Την Παρασκευή, σχεδόν 100 ημέρες μετά τις εκλογές στην Καταλονία, τα τρία κόμματα που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία ανακοίνωσαν τη συγκρότησης νέας κυβέρνησης. Επικεφαλής της θα είναι ο Πέρε Αραγκονές, ο οποίος προέρχεται από την Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) και έλαβε 74 ψήφους σε σύνολο 135 στο τοπικό κοινοβούλιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ERC σε αυτή την αναμέτρηση κατάφερε να πάρει «κεφάλι» από το σαφώς πιο συντηρητικό JxCat (Μαζί για την Καταλονία). Ένα σχήμα από το οποίο προερχόταν ο προηγούμενος πρωθυπουργός, καθώς και ο καταδικασμένος για «στάση» ευρωβουλευτής Κάρλες Πουτζδεμόντ, ο οποίος είχε ηγηθεί του επεισοδιακού (και τυπικά παράνομου) δημοψηφίσματος του 2017.
Έτσι, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει κανείς ότι στην Καταλονία καταγράφηκε μια μικρή αλλά σαφής μετατόπιση προς τα πιο αριστερά και ριζοσπαστικά κόμματα. Μετατόπιση η οποία, μάλιστα, γίνεται πιο αισθητή από την παρουσία του κόμματος CUP, το οποίο δηλώνει αντικαπιταλιστικό και στις εκλογές διπλασίασε σχεδόν τη δύναμή του, συγκεντρώνοντας 9 έδρες.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αραγκονές δεν έχασε χρόνο και στις πρώτες δηλώσεις που έκανε δεν μάσησε τα λόγια του: Απαίτησε από τη Μαδρίτη και την κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ να δώσουν το δικαίωμα στους Καταλανούς να πραγματοποιήσουν ένα νόμιμο δημοψήφισμα και να αποφασίσουν για το μέλλον τους και την ανεξαρτησία τους.
Πρόβαλε δε το παράδειγμα των Σκοτσέζων, στους οποίους το Λονδίνο έδωσε την ευκαιρία το 2014 – έστω και αν το δημοψήφισμα που οργάνωσαν δεν έφερε το αποτέλεσμα που επιθυμούσαν και ηττήθηκαν καθαρά. Με αποτέλεσμα, όπως όλοι γνωρίζουν, το SNP και η Νίκολα Στέρτζον να θέτουν θέμα νέου δημοψηφίσματος, μετά και την εμφατική τους επικράτηση στις πρόσφατες εκλογές που διεξήχθησαν στη Σκοτία.
Το κάνουν δε επικαλούμενοι το Brexit, το γεγονός ότι οι συμπατριώτες τους τάχθηκαν με μεγάλη πλειοψηφία κατά της αποχώρησης από την ΕΕ και την πρόθεσή τους να καταθέσουν αίτημα ένταξης σε αυτήν – ως ανεξάρτητο, πλέον, κράτος.
Ο Αραγκονές, πάντως, ελπίζει πως δεν θα χρειαστεί δεύτερη προσπάθεια και οι συμπατριώτες του θα περάσουν τον πήχη καθαρά με την πρώτη. Την εκτίμησή του ενισχύουν τόσο οι δημοσκοπήσεις όσο και το μίσος που έχει σωρευτεί στην Βαρκελώνη και άλλες πόλεις της Καταλονίας για την άγρια καταστολή που χρησιμοποίησε πριν τέσσερα χρόνια η τότε κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι – με αποτέλεσμα αρκετοί ηγέτες των αυτονομιστών να είναι τώρα στη φυλακή.
Θεωρεί, επίσης, πως διαθέτει ένα ισχυρό μοχλό πίεσης σε βάρος του Σάντσεθ. Κι αυτό διότι το ERC είναι αυτό που με τις ψήφους του τον έκανε πρωθυπουργό το 2020, με αντάλλαγμα όμως την έναρξη συνομιλιών για το μέλλον της Καταλονίας. Τώρα, λοιπόν, ο Αραγκονές αναμένει το αντάλλαγμα που του έταξε ο ηγέτης των Σοσιαλιστών, οι οποίοι ναι μεν «έκλεψαν» την πρωτιά στην Καταλονία, αλλά δεν διαθέτουν πλειοψηφία.
Η έναρξη και, πολύ περισσότερο, η κατάληξη αυτής της διαπραγμάτευσης δεν αναμένεται να είναι μια εύκολη υπόθεση. Ειδικά καθώς ο Σάντσεθ και το κόμμα του έχουν πληγωθεί μετά τις τοπικές εκλογές στη Μαδρίτη και τον θρίαμβο Δεξιάς και Ακροδεξιάς (Λαϊκού Κόμματος και Vox), ενώ βλέπουν και τους εταίρους τους των Podemos να κλονίζονται μετά την πολιτική «συνταξιοδότηση» του Πάμπλο Ιγκλέσιας.
Δεν είναι λίγοι, λοιπόν, εκείνοι που πιστεύουν πως ο Σάντσεθ θα προτιμήσει – εφόσον τα παζάρι φτάσει σε δύσκολο σημείο – να πάει σε γενικές εκλογές, αντί να χρεωθεί αυτός την όποια απόφαση.
Σε κάθε περίπτωση, βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, δεν είναι δύσκολο κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα ότι καθώς ο εφιάλτης του Brexit αρχίζει να απομακρύνεται, η Ευρώπη εισέρχεται σε μια περίοδο νέων πολιτικών αναταράξεων. Με έμφαση, εκτός των άλλων, στα κινήματα υπέρ της ανεξαρτησίας και της μεγαλύτερης αυτονομίας, που ποτέ δεν έσβησαν και τώρα μοιάζουν να αναζωπυρώνονται, στο φόντο της γενικότερης κρίσης.
Εκτός της Σκοτίας και της Καταλονίας, άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και οι Φλαμανδοί. Οι «Ολλανδοί του Βελγίου», με άλλα λόγια, που θεωρούν υποτιμητικό και προσβλητικό να ανήκουν στην ίδια χώρα με τους γαλλόφωνους Βαλόνους και έχουν ξεκαθαρίσει πως θα διεκδικήσουν αυτό που (θεωρούν ότι) τους ανήκει με την πρώτη ευκαιρία.
Παράλληλα, βεβαίως, αρκετά πιο νότια, υπάρχουν και τα Βαλκάνια, όπου η κατάσταση είναι πιο εκρηκτική και τα προβλήματα συνήθως (αν και όχι πάντα) δεν λύνονται με διάλογο όταν φτάνει η κρίσιμη στιγμή.
Θα αντέξει, λοιπόν, η Ευρώπη τις φυγόκεντρες δυνάμεις που υπάρχουν και μοιάζουν να ενισχύονται επικίνδυνα; Πώς θα διαχειριστεί το πρόβλημα, καθώς είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να το παραβλέψει ή να το βάλει «κάτω από το χαλί»;
Και τι επιπτώσεις θα έχει αυτή η αναμέτρηση στο συνολικό πολιτικό σκηνικό, σε μια στιγμή που – όπως δείχνουν και οι συσχετισμοί στην Ευρωβουλή και σε αρκετές κυβερνήσεις – οι εθνικισμοί βρίσκονται σε φάση έξαρσης;