για την εμπειρία της από τη Μαλαισία και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει.
Η Κατερίνα Βρανά δήλωσε: «Είχα πιάσει ήδη το σεξ, τις πολιτιστικές διαφορές και μετά είπα: “Υγεία, να ένα μεγάλο καυτό θέμα”. Έχω να σου πω ότι λένε ψέματα όλοι. Εγώ που κόντεψα να πεθάνω, ούτε μεγάλο φως είδα, ούτε τον παππού και τη γιαγιά μου… Ίσως να μην έφτασα τόσο κοντά στο θάνατο όσο νόμιζα. Γενικά, τα δέκα τελευταία χρόνια ήταν τα πιο σουρεάλ της ζωής μου, απ’ όλες τις απόψεις. Αναπτύχθηκα ως άνθρωπος, μεγάλωσα, ωρίμασα, οι εμπειρίες που έζησα ήταν απίστευτες».
Η ίδια στη συνέχεια δήλωσε: «Τα μαλλιά αντέξανε. Το στήθος επίσης με εντυπωσίασε, παρέμεινε στητό, παρόλο που φούσκωνα και ξεφούσκωνα. Ίσως επειδή ήμουν συνέχεια ξαπλωμένη και δεν ένιωθαν το κάλεσμα της βαρύτητας. Το άλλο που συνέβη λόγω ξάπλας τόσο καιρό είναι ότι χαλάρωσε η σπονδυλική μου στήλη κι έτσι πήρα ενάμιση πόντο. Γαμάτο; Κι επειδή δεν περπατάω, είναι ακόμη χαλαρή. Λες να ψηλώσω κι άλλο; Ακόμη ένας λόγος για να μην περπατήσω!
Έχω πολλά κατά του περπατήματος. Κατά τα άλλα, επηρεάστηκαν τα πάντα. Για παράδειγμα, η ακοή μου μπορεί να μη χάθηκε, όμως εξαιτίας των προβλημάτων στην όραση οξύνθηκε αρκετά. Ακούω τα πάντα σε ένταση. Ίσως και να δίνω μεγαλύτερη σημασία. Δύο χρόνια μετά την όλη δοκιμασία του νοσοκομείου, τα παίξανε δύο δόντια μου από τις διασωληνώσεις. Όταν έσπασε το πρώτο, είπα “μα@@κα, τίποτε άλλο;”, και μετά ακολούθησε και δεύτερο, οπότε δεν ρωτάω ποτέ αν έχει κι άλλο, γιατί πάντα μπορεί να σου συμβεί κάτι ακόμη χειρότερο. Θα έλεγα ότι το μαλλί και το χιούμορ έμειναν αλώβητα, μη σου πω ότι το χιούμορ καλυτέρευσε κιόλας».
Στη συνέχεια για όσα πέρασε στη Μαλαισία, δήλωσε μεταξύ άλλων: «Είναι πάρα πολύ φιλικοί άνθρωποι. Έχουν βέβαια περίεργη ιδιοσυγκρασία γιατί περιτριγυρίζονται από πολύ διάσημες χώρες, Κίνα, Βιετνάμ, Σιγκαπούρη, και πολύς κόσμος δεν ξέρει πολλά για τον πολιτισμό της Μαλαισίας, την εθνική της ταυτότητα. Οπότε αν τους συστηθείς ως τουρίστας που θέλει να μάθει για τη χώρα τους, γίνεται της πο@@@νας: “Έλα, κάτσε να σου πω, είμαστε 55 φυλές, χάσαμε τη Σιγκαπούρη, έχουμε δικό μας αυτοκίνητο, το Proton, γυρίστηκε εδώ, στην Κουάλα Λαμπούρ, μια ταινία Τζέιμς Μποντ” – χαμός! Έχουν εκπληκτικό φαγητό, συνδυάζουν Κίνα, Ινδία, Νότια Ασία, φοβερά πιάτα».
Για την θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί ανέφερε: «Φοβήθηκα για το πώς η αναπηρία μου μπορεί να με εμποδίσει να είμαι άνετη πάνω στη σκηνή, κυρίως η όρασή μου. Δεν βλέπω καλά και, όπως πέφτουν τα φώτα πάνω στη σκηνή, καμιά φορά δεν βλέπω πού βρίσκονται οι συνάδελφοί μου. Κάνω πρώτη φορά θέατρο στην Ελλάδα, ξέρω ελάχιστους ηθοποιούς προσωπικά -πρέπει να ξέρω τρεις (;)- και δεν μπορούσα να σκεφτώ με ποιον θα ένιωθα άνετα πάνω στη σκηνή, κάποιον που να εμπιστεύομαι, που να μπορώ να στηριχτώ πάνω του.
Με τον Γιώργο Καπουτζίδη γνωριστήκαμε όταν ήρθε να με δει σε μια παράσταση και αρχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο και μου έβγαλε φοβερή οικειότητα. Είμαστε πολύ κοντά σε ιδιοσυγκρασία, νομίζω. Ένιωσα κάνοντας τη Φλόρενς ότι σημασία έχει να περνάς καλά. Ένιωθα πολύ άνετα με τον Γιώργο, ότι μπορούσα να του ανοιχτώ. Οπότε του το προτείναμε. Στην αρχή δεν ήθελε, ήθελε να μείνει στο νησί του με τις δεκαπέντε γάτες του και το κανό του. Νομίζω, αρπάξαμε και οι δυο την ευκαιρία να δουλέψουμε μαζί. Τον σέβομαι αφάνταστα, με εντυπωσιάζουν η στάση του απέναντι στα πράγματα, το επίπεδό του, η αξιοπρέπειά του».
Τέλος, ερωτηθείσα για το ”Πότε κατάλαβε το δικό της ψώνιο;”, απάντησε: «Πολύ μικρή. Οι γονείς μου λένε ότι δήλωσα στα 9 μου ότι θα γίνω ηθοποιός. Μετά, ξέρεις, ήμουν σε όλες τις σχολικές παραστάσεις και γιορτές. Και βέβαια, μεγαλώνοντας ανέπτυξα αυτή τη μανία με την παγιέτα και το μεγάλο σκουλαρίκι. Ανακάλυψα τους κρίκους στα 14 και μου φάνηκαν ό,τι πιο ωραίο υπάρχει στον κόσμο, ήθελα όλο και μεγαλύτερα και πιο φανταχτερά σκουλαρίκια και όταν φοράς σκουλαρίκια-υπερπαραγωγή, ε, θέλεις και με κάτι να τα ταιριάξεις».