Κληρονομιά της αναδρομικής αποτίμησης της πανδημίας γρίπης του 1918 και των προτάσεων που είχαν κάνει επιδημιολόγοι από τη δεκαετία του 2000 για την αντιμετώπιση νέας πανδημίας από παθογόνου του ανώτερου αναπνευστικού, τα lockdown στην πραγματικότητα δεν είχαν δοκιμαστεί ποτέ. Ακόμη και το 2009, με την πανδημία γρίπης H1N1, δεν έγινε κάποια προσπάθεια να εφαρμοστούν, καθώς τότε δόθηκε έμφαση στο εμβόλιο.
Όμως την περασμένη άνοιξη, από ένα σημείο και μετά, φάνηκε να αποτελούν για τις περισσότερες κυβερνήσεις τη μόνη διαθέσιμη λύση. Βέβαια ένας από τους λόγους ήταν ότι παρότι είχαν σχετικά έγκαιρη ενημέρωση ότι έχει εμφανιστεί νέος κοροναϊός με πανδημική δυναμική, τα συστήματα υγειονομικής επιτήρησης απέτυχαν. Αυτό εξηγεί γιατί στις περισσότερες χώρες άρχισαν να αναμετρώνται με το πρόβλημα, αφού είχε ήδη υπάρξει διασπορά μέσα στην κοινότητα. Αυτό σήμαινε ότι σε μια σειρά από χώρες δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν την εναλλακτική στρατηγική, δηλαδή μια επιθετική προσπάθεια ελέγχου, εντοπισμού και απομόνωσης κρουσμάτων, στρατηγική που εφάρμοσαν χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας όπως η Νότια Κορέα ή το Βιετνάμ ή το συνδυασμό ανάμεσα σε τοπικά lockdown και μέτρα ελέγχου, εντοπισμού και απομόνωσης που εφάρμοσε η Κίνα.
Με αυτά τα δεδομένα και υπό το βάρος αρχικών εκτιμήσεων για μια πολύ πιο επιθετική πανδημία που θα γονάτιζε τα συστήματα υγείας οι κυβερνήσεις επέλεξαν, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, το δρόμο των lockdown. Συνετέλεσαν σε αυτό και οι εικόνες από την Ιταλία (αν και στην Ιταλία πέρα από προβλήματα ελλιπούς επιδημιολογικής επιτήρησης, υπήρξε μάλλον και αυξημένη αρχική νοσοκομειακή μετάδοση).
Η βασική επιχειρηματολογία ήταν το κέρδισμα χρόνου: η καμπύλη των κρουσμάτων (όπως και των θανάτων) θα χαμήλωνε, το σύστημα υγείας δεν θα έφτανε στο όριό του, ιδίως ως προς τις κλίνες ΜΕΘ, και θα προχωρούσε η έρευνα για το εμβόλιο.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις αποτιμούν θετικά τα lockdown της άνοιξης, όπως και αντίστοιχα μέτρα σε χώρες του Νοτίου Ημισφαιρίου όπως η Αυστραλία, κυρίως επειδή φάνηκε ότι μπορούσαν να περιορίσουν τελικά πολύ τα νέα κρούσματα (και τους νέους θανάτους), επιτρέποντας τη σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (που αποτυπώθηκε και στην εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο σε αρκετές χώρες).
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά θα έδειχνε ότι τα lockdown είχαν πιο αντιφατικά αποτελέσματα. Καταρχάς σε αρκετές χώρες δεν απέτρεψαν υψηλά ποσοστά θανάτων. Μια ματιά στον αριθμό των χωρών που στις αρχές του καλοκαιριού είχαν πάνω από 500 θανάτους σχετιζόμενους με COVID-19 ανά εκατομμύριο πληθυσμού, θα έδειχνε ότι οι περισσότερες είχαν εφαρμόσει lockdown. Π.χ. το Βέλγιο είχε στις αρχές Ιουλίου πάνω από 800 θανάτους σχετιζόμενους με COVID-19, παρότι είχε εφαρμόσει αυστηρό lockdown, αρκετά περισσότερους από τη Σουηδία, που δεν είχε εφαρμόσει lockdown αλλά συστάσεις για κοινωνική αποστασιοποίηση, που είχε 545 θανάτους ανά εκατομμύριο εκείνη τη στιγμή, με τις δύο χώρες να έχουν αντιμετωπίζει μεγάλο μέρος του κόστους σε ζωές σε γηροκομεία. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι και χώρες της Λατινικής Αμερικής, που επίσης έχουν εφαρμόσει αυστηρά lockdown, δεν απέτρεψαν μεγάλους αριθμούς θυμάτων.
Ένας από τους λόγους ήταν ότι τα lockdown δεν απέτρεψαν την είσοδο του ιού σε χώρους όπως τα γηροκομεία όπου προκάλεσαν πολύ μεγάλο αριθμό των θανάτων σε αρκετές χώρες την άνοιξη. Αυτό είχε να κάνει με την υποστελέχωση, με τις περικοπές (σε δημόσια ιδρύματα), την έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού και την πολύ καθυστερημένη εφαρμογή αυστηρών πρωτοκόλλων προστασίας.
Ένας άλλος λόγος ήταν ότι τα lockdown δεν απέτρεψαν την έκθεση σε κίνδυνο πολλών «ουσιωδών εργαζομένων», στα συστήματα υγείας, στις βασικές υποδομές και στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Εδώ σε ορισμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η Μεγάλη Βρετανία, διαπιστώθηκαν πολύ οδυνηρά τα αποτελέσματα των κοινωνικών ανισοτήτων, του ρατσισμού και των περικοπών στα συστήματα υγείας. Και αυτό γιατί ξέρουμε ότι ο αυξημένος κίνδυνος για σοβαρή νόσηση ή θάνατο από COVID-19 σχετίζεται με την ηλικία ή / και υποκείμενα προβλήματα υγείας. Διαπιστώθηκε ότι η ύπαρξη μεγαλύτερης συχνότητας αρρύθμιστων προβλημάτων υγείας σε ανθρώπους που ήταν φτωχότεροι ή / και ανήκαν σε μειονότητες σήμαινε και πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσουν σοβαρά ή και να πεθάνουν από COVID-19 και αυτό είχε να κάνει με χειρότερες συνθήκες διαβίωσης, χαμηλότερα εισοδήματα και αδυναμία πλήρους πρόσβασης στις υπηρεσίες του συστήματος υγείας.
Η άλλη διάσταση των lockdown ήταν φυσικά το κοινωνικό κόστος που είχαν και έχουν. Το γεγονός ότι τα περιοριστικά μέτρα παγκοσμίως οδήγησαν σε μια πρωτοφανή οικονομική ύφεση είναι απλώς μια ένδειξη. Και αυτό γιατί η γενική οικονομική συρρίκνωση δεν μεταφράζεται σε ομοιόμορφη επιδείνωση για όλα τα κοινωνικά στρώματα, καθώς τα πιο φτωχά στρώματα, ξεκινώντας από τους ελαστικά εργαζόμενους στις υπηρεσίες, το εμπόριο, την εστίαση, ή οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δέχονται περισσότερα πλήγματα. Με τις περισσότερες χώρες να πηγαίνουν σε δεύτερο κύμα μέτρων, άρα και σε δεύτερο υφεσιακό κύμα, είναι πιθανός ο κίνδυνος μεγάλης ανεργίας αλλά και φτωχοποίησης κοινωνικών στρωμάτων, παρά την προσπάθεια των κυβερνήσεων να χρησιμοποιήσουν μεγάλα πακέτα κρατικής χρηματοδότησης για να την αποτρέψουν.
