Όπως και να το δει κανείς ήταν μια μεγάλη επιχείρηση: 89 στόχοι σε μια γραμμή μήκους 730 χιλιομέτρων, από την Ταλ Ριφάτ στη βορειοδυτική Συρία μέχρι σημεία κοντά στα σύνορα του Ιράκ με το Ιράν. Ήταν το είδος της επιχείρησης που είναι σχεδιασμένη καιρό πριν ως μια μεγάλης κλίμακας επίδειξη δύναμης και σίγουρα δεν ήταν απλώς μια «στιγμιαία» αντίδραση στην βομβιστική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη.
Στην πραγματικότητα ήταν η αεροπορική εκδοχή του πολέμου που θα ήθελε να διεξάγει η Τουρκία και στο έδαφος στη Συρία ενάντια στις κουρδικές πολιτοφυλακές YPG (Μονάδες Προστασίας Λαού), που η Άγκυρα τις αντιμετωπίζει ως ταυτόσημες με το παράνομο PKK.
Για την τουρκική κυβέρνηση παραμένει ένα «υπαρξιακό» ζήτημα να υπάρχει στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Συρία μια κουρδική οιονεί κρατική οντότητα. Κάτι τέτοιο στα μάτια της τουρκικής πλευράς σημαίνει ότι υπάρχει ένα «σημείο αναφοράς» και ένα «παράδειγμα» για αυτό που θα ήθελαν να κάνουν και οι Κούρδοι στην Τουρκία στις περιοχές που έχουν πλειοψηφία.
Αυτό εξηγεί γιατί η Τουρκία έχει έτοιμα σχέδια για μεγάλης κλίμακας εισβολή στη Συρία ώστε να τσακίσει τις ημιαυτόνομες κρατικές δομές των Κούρδων, να «εξαλείψει» την απειλή των ενόπλων κουρδικών οργανώσεων και, ει δυνατόν, να εγκαταστήσει σε αυτές τις περιοχές που θα πάρει υπό τον έλεγχό της ένα μεγάλο μέρος από τους Σύριους πρόσφυγες που σήμερα βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος, σε μια προσπάθεια ταυτόχρονα να κατευνάσει το σχετικά πρόσφατο κύμα δυσαρέσκειας απέναντι στους πρόσφυγες αλλά και να αλλοιώσει την εθνολογική σύνθεση σε αυτές τις περιοχές.
Αυτή είναι η επιδίωξη της Τουρκίας και σε αυτό το πλαίσιο έχει συνεργαστεί (και χρηματοδοτήσει και εξοπλίσει) και ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις της «Συριακής Αντιπολίτευσης».
Γι’ αυτόν τον λόγο και έχει ήδη πραγματοποιήσει κατ’ επανάληψη στρατιωτικές εισβολές σε συριακό έδαφος, διατηρεί τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εντός της Συρίας και ουσιαστικά έχει υπό τον έλεγχό της ορισμένες περιοχές της Συρίας.
Και γι’ αυτόν τον λόγο πιέζει τόσο επίμονα τις ΗΠΑ και τη Ρωσία να πάρει το «πράσινο φως» για να προχωρήσει και σε νέα μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση.
Στα τουρκικά σχέδια για μεγάλης κλίμακας εισβολή έχουν υπάρξει μέχρι τώρα σημαντικές αντιρρήσεις και ένα άτυπο βέτο.
Υπάρχει καταρχάς η αντίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών. Για τις ΗΠΑ οι κουρδικές πολιτοφυλακές στο Κομπάνι είναι ένας βασικός σύμμαχος στην πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους, όπως είχε φανεί και στην πολιορκία της Ράκα. Επιπλέον, ακόμη και τώρα οι Κούρδοι είναι υπεύθυνοι για την κράτηση ενός σημαντικού αριθμού κρατουμένων μελών του Ισλαμικού Κράτους. Η συνεργασία με τους Κούρδους εξασφαλίζει στις ΗΠΑ ένα βολικό περιβάλλον για να διατηρούν έναν αριθμό επίλεκτου στρατιωτικού προσωπικού στο έδαφος της Συρίας και ταυτόχρονα να μπορούν εμμέσως να έχουν έναν λόγο για τη μεταπολεμική Συρία. Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει την κατηγορηματική αντιθεσή τους σε μια μεγάλη τουρκική στρατιωτική επιχείρηση σε βάρος των Κούρδων. Αυτό άλλωστε μπορεί να εξηγήσει και την απαξιωτική δήλωση Σοϊλού για τα συλλυπητήρια της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Τουρκία, καθώς η τουρκική πλευρά κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι δείχνοντας ανοχή στους Κούρδους της Συρίας εμμέσως βοηθούν την δράση των παράνομων κουρδικών οργανώσεων στην Τουρκία.
