Μπορεί να μην κατάφερε να σπάσει το ρεκόρ του βιβλίου «Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου», του έβδομου και τελευταίου της σειράς της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, που πούλησε μέσα σε ένα 24ωρο από την κυκλοφορία του, το 2007, οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα, όμως τα 890.000 αντίτυπα που πούλησε το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, την Τετάρτη, μόνο στις ΗΠΑ και τον Καναδά, ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του Μπαράκ Ομπάμα, «Γη της Επαγγελίας» (στα ελληνικά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Athens Bookstore Publications, σε μετάφραση Χρύσας Φραγκιαδάκη και Μάνου Τζιρίτα) δείχνουν πως θα γίνει η πλέον ευπώλητη προεδρική αυτοβιογραφία στη σύγχρονη ιστορία.
Οσοι είχαν ήδη την ευκαιρία να τον διαβάσουν, αυτές τις τελευταίες, μπερδεμένες ημέρες της προεδρίας Τραμπ («ΤΑ ΝΕΑ» προδημοσίευσαν το περασμένο Σάββατο το ελληνικό του «κεφάλαιο»), ένιωσαν σαν να κοιτάζουν μέσα σε μία άβυσσο, ανάμεσα στα δύο αντίθετα άκρα της ανθρωπότητας, αναρωτιόμενοι για μία ακόμα φορά πώς εξέλεξε η ίδια χώρα δύο τόσο ετερόκλητους ανθρώπους. Οπως όμως σχολίασε χαρακτηριστικά ο Τζον Ολιβερ στο τελευταίο για τη χρονιά επεισόδιο του πολύτιμου κωμικο-ενημερωτικού τηλεοπτικού του σόου, αυτή ακριβώς είναι η Αμερική: ο Μπαράκ Ομπάμα από τη μία, ο Τζο Μπάιντεν από την άλλη, και ενδιάμεσα, ο Ντόναλντ Τραμπ. Αυτή την Αμερική θα κληθεί να συμφιλιώσει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος. Στο μεταξύ, ας δούμε μερικά πράγματα που μάθαμε από τη «Γη της Επαγγελίας» – και μερικά που μένει ακόμα να μάθουμε.
Τα βιβλία, το διάβασμα, έγιναν από την εφηβεία του Ομπάμα ακόμα η συντροφιά, η παρηγοριά, ο οδηγός του. Ο ίδιος παραδέχεται βέβαια ότι, όπως έχει συμβεί αναμφισβήτητα σε πολλούς φοιτητές, κάποιες από τις λογοτεχνικές αναζητήσεις του είχαν ανάμεικτα κίνητρα: διάβασε Μαρξ και Μαρκούζε ώστε να μπορέσει να μιλήσει στη «σοσιαλίστρια με τα μακριά πόδια» στον κοιτώνα του, Μισέλ Φουκώ και Βιρτζίνια Γουλφ «για την αιθέρια αμφισεξουαλική που φορούσε κατά κανόνα μαύρα». Οι δύο γυναίκες – σίγουρα – αναζητούνται.
Γνωρίζαμε ήδη από το δικό της μπεστ-σέλερ («Becoming: Η δική μου ιστορία», εκδ. Athens Bookstore) ότι η Μισέλ Ομπάμα δεν είναι φαν της πολιτικής και ότι οι πολιτικές φιλοδοξίες του συζύγου ζόρισαν τον γάμο τους – είναι εντυπωσιακή ωστόσο η ειλικρίνεια με την οποία μιλά για όλα αυτά και ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα. Η Μισέλ τού έδωσε απολύτως απρόθυμα τις ευλογίες της ώστε να θέσει υποψηφιότητα για τη Γερουσία («μην υπολογίζεις καν στην ψήφο μου») και όταν της πρωτοείπε πως σκεπτόταν να διεκδικήσει την προεδρία εκείνη του απάντησε: «Θεέ μου, Μπαράκ…». Την έπεισε όμως με το όραμά του κι εκείνη έγινε ένα από τα μεγαλύτερα προεδρικά ατού του.
Ο Ομπάμα μπορούσε πάντα να ποντάρει στη Μισέλ ώστε να τον προσγειώνει. Εκείνο το πρωινό λοιπόν του Οκτωβρίου (του 2009), χαράματα ακόμα, που χτύπησε το τηλέφωνό του και εκείνη τον ρώτησε, μισοκοιμισμένη, τι συμβαίνει, και εκείνος της απάντησε πως κέρδισε το Νομπέλ Ειρήνης, η Μισέλ του πέταξε απλώς ένα «Υπέροχα, γλυκέ μου» και μετά γύρισε από την άλλη ώστε να κοιμηθεί λίγο ακόμα.
Είναι αποκαλυπτική, όσο και αστεία, η περιγραφή της πρώτης τους συζήτησης ενώ ο Ομπάμα αξιολογούσε τον βετεράνο αμερικανό γερουσιαστή για τη θέση του υποψήφιου αντιπροέδρου του. Ο Τζο Μπάιντεν, γράφει ο Ομπάμα, ήταν αρχικά απρόθυμος γιατί όπως οι περισσότεροι γερουσιαστές, είχε ένα «υγιές εγώ» και δεν του άρεσε η ιδέα να παίξει τον δεύτερο ρόλο. Η συνάντησή τους, λοιπόν, ξεκίνησε με τον Μπάιντεν να εξηγεί όλους τους λόγους για τους οποίους η δουλειά του αντιπροέδρου θα μπορούσε να είναι ένα βήμα πίσω για τον ίδιο – και παράλληλα, όλους τους λόγους για τους οποίους αποτελούσε την καλύτερη δυνατή επιλογή.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν θύμιζε στον Μπαράκ Ομπάμα ένα κομματικό αφεντικό από την παλιά, σκοτεινή εποχή του Σικάγο – αλλά με πυρηνικά όπλα και βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο Ντέιβιντ Κάμερον ήταν ευγενής και γεμάτος αυτοπεποίθηση, την εύκολη αυτοπεποίθηση κάποιου που δεν έχει πραγματικά πιεστεί ποτέ στη ζωή του. Ο Νικολά Σαρκοζί ήταν στα μάτια του ένας πολιτικός που αντιστάθμιζε με θράσος, γοητεία και μία μανιασμένη ενέργεια ό,τι στερούνταν σε ιδεολογική συνοχή.
H επιχείρηση των αμερικανών Navy SEALS στο κρησφύγετο του Οσάμα μπιν Λάντεν, τον Μάιο του 2011, δεν είναι απλώς η πιο δραματική στιγμή στον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων του Ομπάμα, είναι και η πιο προεδρική στιγμή της θητείας του, η πρώτη και τελευταία φορά που δεν χρειάστηκε, καθώς γράφει, να «πουλήσει» αυτό που είχε κάνει στο αμερικανικό κοινό. Την τελική απόφαση την έλαβε μόνος, μέσα στο προσωπικό του γραφείο στον δεύτερο όροφο του Λευκού Οίκου, με έναν αγώνα μπάσκετ να παίζει στον φόντο. Η Χίλαρι Κλίντον, μαθαίνουμε, ήταν 51%-49% υπέρ ενώ ο Τζο Μπάιντεν (και άλλοι) ήταν εναντίον – να μια πληροφορία που ίσως να είχε κοστίσει αν αποκαλυπτόταν προεκλογικά στον Δημοκρατικό υποψήφιο.
Ο Ομπάμα παραμένει στα απομνημονεύματά του εξίσου προσεκτικός με το πρόβλημα του ρατσισμού όσο ήταν και ως πρόεδρος, παρότι δεν χρειάζεται πλέον να φοβάται μήπως αποξενώσει τους λευκούς ψηφοφόρους. Περισσότερο προσπαθεί να καταλάβει – τους διαδηλωτές με τις σημαίες της Συνομοσπονδίας που στήνονταν έξω από τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις όταν ακόμα διεκδικούσε το δημοκρατικό προεδρικό χρίσμα, φωνάζοντάς του να «πάει σπίτι», τις απειλές που ανάγκασαν τη Secret Service να του παράσχει προστασία ήδη από τον Μάιο του 2007, την άνοδο του Tea Party, την επιλογή της Σάρα Πέιλιν ως υποψήφιας αντιπροέδρου του Τζον Μακέιν, την ασχήμια που ο ίδιος και η προεδρία του έβγαλαν μέσα από πολλούς άλλους.
Σίγουρα δεν μετανιώνει που άνοιξε τον δρόμο ώστε να αποκτήσουν είκοσι εκατομμύρια Αμερικανοί ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ούτε για το πακέτο ανάκαμψης των 787 δισ. δολαρίων που κατάφερε να περάσει το 2009 από το Κογκρέσο, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τη χρηματοπιστωτική κρίση, ούτε για το νομοσχέδιο που πρότεινε για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ή τη μεταρρύθμιση του Μεταναστευτικού για την οποία πίεσε – ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ξεκάθαρος ως προς αυτά. Λυπάται ωστόσο που δεν κατάφερε να ενώσει το αμερικανικό έθνος, όπως είχε κάνει άλλοτε ο Ρούζβελτ, να το συνασπίσει πίσω από εκείνα που γνώριζε πως ήταν σωστά. Που δεν κατάφερε να κάνει όσα ήθελε, λόγω της κωλυσιεργίας και του φανατισμού των Ρεπουμπλικανών.
Ο Μπαράκ Ομπάμα καθιστά σαφές πως πιστεύει ότι η μετάβαση από τον 44ο στον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ δεν ήταν τυχαία: αντιθέτως, το γεγονός και μόνο πως ένας επιτυχημένος, ευφυής, απαλλαγμένος από σκάνδαλα μαύρος έμενε στον Λευκό Οίκο ήταν αρκετό ώστε να πυροδοτήσει το αντίθετό του. Ο Τραμπ είναι ωστόσο απλός δευτεραγωνιστής στον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων του, μνημονεύεται μόνο σε εννέα σελίδες, για ένα τηλεφώνημα που είχε κάνει το 2010 σε έναν βοηθό του Ομπάμα προσφερόμενος να φράξει την πετρελαιοπηγή που ξερνούσε πετρέλαιο στον Κόλπο του Μεξικού μετά την έκρηξη στην εξέδρα Deepwater Horizon – και να φτιάξει μία «ωραία αίθουσα χορού» στον Λευκό Οίκο – και πρωτίστως, για εκείνη την άθλια θεωρία συνωμοσίας που χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για την πολιτική του καριέρα: ότι ο Ομπάμα δεν ήταν αμερικανογεννημένος αλλά πράκτορας μουσουλμάνων εξτρεμιστών. Ο πρώην πρόεδρος, όμως, δεν κατευθύνει την οργή του τόσο στον Τραμπ όσο στα μίντια, αυτά τα οποία προσέφεραν το οξυγόνο που μετέτρεψε τη σπίθα σε μια κόλαση φωτιάς.
Ο Ομπάμα γράφει στον πρόλογο πως σκόπευε αρχικά να πει την ιστορία της προεδρίας του μέσα σε 500 σελίδες, και να την ολοκληρώσει μέσα σε ένα χρόνο. Επιπλέον τρία χρόνια και 268 σελίδες αργότερα, ωστόσο, έφτασε μόνο μέχρι τον Μάιο του 2011 – απομένει να αφηγηθεί, στον δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του τη μάχη για την επανεκλογή του το 2012, τις ενδιάμεσες εκλογές του 2014, κατά την οποία οι Δημοκρατικοί έχασαν (και) τον έλεγχο της Γερουσίας, την παρόξυνση της πόλωσης στις ΗΠΑ, την άνοδο και εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ – και μαζί τη συνέχεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, την Αραβική Ανοιξη, τον εμφύλιο της Συρίας, την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν που διέλυσε κατόπιν ο Τραμπ, ξανά ο Τραμπ – ας ελπίσουμε, μέχρι να κυκλοφορήσει ο δεύτερος τόμος, να παραπέμπει απλά σε έναν παλιό, φριχτό εφιάλτη.