Αϊβάζης, Κανέλλη, Μουζουράκης: Τι σημαίνουν τα επώνυμα διάσημων και αγαπημένων Ελλήνων
3 years, 10 months ago
6

Επώνυμα επωνύμων: Πρόκειται για ένα τεράστιο ζήτημα. Έχει να κάνει με τα επώνυμα, είτε αυτά τα έχουν διάσημοι και διάσημες, είτε τα έχουν διάφοροι Έλληνες και Ελληνίδες. Το σίγουρο είναι πως με το πέρασμα των ετών, τα στοιχεία που συγκεντρώνονται, πολλαπλασιάζονται. Αναλυτικότερα:

Επώνυμα επωνύμων: H ιστορία των επωνύμων

Στην αρχαία Ελλάδα, κατά την ομηρική εποχή είχαν χρησιμοποιηθεί από τις ευγενείς οικογένειες επιθηματικά μορφήματα, όπως – (ε)ίων, -(ε)ίδης, -(ι)άδης, τα οποία είχαν τη θέση και τη «λειτουργία» οικογενειακού ονόματος.

Στην κλασική εποχή, η ονοματοθεσία αλλάζει. Έτσι, με την επικράτηση της δημοκρατίας και την προστασία της ατομικότητας, οι Αθηναίοι με τη γέννησή τους έπαιρναν επίσημα ένα ατομικό όνομα και όταν μεγάλωναν πρόσθεταν το όνομα του πατέρα τους και το όνομα του Δήμου στον οποίο ανήκαν: Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος, Σωκράτης Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν κλπ. Το όνομα του πατέρα, χρησιμοποιούνταν όταν υπήρχε περίπτωση σύγχυσης με κάποιον άλλο, γιατί στην καθημερινότητα γινόταν χρήση του προσωπικού ονόματος (Σωκράτης, Θουκυδίδης κλπ). Οι συνθετικές δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας επέτρεψαν τη δημιουργία σύνθετων (βαφτιστικών) ονομάτων, με εναλλαγή των συνθετικών μερών: Θεόδωρος-Δωρόθεος, Νικόστρατος-Στρατονίκη, Λαόνικος-Νικόλαος κ.ά.

Κατά τη χριστιανική εποχή, τα αρχαία ονόματα αρχίζουν σιγά σιγά να χάνονται και δίνονται ονόματα με βάση τη καταγωγή, τα φυσικά και ηθικά χαρακτηριστικά κάποιου:Ανδρέας, Βασίλειος, Ευγένιος, Αναστάσιος, Γεώργιος, Γρηγόριος, Σωτήριος.

Επώνυμα επωνύμων: Κι άλλες λεπτομέρειες για την ιστορία των επωνύμων

Οι Ρωμαίοι, είχαν έναν διαφορετικό τύπο ανθρωπωνυμίων. Ο κάθε πολίτης με τη γέννησή του, έπαιρνε ένα βαφτιστικό όνομα, που λεγόταν praenomen (προωνύμιο), γιατί έμπαινε πριν από το όνομα της γενιάς του. Έπειτα είχε το όνομα της γενιάς στην οποία ανήκε και λεγόταν nomen gentis ή nomen gentilicium ή απλά nomen (όνομα της γενιάς ή απλά, όνομα). Από τον 3ο π.Χ. αιώνα όταν οι διάφορες ρωμαϊκές γενιές (gentes) με τον πολλαπλασιασμό τους υποδιαιρέθηκαν σε πολλές οικογένειες (familiae), πρόσθεσαν στα δύο προηγούμενα ονόματα ένα τρίτο, που δήλωνε την οικογένεια στην οποία ανήκε το πρόσωπο. Το τρίτο αυτό όνομα, λεγόταν cognomen, όνομα της οικογένειας.

Έτσι ο Ρωμαίος πολίτης είχε μία σειρά από τρία ονόματα (Publius Cornelius Scipio). Καμία φορά, όταν ο Ρωμαίος έκανε κάποιο σημαντικό στρατιωτικό ή πολιτικό έργο, έπαιρνε κι ένα τέταρτο στη σειρά, που λεγόταν agnomen, παρωνύμιο (π.χ. Africanus, Αφρικανός). Άλλοτε πάλι στα ονόματα του Ρωμαίου πολίτη, πρόσθεταν ένα όνομα που δήλωνε κάποιο σωματικό ή άλλο χαρακτηριστικό του: Felix=Ευτυχής, Pius=Ευσεβής, Nasica=Μυταράς κ.ά.

