Αργά το απόγευμα εκείνης της Παρασκευής, 15ης Ιουλίου του 2016, την ώρα που εκατομμύρια Τούρκοι είχαν επιστρέψει από τις δουλειές τους και ξεκουράζονταν ή έκαναν τη βόλτα τους, ενώ άλλοι σκέφτονταν ήδη πώς θα τα φέρουν βόλτα την επόμενη ημέρα, μια μάλλον απρόσμενη είδηση ήρθε να διακόψει τη συνήθη ροή του καθημερινού τους χρόνου. Ο τότε πρωθυπουργός της χώρας, Μπιναλί Γιλντιρίμ, τους ενημέρωσε πως «βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης».
Γρήγορα, όλος ο κόσμος έστρεψε το βλέμμα του στην Τουρκία, αναμένοντας την εξέλιξη και την έκβαση ενός ακόμη πραξικοπήματος. Οι επόμενες ώρες ήταν δραματικές, ενώ η αγωνία για την τύχη του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν, για τον οποίο οι πληροφορίες ήταν αντιφατικές, κορυφωνόταν. Οι ανταποκρίσεις από την Αγκυρα και την Κωνσταντινούπολη έκαναν λόγο για συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις των πραξικοπηματιών και τις μονάδες που παρέμεναν πιστές στην εκλεγμένη κυβέρνηση, με τη συμμετοχή τεθωρακισμένων και μαχητικών ελικοπτέρων και αεροσκαφών, τα οποία δεν δίστασαν να βάλουν στο στόχαστρό τους το Κοινοβούλιο και το προεδρικό μέγαρο.
Μέσα σε λίγες ώρες, η κατάσταση είχε ξεκαθαρίσει. Οι «ερντογανικοί», οι οποίοι είχαν κινητοποιηθεί κατά χιλιάδες στις μεγάλες πόλεις, είχαν πάρει τον έλεγχο της κατάστασης, απομονώνοντας και διαπομπεύοντας τους πραξικοπηματίες, πολλούς από τους οποίους απείλησαν και με λιντσάρισμα. Ο ίδιος ο Ερντογάν, ο οποίος ήταν πρόεδρος της χώρας από το καλοκαίρι του 2014, είχε δώσει σημεία ζωής λίγο μετά τα μεσάνυχτα, καλώντας τους οπαδούς του να κινητοποιηθούν. Αργότερα δε, περίπου στις 4 τα ξημερώματα και ενώ όλα είχαν ήδη κριθεί, επιβεβαιώθηκε πως βρισκόταν στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης.
Από εκεί, στο σύντομο τηλεοπτικό του διάγγελμα, κυριολεκτικά τα είπε όλα, προαναγγέλλοντας όσα θα ακολουθούσαν. Αφού επέρριψε την ευθύνη «σε εκείνους στην Πενσιλβάνια», φωτογραφίζοντας τον πάλαι ποτέ σύμμαχο και μέντορά του Φετουλάχ Γκιουλέν που ζει εκεί, υποσχέθηκε να «καθαρίσει» τον στρατό και τον κρατικό μηχανισμό από τους αντιπάλους του έθνους και του ίδιου. «Αυτή η εξέγερση ήταν ένα δώρου του θεού προς εμάς», είπε – κάνοντας πολλούς να αναρωτηθούν μήπως γνώριζε προκαταβολικά τι επρόκειτο να συμβεί και είχε στήσει μια αριστοτεχνική παγίδα στους αντιπάλους του.
Ορισμένες – ανεπιβεβαίωτες, είναι γεγονός – πληροφορίες αναφέρουν ότι ο τότε επικεφαλής της MIT, Χακάν Φιντάν (ο οποίος παραμένει ως σήμερα στη θέση του και είναι από τους πλέον έμπιστους του Ερντογάν) είχε ανακαλύψει τα σχέδια των «άπιστων» στρατιωτικών και τους ανάγκασε να βιαστούν. Ετσι, η εκδήλωση του πραξικοπήματος έγινε μερικές ώρες νωρίτερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί, με αποτέλεσμα ο συντονισμός να μην είναι καλός και τελικά, σε συνδυασμό και με ορισμένα άλλα γεγονότα, να επικρατήσει χάος στις τάξεις τους.
