να αναφέρει ότι ο λόγος της διαγραφής μου ήταν η παράταση της διάρκειας μιας πρόβας κατά ένα τέταρτο της ώρας (!), απόφαση η οποία ήταν άκυρη, καθώς δεν λήφθηκε, με την νόμιμη, σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΕΗ απαρτία. .. »
Επιπρόσθετα, ο κ. Κιμούλης αναφέρει ότι ο ΣΕΗ εκτός του ότι δεν του χορηγούσε αντίγραφα των πρακτικών και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για το πρόσωπό του, όταν εν τέλει τα έλαβε διαπίστωσε όπως λέει, ότι: «… δεν κλήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον, του ως άνω, πειθαρχικού συμβουλίου μόνο μάρτυρες, όπως το τελευταίο με είχε ενημερώσει αλλά επρόκειτο για κλήση για προσωπική εμφάνιση και «συνομιλία» με τα μέλη του ως άνω πειθαρχικού συμβουλίου με την «καταγγέλλουσα» κ. Ζέτα Δούκα. …
Από τις ερωτήσεις των μελών του προς τους καταθέσαντες ενώπιον του και από το γενικότερο πνεύμα των απομαγνητοφωνημένων διαλόγων προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο κλήθηκαν τα ως άνω πρόσωπα να καταθέσου εκ νέου ενώπιον του ΣΕΗ ήταν η διόρθωση των αρχικών τους «καταγγελιών» καθ’ υπόδειξη των ίδιων των μελών του, ως άνω, πειθαρχικού συμβουλίου». Το ίδιο ακριβώς συνέβη, υποστηρίζει ο ηθοποιός και με άλλη συνάδελφό του, η οποία είχε καταθέσει γραπτή καταγγελία εναντίον του στο ΣΕΗ.
«Προκύπτει επιπροσθέτως η σκοπιμότητα και η μεθοδευμένη ενέργεια των εναγομένων, να με διαβάλουν, να με εξευτελίσουν, να με εξοντώσουν επαγγελματικά και κυρίως ηθικά, προκειμένου να διασώσουν το αμφίβολο κύρος και να διαφημίσουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τη δήθεν αποτελεσματικότητα και εγκυρότητα της πραγματικά αίολης πειθαρχικής διαδικασίας, ενώπιον του Πειθαρχικού
Συμβουλίου το ΣΕΗ, προς ίδιον όφελος των εναγομένων και πάντως εις βάρος μου», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Κιμούλης στην αγωγή του και σε άλλο σημείο αυτής υπογραμμίζει ότι «το κλίμα» μέσα στο οποίο εξετάστηκε η υπόθεση του ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου «θυμίζει περισσότερο κλίμα συνοικιακού καφενείου παρά οργάνου απονομής δικαιοσύνης».
Όπως δε σημειώνει, επικαλούμενος τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίασης του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ: «Σκοπός της κατ΄ επανάληψης εξέτασης της υπόθεσής μου δεν ήταν η αποσαφήνιση θολών και δυσχερών σημείων επί των «καταγγελιών» εναντίον μου ή επί των καταθέσεων των μαρτύρων για τον ασφαλή σχηματισμό της κρίσης των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, περί της αλήθειας σχετικά με την τέλεση όσων πειθαρχικών παραβάσεων μου αποδίδονται, όπως ορίζει ο νόμος αλλά ή με μεθοδευμένο τρόπο παράθεση των γεγονότων από τους «καταγγέλλοντες» και τους μάρτυρές τους, ώστε να μη μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της, υπό έκδοση, δυσμενούς επικείμενης εναντίον μου απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου.».
Το αποτέλεσμα όλων αυτών, καταλήγει ο κ. Κιμούλης, ήταν να πληγεί ο ίδιος επαγγελματικά καθώς διεκόπη κάθε συνεργασία του και ο ίδιος να αντιμετωπίσει οικονομικό και βιοποριστικό πρόβλημα. «Μέχρι τότε», όπως επισημαίνει οι «καταγγελίες» σε βάρος του λειτουργούσαν μόνο στο επίπεδο της «αναπόδεικτης φήμης». Όμως, η καταγγελία σε βάρος του από το ΣΕΗ «λειτούργησε στην δημόσια σφαίρα στην πραγματικότητα ως έμμεση επιβεβαίωση των φημών αυτών».
Υποστηρίζει ότι έτσι υπέστη περιουσιακή ζημία ύψους 231.227,80 ευρώ και του αφαιρέθηκε η δυνατότητα να εργαστεί. «Είναι απολύτως βέβαιο, ότι οι, ως άνω, άδικοι, συκοφαντικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί που μου αποδόθηκαν από τους «καταγγέλλοντες» και οι οποίο δεν έχουν εισέτι οδηγήσει σε απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ έχουν εισχωρήσει τόσο βαθιά στον ψυχισμό του θεατρικού
κοινού, που θα συνεχίζουν επί μακρόν να πλήττουν την εικόνα μου και το αίσθημα εμπιστοσύνης των θεατών, των συναδέλφων μου ηθοποιών και σκηνοθετών, των τεχνικών, των θεατρικών και κινηματογραφικών παραγογών προς το πρόσωπό μου που με τόσο κόπο κατάφερα να κερδίσω κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και επιτυχημένης, έως τώρα, πορείας μου στο χώρο ιδίως του θεάτρου και στο απώτερο μέλλον», καταλήγει.
Με την αγωγή αυτή διεκδικεί αποζημίωση ύψους 100.000 ευρώ από το ΣΕΗ και 50.000 ευρώ από το καθένα από τα τρία μέλη του. Επιπλέον, διεκδικεί αποζημίωση ύψους 231.227,80 ευρώ για την περιουσιακή ζημία, την οποία όπως υποστηρίζει ότι υπέστη.
«Επί έναν χρόνο συκοφαντείται, καθυβρίζεται και πλήττεται»
«Ο κ. Κιμούλης επί έναν ολόκληρο χρόνο συκοφαντείται, καθυβρίζεται και πλήττεται δημοσίως λόγω, ιδίως, μιας «καταγγελίας» σε μια τηλεοπτική εκπομπή για μια υποτιθέμενη βίαιη πράξη του, καθώς και για την «απομάκρυνση ενός ποτηριού» από την σκηνή κατά την διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης προ δεκατριών ετών, πράξεις για τις οποίες ουδέποτε υπεβλήθη επίσημη καταγγελία ενώπιον εισαγγελικής, δικαστικής, αστυνομικής ή πειθαρχικής Αρχής» αναφέρει ο δικηγόρος του κ. Κιμούλη, Βασίλειος Καπερνάρος.
Και προσθέτει: «Καθυβρίζεται, δηλαδή, και συκοφαντείται, για δύο γεγονότα, τα οποία απέκτησαν σημαντικότητα, επειδή εντάχθηκαν σκοπίμως και συνειδητά μέσα σ’ ένα τοπίο κατηγοριών και καταγγελιών κατά άλλων ομοτέχνων του κ. Κιμούλη, οι οποίες έλαβαν χώρα την ίδια περίοδο, περί παιδοφιλίας, βιασμών, απόπειρας βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Ένα ζοφερό τοπίο, το οποίο δικαίως είχε εγείρει τον κοινωνικό θυμό και την κοινωνική αγανάκτηση. Ωστόσο, οι, ως άνω, «καταγγελίες» σε βάρος του κ. Κιμούλη, είναι αόριστες, ανεπέρειστες, αναπόδεικτες αβάσιμες και απαράδεκτες».