Έπειτα υπάρχει η αντίρρηση της Ρωσίας. Η Μόσχα δεν στηρίζει την προοπτική ανεξαρτητοποίησης των Κούρδων και θεωρεί ότι πρέπει να επιταχυνθεί η πορεία προς την πολιτική ενοποίηση της Συρίας, μέσα από την επέκταση της άσκησης κυριαρχίας από την πλευρά της κυβέρνησης της Δαμασκού. Αυτό εξηγεί γιατί η Ρωσία αντιμετωπίζει την τουρκική παρουσία στη Συρία ως μια προσωρινή διευθέτηση που πρέπει κάποια στιγμή να τερματιστεί. Η αντίρρηση της Ρωσίας είχε μέχρι τώρα μεγάλη σημασία γιατί η Ρωσία έχοντας έναν συνολικότερο ρόλο στην περιοχή εξασφάλιζε και την τουρκική παρουσία. Για παράδειγμα η τουρκική επιχείρηση στην Αφρίν δεν θα είχε γίνει χωρίς την ανοχή της Ρωσίας.
Και βέβαια εχθρικά βλέπει πάντα την τουρκική παρουσία και η κυβέρνηση της Δαμασκού, καθώς θεωρεί ότι όσο παρατείνεται, τόσο περισσότερο ισοδυναμεί με υπονόμευση της δυνατότητας να ενοποιηθεί πολιτικά η Συρία.
Από τη μεριά της η τουρκική κυβέρνηση πάντα κατηγορεί τις ΗΠΑ αλλά και την Ρωσία ότι δεν κάνουν αρκετά για να ελέγξουν και να καταστείλουν τους Κούρδους.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν αυτής της κλίμακας οι αεροπορικές επιθέσεις ήταν απλώς μια επίδειξη μέγιστης δύναμης, με όρους όμως που δεν έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τους σχεδιασμούς και υπολογισμούς των ΗΠΑ και της Ρωσίας, ή εάν η Τουρκία είναι έτοιμη να δοκιμάσει να προχωρήσει και σε χερσαία επιχείρηση κατά των Κούρδων ακόμη και «χωρίς έγκριση». Μια τέτοια κίνηση είναι σαφές ότι θα έχει πολύ ευρύτερες επιπτώσεις και θα διαμορφώνει μια νέα κατάσταση.
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με έναν σαφή πολιτικό υπολογισμό ιδίως του κυβερνώντος AKP στη συνεργασία του με τους εθνικιστές του MHP. Ο Ερντογάν έχει κάνει τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερη επένδυση σε ένα εθνικιστικό αφήγημα, ιδίως σε σχέση με το κουρδικό, με αφορμή τόσο αυτά που γίνονται στη Συρία, όσο και σε σχέση με την επιλογή πιο σκληρής γραμμής στο εσωτερικό.
Επιπλέον, στοχοποιώντας με αυτόν τον τρόπο το PKK, που έχει αρνηθεί κάθε ανάμειξη, ως υπεύθυνο για την επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν δικαιολογεί απλώς τις αεροπορικές επιθέσεις που ούτως ή άλλως ήθελε να κάνει σε βάρος των αυτόνομων κουρδικών περιοχών.
Ταυτόχρονα πιέζει και την υπόλοιπη αντιπολίτευση, ξεκινώντας από το ίδιο το κεμαλικής αφετηρίας CHP, να μην φανεί λιγότερο «πατριωτικό». Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι έτσι ο Ερντογάν μετατοπίζει την ατζέντα της πολιτικής συζήτησης σε ευνοϊκότερο έδαφος. Κυρίως με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να ακυρώσει τον μεγαλύτερο εκλογικό του φόβο που θα ήταν μια σύμπραξη της αντιπολίτευσης με το φιλοκουρδικό HDP, μια σύμπραξη που θα είχε την εκλογική δυναμική όχι απλώς να του στοιχήσει την επανεκλογή αλλά και να οδηγήσει και σε αναίρεση του προεδροκεντρικού συστήματος άσκησης εξουσίας που έδωσε μάχη για να καθιερώσει.
Βεβαίως πίσω από την προσπάθεια να παρουσιαστεί το κουρδικό ως απλώς ένα «στρατιωτικό» ζήτημα ή ως ένα θέμα απλώς και μόνο «αντιτρομοκρατικής δράσης», υπάρχει και το πραγματικό κουρδικό πρόβλημα. Η Τουρκία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με κρίσιμο ερώτημα τι θα κάνει με όλο αυτό το μεγάλο μέρος του πληθυσμού της που αρνείται να αναγνωρίσει τον εαυτό του στο κυρίαρχο εθνικό αφήγημα, το οποίο το βιώνει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ως μια μορφή αποκλεισμού. Την ίδια ώρα όσο η Τουρκία και το τουρκικό πολιτικό σύστημα δεν επεξεργάζονται μια πραγματικά δημοκρατική και συμπεριληπτική λύση για τους Κούρδους, τόσο, στην πραγματικότητα, δεν θα ολοκληρώνεται και ο ουσιώδης εκδημοκρατισμό ς της σύγχρονης Τουρκίας. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε την καριέρα του υποσχόμενος μια διαφορετική αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος, όμως τελικά υπαναχώρησε στα αδιέξοδα της «σκληρής» γραμμής.