Πόσες φορές σας έχει τύχει να ακούσετε κάποιον να ρωτάει κάποιον άλλον «πότε θα παντρευτείς», «τι περιμένεις να προχωρήσεις σε γάμο;» και άλλα τέτοια «ωραία»;
Την απόφαση θα τη πάρετε εσείς με τον σύντροφο σας ό,τι και να σας λέει ο περίγυρο σας. Και όμως, πριν προχωρήσετε στο επόμενο βήμα, αναρωτιέστε αν είναι η κατάλληλη στιγμή.
Μία έρευνα έρχεται να ανατρέψει όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Το 40% των προτάσεων γάμου γίνεται στο διάστημα που μεσολαβεί από τις γιορτές των Χριστουγέννων έως και την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.
Με τη «σεζόν» των προτάσεων σε πλήρη εξέλιξη, πολλοί είναι εκείνοι που αναρωτιούνται ποια είναι η καλύτερη ηλικία για γάμο.
Ειδικά για τις γυναίκες είναι ένα δύσκολο ερώτημα, καθώς πολλές διχάζονται ανάμεσα στην επιθυμία να προωθήσουν την καριέρα τους και να κάνουν οικογένεια. Η γενική άποψη είναι ότι μία γυναίκα πρέπει πρώτα να βάλει τις βάσεις της επαγγελματικά στην δεκαετία των 20 και να παντρευτεί μετά τα 30.
Έχοντας αναπτύξει μία ανεξάρτητη προσωπικότητα, διαθέτοντας την ανάλογη ωριμότητα για να επιλέξουν σωστά αλλά και βρίσκοντας έναν σύντροφο που βρίσκεται σε ανάλογο στάδιο στη ζωή του, πολλές γυναίκες πιστεύουν ότι έχουν καλύτερες πιθανότητες να κάνουν έναν γάμο που θα διαρκέσει.
Για αυτό και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, όπως αναφέρει η Wall Street Journal, για τις γυναίκες στις ΗΠΑ είναι σήμερα τα 29 χρόνια (30 για τους άνδρες), αλλά υψηλότερη ανάμεσα στις γυναίκες με πανεπιστημιακή μόρφωση.
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Nicholas Wolfinger του Πανεπιστημίου της Γιούτα, οι γυναίκες που παντρεύονται πριν τα 25 τους χρόνια έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάρουν διαζύγιο από εκείνες που παντρεύονται κοντά στα 30.
Υπάρχει, όμως, μία εξαίρεση στον κανόνα που λέει ότι κανείς πρέπει να περιμένει έως τα 30. Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων γάμου και διαζυγίου για πάνω από 50.000 γυναίκες στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μία κατηγορία γυναικών για τις οποίες ο γάμος πριν από τα 30 δεν είναι ριψοκίνδυνος: Οι γυναίκες που παντρεύτηκαν από τα 22 έως τα 30, χωρίς να έχουν συγκατοικήσει προηγουμένως, είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά διαζυγίων.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Αναμφισβήτητα, όσοι περιμένουν έως τα 30 για να παντρευτούν έχουν το πλεονέκτημα της ωριμότητας, όμως από την άλλη πλευρά «κουβαλούν» και τα συναισθηματικά βάρη από τις προηγούμενες σχέσεις τους, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά έναν γάμο.
Βέβαια, η ιδέα ότι η προηγούμενη συγκατοίκηση οδηγεί σε αυξημένες πιθανότητες διαζυγίου προκαλεί έκπληξη, αφού οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ποιότητα μίας σχέσης δοκιμάζεται όταν το ζευγάρι συζεί πριν να αποφασίσει να παντρευτεί. Όμως, τα στατιστικά δείχνουν ότι όσοι ζουν μαζί πριν από τον γάμο έχουν λιγότερες πιθανότητες να ευτυχίσουν.
Μάλιστα για όσες γυναίκες είχαν συγκατοικήσει και με άλλον άνδρα, πριν από τον σύζυγό τους, οι πιθανότητες διαζυγίου διπλασιάζονται.
Μία εξήγηση είναι ότι όσοι έχουν εμπειρία από προηγούμενους χωρισμούς σε μια σχέση που βρισκόταν υπό κοινή στέγη, μπορεί να παίρνουν πιο εύκολα την απόφαση να φύγουν από έναν γάμο, όταν η κατάσταση γίνει δύσκολη.
Και την ίδια στιγμή, όσοι έχουν ζήσει στο ίδιο σπίτι με άλλους συντρόφους στο παρελθόν, μπορεί να κάνουν δυσμενείς συγκρίσεις για τον/την σύζυγό τους, οι οποίες είναι τοξικές για μια σχέση.
Ωστόσο να θυμάστε ότι την απόφαση θα τη πάρετε εσείς με τον σύντροφο σας ό,τι και να σας λέει ο περίγυρο σας και όλοι οι υπόλοιποι.