Επώνυμα επωνύμων: Το Βυζάντιο και οι νεότεροι χρόνοι

Στα βυζαντινά χρόνια, διαμορφώνεται ο σημερινός τύπος των ανθρωπωνυμίων, μ’ ένα βαφτιστικό όνομα κι ένα είδος επωνύμου, που ήταν αρχικά προσωνύμιο ή παρωνύμιο. Αυτό ήταν το δεύτερο όνομα, που αργότερα θα αποτελούσε και νομικά, το οικογενειακό όνομα/επώνυμο.

Αυτά δήλωναν:α) κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου (σωματικό ή ηθικοπνευματικό), β) αξίωμα, γ) καταγωγή ή προέλευση και δ) επάγγελμα

Σύμφωνα με Ευρωπαίους μελετητές, το σημερινό ονοματολογικό σύστημα για το οικογενειακό όνομα που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη, πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία τον 9ο αιώνα και από εκεί πέρασε στη Γαλλία, ύστερα στο γαλλόφωνο Βέλγιο και μετά στη Γερμανία (λίγο πριν το 1.000).

Στη Γαλλία, το 1539 ο Φραγκίσκος Α’, διέταξε τους εφημέριους να κρατούν καταλόγους με τα βαφτιστικά ονόματα των πιστών και με το όνομα του πατέρα και της μητέρας. Η γενίκευση της χρήσης του οικογενειακού ονόματος στην Ευρώπη, συνδέεται με τη Σύνοδο του Τρέντο (Concile de Trente), στα 1545-1563.

Στην Τουρκία, τα οικογενειακά επώνυμα έγιναν υποχρεωτικά από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μόλις το 1930.

Τα σύγχρονα ελληνικά επώνυμα

α ελληνικά επώνυμα σήμερα, έχουν τις εξής πηγές προέλευσης

α) το βαφτιστικό όνομα του πατέρα ή της μητέρας π.χ. Κώστας Γεωργίου, Νικόλαος Γιαννάκαινας
Μητρωνυμικά επώνυμα συναντάμε ήδη από το 1201 (Ιωάννης της Ράπτισσας) και αργότερα (Δημήτριος της Καλογραίας 1331).
β) ο τόπος καταγωγής κάποιου, π.χ. Γεώργιος Σαλονικιός
γ) το επάγγελμα, π.χ. Νίκος Αλευράς
δ) φυσικά ή ηθικά χαρακτηριστικά π.χ. Ευάγγελος Δοντάς
ε) οικογενειακές σχέσεις, περιορισμένα στην Ελλάδα, π.χ. Πέτρος Αφεντάκης, Νικόλαος Εγγονόπουλος
στ) ζώα, φυτά ή ορυκτά, ονόματα δηλαδή που δόθηκαν από συσχετισμό κάποιων μ’ ένα ζώο, φυτό ή ορυκτό, μεταφορικά ή μετωνυμικό.

Πολλά επώνυμα, προέρχονται απευθείας από τα λεγόμενα παρωνύμια, τα παρατσούκλια κατά τον Μ. Τριανταφυλλίδη.

Τα επώνυμα των επωνύμων:

Πολλά ελληνικά επώνυμα, είναι… αμιγώς ελληνικά. Υπάρχουν όμως και άλλα, που προέρχονται από ξένες γλώσσες: βενετικά (σχετικά επώνυμα υπάρχουν και πριν το 1200), ιταλικά, σλαβικά, τουρκικά, αρβανίτικα κλπ). Ας δούμε ορισμένα από αυτά, κυρίως επώνυμα γνωστών (πολιτικών, επιστημόνων, καλλιτεχνών κλπ.) και την προέλευσή τους (το <, σημαίνει προέρχεται από…): Αϊβάζης< τουρκ.ayvaz=υπηρέτης, Αϊβαλιώτης, ο καταγόμενος από το Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μ. Ασίας (ayva=κυδώνι), Ακτσόγλου < τουρκ. akca=ασπριδερός(προφανώς από εδώ και το επώνυμο Αχτσιόγλου),

