Τρία χρόνια νωρίτερα, οι δραματικές εξελίξεις στην οικονομική και πολιτική ελιτ της Σαουδικής Αραβίας παρέπεμπαν σε ένα είδος game of thrones. Εκατοντάδες από τα ισχυρότερα άτομα της χώρας, μεταξύ των οποίων πρίγκιπες, μεγιστάνες και υπουργοί, συνελήφθησαν μέσα στη νύχτα και τέθηκαν υπό κράτηση στο ξενοδοχείο Ritz-Carlton.
Πίσω από το μαζικό κύμα συλλήψεων μελών της βασιλικής οικογένειας και κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης βρισκόταν ο 32χρονος τότε πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Πρόθεσή του είναι να πάρει τον έλεγχο της χώρας, πραγματοποιώντας ταυτοχρόνως και μία πρωτοφανή για το Βασίλειο των Σαούντ αναδιανομή πλούτου και δύναμης.
Έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη και η πλέον αμφιλεγόμενη εκκαθάριση στην ιστορία του σύγχρονου βασιλείου. Η καρατόμηση ακόμα και του διοικητή της Εθνοφρουράς καθώς και του αρχηγού του Πολεμικού Ναυτικού σηματοδότησε ξεκάθαρα την αλλαγή σκυτάλης. Εκτός των άλλων, πάγωσαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί των «υπόπτων» και όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους αποδόθηκαν στο κράτος. Οι ανακοινώσεις εκείνης της περιόδου μιλούν για πάγωμα περισσοτέρων από 1.200 λογαριασμούς που ανήκαν σε ιδιώτες και εταιρείες στο πλαίσιο των ερευνών. Όσο περνούσε ο καιρός, η λίστα των λογαριασμών που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα ολοένα και διευρυνόταν. Ακόμα και σήμερα παραμένει άγνωστο το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε.
Ηγετικές προσωπικότητες που ενεπλάκησαν, τρία χρόνια αργότερα αποκαλύπτουν λεπτομέρειες για το τί ακριβώς συνέβη. Οι πρώην συλληφθέντες, πολλοί από τους οποίους πλέον έχουν χάσει κάθε κοινωνικό και οικονομικό προνόμιο, περιγράφουν σκηνές βασανιστηρίων και ψυχολογικών κακοποιήσεων.
Υπήρξε εκτεταμένη έρευνα και εξοντωτική ανάκριση, ακόμα και από τους οικονομικούς συμβούλους του βασιλιά, ώστε να αποκαλυφθούν και να αδράξουν τον πλούτο που κρυβόταν πίσω από περίτεχνες επενδύσεις, Funds, λογαριασμούς του εξωτερικού σε άλλες χώρες και τα λοιπά. Η περιγραφή του τι ακριβώς συνέβη εκείνα τα δραματικά 24ωρα πίσω από τις πόρτες του πολυτελούς ξενοδοχείου που μετατράπηκε σε φυλακή έρχεται από τα στόματα των παθόντων. Άτομα με απεριόριστη εξουσία και επιρροή, αποφάσισαν να μιλήσουν στην Τρίτη επέτειο της απαγωγής και αποπομπής τους από την κοινωνική τους θέση, ακόμα και από την ίδια την χώρα τους.
Το πλέον τραγικό είναι ότι τα βασανιστήριά τους ξεκίνησαν με ένα τηλεφώνημα που δεν κίνησε υποψίες. Ο πρίγκιπας διάδοχος επιθυμούσε να τους συναντήσει. Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο, μάλιστα, αποτελούσε και σημείο συνάντησης παρόμοιων ραντεβού. Όταν έφτασαν εκεί, αστυνομικοί απομάκρυναν τους σωματοφύλακές τους και τους υποχρέωσαν να μπουν σιδηροδέσμιοι στο ξενοδοχείο, ενημερώνοντάς τους ότι πρόκειται για σύλληψη με την κατηγορία της προδοσίας. Μία κατηγορία που συνήθως τιμωρείται και με θάνατο.
Την πρώτη νύχτα, τα πρόσωπά τους καλύφθηκαν με κουκούλες, ενώ σχεδόν όλοι υποβλήθηκαν σε αυτό που η αιγυπτιακή κοινή αντίληψη αποκαλεί «νύχτα του ξυλοδαρμού». Τους ρωτούσαν επιμόνως αν γνώριζαν γιατί βρίσκονταν εκεί. «Κανείς δεν απαντούσε». Οι περισσότεροι παρακαλούσαν για την ζωή τους, επιμένοντας ότι είναι πιστοί στο βασιλιά και στον διάδοχο. Υπήρξαν καμία δεκάδες άνθρωποι δεμένοι πισθάγκωνα στους τοίχους. Τα μαρτύρια συνεχίστηκαν για ώρες. Την επομένη ημέρα κάθε κρατούμενος οδηγήθηκε στο δικό του δωμάτιο. Εκεί τον περίμεναν δύο με τρεις ανακριτές, ώστε να αξιολογηθεί η περιουσία του.
Το δυστύχημα ήταν ότι οι περισσότεροι εξ’ αυτών γνώριζαν ελάχιστα για το πως οι δυτικοί οικονομικοί τους σύμβουλοι διαχειρίζονταν τα χρήματά τους και δεν φάνηκαν χρήσιμοι. Φωτογραφίες από εξωσυζυγικές σχέσεις, ομοφυλοφιλικούς δεσμούς και ό,τι μυστικά είχε ο καθένας χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλός πίεσης. Τότε ήταν που πολλοί έδωσαν τα κινητά τους, προτρέποντας τους ανακριτές τους να επικοινωνήσουν απευθείας με τους οικονομικούς συμβούλους τους στην Ελβετία. Οι περισσότεροι εκ των κατηγορουμένων δεν αντιλαμβάνονταν τον λόγο για τον οποίο βρίσκονταν σε αυτή τη δεινή θέση. Δεδομένου ότι, αυτοί και οι πρόγονοί τους υπηρετούσαν με τυφλή πίστη τη βασιλική οικογένεια. Άλλοι ήταν μέλη αυτής.
Τρία χρόνια αργότερα, ο διάδοχος επιμένει ότι όλος ο πλούτος που κατασχέθηκε ήταν προϊόν διαφθοράς. Φυσικά, δεν έχουν προσκομιστεί στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο.