Η οξύτατη επίθεση που εξαπέλυσε ο Μπάιντεν κατά του Πούτιν σήμανε το τέλος του ιδιότυπου μορατόριουμ με τη Ρωσία που είχε επιβάλει η προεδρία Τραμπ.
Η νέα αμερικανική διοίκηση αξιολογεί ότι η Ρωσία έχει σταδιακά επιστρέψει σε λογικές σφαιρών επιρροής και τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας στα διεθνή ζητήματα. Τα γεγονότα της Γεωργίας το 2008 και της Ουκρανίας το 2014 αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η Ρωσία του Πούτιν, όμως, δεν αρκέστηκε στην ανάκτηση επιρροής στην εγγύς περιφέρειά της. Η Ρωσία προσπαθεί, ενεργά πλέον, να ανακτήσει τη χαμένη επιρροή της σε περιφερειακά υποσυστήματα όπως η Μέση Ανατολή αλλά και τα Βαλκάνια.
Ο τρίτος ομόκεντρος κύκλος της ρωσικής πολιτικής αφορά στη συνολική στάση της Ρωσίας στον κόσμο. Εκεί η Ρωσία έχει υιοθετήσει μια στάση «ταραξία». Ακολουθώντας ένα δόγμα υβριδικών ασύμμετρων απειλών και μεθόδων, που συσκοτίζει τις γραμμές ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Ενα δόγμα που αποφεύγει την απευθείας αντιπαράθεση με τις δυτικές δυνάμεις αλλά στοχεύει στην αποδυνάμωσή τους μέσω της τακτικής του «διαίρει και βασίλευε» και στη δημιουργία χάους στο εσωτερικό τους.
Οι κατηγορίες για ρωσική ανάμειξη στα εσωτερικά δυτικών χωρών έχουν αρχίσει να πληθαίνουν. Χρηματοδοτήσεις ακραίων κομμάτων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, διασπορά ψευδών ειδήσεων, επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, υποδαύλιση κοινωνικών και φυλετικών διακρίσεων, είναι μερικά μόνο από τα νέα όπλα του Κρεμλίνου στο υπογάστριο της Δύσης.
Οι στοιχειοθετημένες, όμως, κατηγορίες για ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 και του 2020 είναι αυτές που για τη σημερινή αμερικανική διοίκηση ξεχείλισαν το ποτήρι. Η οξύτατη επίθεση Μπάιντεν συνιστά μια ισχυρή προειδοποίηση προς τη Ρωσία, ότι οι πράξεις της πλέον δεν θα μένουν αναπάντητες.
Για τις ΗΠΑ, πάντως, η κύρια πλανητική απειλή δεν προέρχεται από την παρηκμασμένη Ρωσία αλλά από την ανερχόμενη Κίνα. Η Κίνα προβάλλει ως ο κυριότερος αντίπαλος στο σκαληνό αυτό πλανητικό τρίγωνο ισορροπίας ισχύος.
Η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία στον κόσμο και οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί είναι τρεις φορές αυτών της Αμερικής. Εννέα από τις 20 σημαντικότερες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είναι κινέζικες. Αυξάνει επιθετικά τις στρατιωτικές της δυνατότητες και προβάλλει, πλέον, ως η μόνη δύναμη που μπορεί να ανταγωνιστεί την Αμερική σε κάθε πεδίο με αξιώσεις μεταβολής της πλανητικής ισορροπίας ισχύος.
Η Κίνα, όμως, δεν επιδιώκει μια μετωπική και καθοριστική αντιπαράθεση με τη Δύση αλλά τη σταδιακή βελτίωση της θέσης της μέσα από μια αλληλουχία κινήσεων. Η φιλοσοφία της είναι μια σταδιακή, επαυξητική διαδικασία συσσώρευσης «σχετικών κερδών», παρά η απευθείας σύγκρουση με τον αντίπαλο με στόχο την ολοκληρωτική επικράτηση.
Η φύση της πρόκλησης που στοιχειοθετεί η κινεζική τακτική δεν οδηγεί στην «παγίδα του Θουκυδίδη», που περιγράφει ο Αλισον. Οι σημερινές συνθήκες ακυρώνουν την απευθείας αντιπαράθεση ως επιλογή, ακόμη και όσο η Δύση έχει σαφές προβάδισμα ισχύος. Η ύπαρξη πυρηνικών όπλων, η συμμετοχή της Κίνας στο παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα, οι κοινές περιβαλλοντικές και πανδημικές απειλές, απαιτούν μια άλλη στρατηγική από τις ΗΠΑ.
Η στρατηγική αυτή είναι ένα μείγμα συνεργασίας σε τομείς που αυτό είναι εφικτό και ανάσχεσης της κινεζικής ισχύος όπου αυτό είναι αναγκαίο. Αυτή η στρατηγική, όμως, πρϋποθέτει την ενότητα του ευρωατλαντικού χώρου, της Δύσης δηλαδή, ως ενιαίου γεωπολιτικού και γεωοικονομικού δρώντος. Αυτή τη στόχευση υπηρετούν οι δυο κύριες πολιτικές πρωτοβουλίες της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, που είναι η αποκατάσταση της ενότητας του ευρωατλαντικού χώρου, αλλά και η σύμπηξη ενός συνασπισμού δημοκρατιών.