Ο δε πρόεδρος φέρεται να σώθηκε κυριολεκτικά στο παρά πέντε – όσο για το αεροσκάφος στο οποίο επέβαινε, φέρεται να βρέθηκε στο στόχαστρο των F-16 των πραξικοπηματιών, οι οποίοι όμως (άγνωστο γιατί) δεν το κατέρριψαν.
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι ότι εκείνη τη νύχτα άνοιξε μια νέα σελίδα για την Τουρκία και για τη διακυβέρνηση Ερντογάν και ΑΚΡ. Μέσα στους επόμενους μήνες, μια τεράστια επιχείρηση εκκαθάρισης εξαπολύθηκε απ’ άκρου εις άκρον της χώρας, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες στρατιωτικοί, αστυνομικοί, εκπαιδευτικοί και άλλοι υπάλληλοι του κρατικού μηχανισμού να διωχθούν και να απολυθούν. Οποιοσδήποτε τολμούσε να ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση και τον πρόεδρο ή το είχε κάνει στο παρελθόν βαφτιζόταν συλλήβδην «γκιουλενιστής» και έμπαινε στο στόχαστρο. Τα ΜΜΕ δεν αποτέλεσαν εξαίρεση, καθώς τα περισσότερα συγκροτήματα δήλωσαν πίστη προς το καθεστώς για να σωθούν, ενώ όσα δεν το έκαναν είτε έκλεισαν είτε αντιμετώπισαν τεράστιες δυσκολίες, καθώς δεκάδες δημοσιογράφοι τους διώχθηκαν.
Βαρύ κόστος πλήρωσαν, αναμφίβολα, οι Κούρδοι, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν αυθαίρετα και χωρίς αποδείξεις, συνεργοί του Γκιουλέν και των πραξικοπηματιών.
Ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του τούς κυνήγησαν ανελέητα, εντός και εκτός συνόρων. Η Αγκυρα βρήκε τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να εισβάλει στα εδάφη δύο γειτονικών κρατών, της Συρίας και του Ιράκ, αλλά και για να στείλει στη φυλακή το ηγετικό δίδυμο του Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), Σελαχατίν Ντεμιρτάς και Φιγκέν Γιουκσεγκτάγκ, αρκετούς βουλευτές του, καθώς και τους περισσότερους δημάρχους που εξελέγησαν με τη στήριξή του στις εκλογές του 2019. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, προετοιμάζεται η χαριστική βολή προς το HDP, καθώς έχει ήδη εκκινήσει η διαδικασία για να τεθεί εκτός νόμου, κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συμβεί – πιθανώς εντός του 2021 και σίγουρα πριν από τις επόμενες εκλογές.
Με όλα αυτά, σε συνδυασμό και με το εθνικιστικό παραλήρημα που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, η αλήθεια είναι πως ο Ερντογάν διασφάλισε την παράταση της παραμονής του στην εξουσία, η οποία λίγο πριν από το πραξικόπημα δεν ήταν δεδομένη, όπως φάνηκε και στις διπλές εκλογές της προηγούμενης χρονιάς (Ιούνιος και Νοέμβριος 2015). Το πέτυχε, όμως, με μεγάλο κόστος, σε όλα τα επίπεδα: Για τη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες, για την ειρήνη στην περιοχή, για την οικονομία και το νόμισμα της χώρας, που έχουν βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα.
Συνέπεια όλων αυτών είναι μεγάλο τμήμα του λαού της Τουρκίας να περνά πολύ δύσκολες μέρες. Η λάμψη του Ερντογάν και το αφήγημά του, παρά τα φαραωνικά σχέδια και έργα, έχουν πλέον ξεθωριάσει – κάτι που φαίνεται στις δημοσκοπήσεις, κυρίως όμως αποτυπώθηκε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, με την απώλεια και της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας, όπου εξελέγησαν δύο πολιτικοί που φιλοδοξούν να τον «τελειώσουν».
Ο ίδιος, ωστόσο, δεν έχει πει την τελευταία του λέξη – και πρέπει να τη φοβόμαστε.