Η επιστροφή κυρίως των ευρωπαϊκών χωρών σε lockdown έχει να κάνει με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την πανδημία μετά από τον πρώτο γύρο μέτρων. Με δεδομένο ότι προς το παρόν η θνησιμότητα δείχνει μικρότερη σε σχέση με την άνοιξη, αποτέλεσμα και της βελτίωσης των θεραπευτικών πρακτικών και πρωτοκόλλων και ενός περιορισμού της διασποράς σε χώρους όπως τα γηροκομεία, το κρίσιμο ερώτημα αφορούσε την ικανότητα των συστημάτων υγείας να υποδεχτούν αυξημένο αριθμό σοβαρών περιστατικών. Η ίδια η αύξηση των κρουσμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί αναμενόμενη. Ο COVID-19 είναι ένα νέο παθογόνο, πολύ μεταδοτικό, χωρίς προηγούμενη ανοσία και μεταδιδόμενο με τους τρόπους του κοινού κρυολογήματος. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ιδίως σε μεγαλουπόλεις, αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες σε χώρους μαζικής φιλοξενίας, διευκολύνουν τη μετάδοσή του, με τον τρόπο που κάθε χρόνο πολύ δύσκολα αποφεύγουμε τις αλλεπάλληλες ιώσεις, με τη διαφορά βέβαια ότι εδώ έχουμε σημαντική πιθανότητα σοβαρής νόσησης ή / και θανάτου για τους ηλικιωμένους και όσους έχουν υποκείμενα προβλήματα υγείας. Ωστόσο, φαίνεται ότι παρά την εμπειρία της άνοιξης δεν έγινε η προσπάθεια που ήταν αναμενόμενη – και σε μεγάλο βαθμό υπεσχημένη – για να υποδεχτούν τα συστήματα υγείας τα σοβαρά περιστατικά που θα αναλογούσαν στην αναπόφευκτη αύξηση των κρουσμάτων με την επιστροφή και σε πιο «χειμωνιάτικο» τρόπο ζωής.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι δεν υπήρξε επεξεργασία μιας στρατηγικής άλλης από αυτή του περιορισμού της γενικής διασποράς. Δηλαδή, δεν υπήρξε – ή θεωρήθηκε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει – μια στρατηγική που θα «άντεχε» μεγάλους αριθμούς κρουσμάτων σε ηλικίες και κατηγορίες με συγκριτικά μικρότερο κίνδυνο, και μεγαλύτερη προστασία των ευπαθών. Στο βαθμό που η εκτίμηση παρέμεινε ότι η προστασία των ευπαθών περνά κυρίως από το γενικό περιορισμό της διασποράς και όχι από στοχευμένα μέτρα, η επιστροφή στη λογική του λοκντάουν ήταν αναπόφευκτη για αυτό τον τρόπο σκέψης, με δεδομένα και τα όρια των συστημάτων υγείας.
Το τρίτο στοιχείο είναι ότι πέραν της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας το τι σημαίνει ασφαλέστερη λειτουργία δραστηριοτήτων σε μικρό βαθμό έτυχε μεγαλύτερης μελέτης. Δεν είναι τυχαίο ότι διαμαρτυρίες για υπερπλήρη μέσα μαζικής μεταφοράς, χώρους εργασίας και σχολικές / πανεπιστημιακές αίθουσες υπάρχουν σε πολλές χώρες. Στο βαθμό που δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν τέτοιες πρακτικές και πρωτόκολλα, ήταν αναμενόμενο με την αύξηση των κρουσμάτων, το lockdown επιστρέφει πάλι σαν λογική.
Τα lockdown της άνοιξης, μπορεί να φάνταζαν «βίαια», όμως είχαν έναν σαφή ορίζοντα. Γι’ αυτό και είχαν αρκετή συναίνεση των κοινωνιών. Όμως, τώρα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Καταρχάς, παρά την προσπάθεια των κυβερνήσεων να στείλουν αισιόδοξα μηνύματα για τα εμβόλια, είναι σαφές ότι η έναρξη του μαζικού εμβολιασμού θα πάρει κάποιο καιρό ακόμη. Έπειτα, παρότι θα μπορούσε κανείς να αναμένει περιορισμό της διασποράς από ένα σημείο και μετά, γνωρίζουμε πια ότι όταν ξαναχαλαρώσουν τα μέτρα θα υπάρξουν ξανά αυξητικές τάσεις, που με τη σειρά τους, δεδομένων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, θα ξαναθέσουν το ερώτημα των περιοριστικών μέτρων στο τραπέζι.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί αυτή τη φορά φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη δυσπιστία ή ακόμη και αντιδράσεις σε αυτά τα μέτρα, καθώς μεγάλα τμήματα των κοινωνιών ζητούν μια πιο σαφή προοπτική από τη γενική αίσθηση πολύμηνων περιοριστικών μέτρων, με τη μία ή την άλλη μορφή.