Αλατζάς<τουρκ. alaca=παρδαλός, Αλικάκης < τουρκ. Alik= κουτός ή το τουρκ. Allik= κοσκίνισμα, Αμπατζής< τουρκ. abaci, κατασκευαστής αμπάδων (χοντρά μάλλινα υφάσματα), Αρδίζογλου < τουρκ. ardic= κέδρος, Αρναούτης < τουρκ. Arnavut= Αλβανός, Ασλάνης < τουρκ. aslan=λιοντάρι, Ατματζίδης < τουρκ. atma=ρίξιμο, Μπαϊρακτάρης< τουρκ. bayraktar=σημαιοφόρος, Βακάλης < τουρκ. bakkal=μπακάλης, Βακιρτζής και Μπακιρτζής < τουρκ. bakirci=μπακιρτζής, χαλκωματάς, Βακουφτσής < τουρκ. vakif = ευγενής, Βαλαβάνης < τουρκ. valavan= αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, Μπαλτάς < τουρκ. balta= τσεκούρι, Βαξεβάνης < τουρκ. bahcevan=κηπουρός, Βασάλος< τουρκ. Vassal= υποτέλεια.

Κι άλλα:

Ανάμεσα στα τουρκικής προέλευσης επώνυμα που αναφέραμε, διακρίνατε σίγουρα και κάποια που έχουν διάσημοι ή διάσημες.

Ας δούμε τώρα μερικά επώνυμα … επωνύμων κι από άλλες γλώσσες: Ζουράρης < βενετικό usararo ή το ιταλικό usurario = τοκογλύφος, εκμεταλλευτής, Λέχος = Πολωνός, Μπογδάνος = Μολδαβός, Βόγκλης = μικρός (αρβανίτικη λέξη), Αλέφαντος = υφαντής, Αλιφ(ι)έρης < ιταλ. alfiere = σημαιοφόρος, Αμάραντος, έχει την αρχή του στο ομώνυμο φυτό, Αναλυτής = αυτός που εξάγει, αναλύει το νήμα από τους βόμβυκες του μεταξοσκώληκα, Απέργης < μεσν. απέργιος = αυτός που απέχει από την εργασία, Αργυρός < αρχ. αργυρούς = αυτός που είναι φτιαγμένος από άργυρο, Ασκητής < ασκητής = ερημίτης μοναχός, Βαρούχας < εβρ. Βαρούχ = ευλογημένος, Βερέμης < τουρκ. verem=φυματίωση, μαράζι, Βουτσάς= βαρελάς (το επώνυμο Βουτζάς υπάρχει ήδη από το 1294),

Γαρδέλης < λατιν. carduellis ή ιταλ. cardello και gardello= η καρδερίνα, Γέμελος < λατιν. gemellus=δίδυμος ,Γεννηματάς < γέννημα, αυτός που έχει πολλά σιτηρά αλλά και ο έμπορος δημητριακών, Γκανάς < τουρκ. gani=ζάπλουτος, Δεμέστιχας< λατιν. domesticus, που ήταν τίτλος αξιωματούχου, Δουλγέρης (και τα παρεμφερή Δουλγεράκης, Δουλγερίδης κλπ) < τουρκ. dulger=οικοδόμος, Δρακονταειδής = αυτός που έχει τρομερή (σαν δράκου) όψη, Δρούγας κ’ Δρούγος < δρούγα=ρόκα, Εμπειρίκος < μπιρίκο, είδος γιλέκου, Εξηνταβελόνης = τσιγκούνης, Ζαβός =ανάποδος, δύστροπος, Ζαΐμης < τουρκ. zaim= τιμαριούχος, Ζαμπέτας< της Ελισάβετ (< ιταλ. Elisabetta),

Επιπλέον:

Ζαμπούνης < τουρκ. zabun=ισχνός, αδύνατος, Ζαρίφης < τουρκ. zarif= κομψός, λεπτός, Ζερβός = αυτός που βρίσκεται στο αριστερό μέρος, Ζορμπάς < τουρκ. zorba = ταραξίας, Ιμπροχώρης < ρουμάν. imbrihor= βασιλικός ιπποκόμος, Καβάφης < τουρκ. Kavaf < αραβ. Kafaf= ο πωλητής μεταχειρισμένων υποδημάτων, Καββαδάς και Καββαδίας < μεσν. καββάδιον = είδος χρυσοΰφαντου και μαργαροκέντητου επενδύτη, Καζαντζής και Καζαντζίδης < τουρκ. kazanci = αυτός που φτιάχνει λέβητες, Καλατζής < τουρκ. Kalanci = αυτός που φτιάχνει λέβητες, Kαληώρας, πρόκειται για παρωνύμιο, αυτός που χρησιμοποιεί συχνά τη φρ. «καλή ώρα», Καμπάς < τουρκ. Kaba = χονδροειδής,

Κανάκης < μεσν. κανάκι, = θωπεία, χάδι, Κανέλλης < ιταλ. cannella= το φυτό κανέλα, Καρβέλας < καρβέλι , Κατσιφάρας < κατσηφάρα = ομίχλη, ενώ υπάρχει και η εκδοχή ότι είναι αρβανίτικη λέξη που σημαίνει τον αρχηγό φάρας, Καψής < λατιν. capsa = δοχείο για θέρμανση ή εξάτμιση υγρών, Κουγιουμτζής < τουρκ. Kuyumcu= χρυσοχόος, Κουϊνέλης<τουρκ. Coyun=πρόβατο, Κούγιας= έτσι ονομαζόταν από τους Τούρκους κάποιος που τον χρησιμοποιούσαν ως κλητήρα,Κουμουνδούρος < πιθανότατα από το ιταλ. commodoro = μοίραρχος του στόλου, Κριεζής < αλβαν. Kryezin= μαυροκέφαλος, Λαφαζάνης < τουρκ. lafazan = φλύαρος,

Τα υπόλοιπα:

Λινάρδος < ιταλ. Leonardo, Λογοθέτης < μεσν. λογοθέτης = αξίωμα αυλικό και εκκλησιαστικό , Μάνταλος < μάνδαλος = σύρτης πόρτας, Ματσούκας < λατιν. mazuca= ρόπαλο, Μαυραγάνης, μαυραγάνι = είδος σιταριού με μαύρο άγανο, Μόραλης = αυτός που κατάγεται απ’ τον Μοριά, Μουζουράκης < μουζούρι < ιταλ. missura = μέτρο δημητριακών που αντικατέστησε το μόδι, Μπαλαούρας < μπαλαούρα = θόρυβος ή το ιταλικό ballauro = το κύτος του πλοίου, (Μ) πεχλιβάνης και Πεχλιβανίδης < τουρκ. behlivan = παλαιστής,

Μπουτάρης= βαρελάς(αρβανίτικη λέξη), Ξαρχάκος < Έξαρχος, Πλαστήρας < πλάστης = κυλινδρική ράβδος με την οποία πλάθουν τη ζύμη, Πλωρίτης < πλώρη και σημαίνει «αυτός που βρίσκεται στην πλώρη του πλοίου», Ρήγας και Ρηγάτος, Ρηγόπουλος < ρήγας λατιν. rex=βασιλιάς, Σαμαράς < σαμάρι < λατιν. sagma = ο κατασκευαστής σαμαριών, Σαρτζετάκης < βενετ. sergentini = στρατιώτης πεζικού, υπαξιωματικός στρατού αλλά και δικαστικός κλητήρας, Σαχίνης < τουρκ. Sahin = είδος γερακιού, Σερβετάς < ιταλ. servetta ή γαλλ. serviette= πετσέτα (αρχική σημασία), Σημίτης < τουρκ. simit= κουλούρι, Συρεγκέλας < φρ. «σύρε κι έλα»,

Ταλιαδούρος < ιταλ. Tagliatore= ξυλογλύπτης, Τερζής < τουρκ. terzi= ράφτης, Τσαλίκης < τουρκ. celik= χάλυβας, Φελέκης < τουρκ. feleki= αστρονόμος, δεν γνωρίζουμε πώς προέκυψε η γνωστή βρισιά με τη λέξη αυτή, Κατσιμίχας= ο Μιχάλης ο κυνηγός( αρβανίτικη λέξη), Φίλης, υποκοριστικό του Φίλιππου ,Φλώρος < φλώρος = είδος ωδικού πτηνού, Χαλβατζής < τουρκ. helvaci = ο πωλητής ή παρασκευαστής χαλβά. Όλες οι πηγές μας, σχετίζουν το επώνυμο Τσίπρας με τη λ. τσούπρα= μικρό κορίτσι <αλβαν. tsupre, tsupa.Τέλος, όλα τα επώνυμα με α’ συνθετικό τη λ. Χατζη-, δηλώνουν προσκυνητή των Αγίων Τόπων (ακολουθεί το βαφτιστικό όνομα π.χ. Χατζημιχάλης, Χατζηπέτρος κλπ).

enimerotiko.gr