Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αποφυγή της κλιμάκωσης ήταν το μόνιμο μέλημα του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Αλλά σχεδόν τρία χρόνια μετά, η πραγματικότητα είναι ότι ο πόλεμος έχει ήδη επεκταθεί και κλιμακωθεί, απλώς όχι ακριβώς με τους τρόπους που πολλοί θα περίμεναν.
Οι ανησυχίες για κλιμάκωση έχουν φουντώσει τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς ο Μπάιντεν εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει αμερικανικά όπλα, ιδίως πυραύλους ATACMS, για να διεξάγει το Κίεβο πλήγματα μεγάλου βεληνεκούς στη Ρωσία. (Το Κίεβο έχει ήδη χρησιμοποιήσει αυτούς τους πυραύλους εναντίον ρωσικών στόχων εντός της κατεχόμενης Ουκρανίας, ενώ χρησιμοποιεί τα δικά του drones και πυρομαχικά για πλήγματα εντός της Ρωσίας).
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιθρ Ζελένσκι, υποστηρίζει ότι μια πιο θανατηφόρα επιθετική εκστρατεία είναι ζωτικής σημασίας για την καταστροφή των ρωσικών κέντρων διοίκησης και των αποθηκών όπλων, όπως κατάφερε η Ουκρανία με θεαματικές επιθέσεις την τελευταία εβδομάδα. Αμερικανοί αξιωματούχοι και ορισμένοι αναλυτές φέρονται να είναι επιφυλακτικοί ως προς το αν η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της μπορούν να παράσχουν αρκετούς από τους σχετικούς πυραύλους, οι οποίοι είναι από τα πιο σπάνια και υψηλής αξίας όπλα στα οπλοστάσιά τους, ώστε να κάνουν σημαντική διαφορά.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ωστόσο, θα προτιμούσε προφανώς να μην έρθει αντιμέτωπος με τέτοια πραγματικότητα: Την Τετάρτη δήλωσε ότι αναθεωρεί το πυρηνικό δόγμα της Ρωσίας εξαιτίας αυτής της απειλής.
Οι επιπτώσεις για τις οποίες ο ίδιος ο Μπάιντεν έχει προειδοποιήσει εδώ και καιρό είναι ο “Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος”. Στα τέλη του 2022 και στις αρχές του 2023, Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι η Ρωσία θα μπορούσε να κλιμακώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία χρησιμοποιώντας πυρηνικά όπλα στο πεδίο της μάχης. Οι απειλές του Πούτιν έχουν επίσης ανά τακτά χρονικά διαστήματα εγείρει τον φόβο ότι η Ρωσία θα μπορούσε να κλιμακώσει πέρα από την Ουκρανία, ανταποδίδοντας στρατιωτικά αντίποινα στις δυτικές χώρες, τα όπλα των οποίων κρατούν το Κίεβο “ζωντανό” στη μάχη.
Αλλά αυτές δεν είναι οι πιο πιθανές μορφές ρωσικής κλιμάκωσης, καθώς απειλούν να παρασύρουν το ΝΑΤΟ – και συνεπώς τις ΗΠΑ – απευθείας στον πόλεμο, μετατρέποντας έναν πόλεμο που η Μόσχα μπορεί να κερδίσει σε έναν πόλεμο που, κατά πάσα πιθανότητα, θα χάσει. Πιο πιθανή είναι η εντατικοποίηση δύο τύπων ασύμμετρης κλιμάκωσης που ήδη επιχειρεί η Ρωσία, με σκοπό να τιμωρήσει τους υποστηρικτές της Ουκρανίας χωρίς να προκαλέσει πλήρη πόλεμο με τη Δύση.
Ο πρώτος τρόπος είναι μια συνεχιζόμενη εκστρατεία σαμποτάζ με στόχο την Ευρώπη. Ο Πούτιν δεν έχει εκτοξεύσει πυραύλους κατά της Βαρσοβίας ή του Λονδίνου – δεν έχει στείλει τα εναπομείναντα στρατεύματά του για να εισβάλουν στην Πολωνία ή στις χώρες της Βαλτικής.
Η Ρωσία έχει διεξάγει όμως μυστικές επιχειρήσεις: Στοχοποιεί σιδηροδρόμους, αποθήκες και άλλες βασικές υλικοτεχνικές εγκαταστάσεις, μερικές φορές χρησιμοποιώντας ντόπιους εγκληματίες ή πρόσφυγες. Αυτές οι επιχειρήσεις παραμένουν κάτω από το όριο του συμβατικού πολέμου, αλλά είναι αρκετά βίαιες: Οι αμερικανικές και οι γερμανικές αρχές απέτρεψαν ένα σχέδιο δολοφονίας του διευθύνοντος συμβούλου της Rheinmetall AG, ενός κατασκευαστή όπλων, τα όπλα του οποίου στέλνονται στην Ουκρανία.
Μην περιμένετε από τον Πούτιν να αναλάβει ανοιχτά την ευθύνη για αυτή την εκστρατεία σαμποτάζ και δολοφονίας. Αλλά το μήνυμα δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί: Εάν ευρωπαϊκές χώρες, ή ακόμη και ιδιώτες, εμπλακούν στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν πρέπει να περιμένουν να βγουν αλώβητοι.
Ο δεύτερος τρόπος κλιμάκωσης αφορά την όξυνση της γεωπολιτικής αναταραχής σε άλλες ζώνες συγκρούσεων, ιδίως στην Ερυθρά Θάλασσα. Αυτό το καλοκαίρι, ο Πούτιν εξέτασε το ενδεχόμενο να προμηθεύσει τους Χούθι της Υεμένης με προηγμένους πυραύλους κρουζ κατά πλοίων, οι οποίοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν θανάσιμα πλήγματα στα πολεμικά πλοία των ΗΠΑ που περιπολούν, καθώς και σε πολιτικά σκάφη. Φέρεται να υποχώρησε μόνο κατόπιν εντολής του de facto ηγέτη της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Μόσχα εξακολουθεί να βοηθά τους Χούθι με συμβουλευτικές υπηρεσίες, και τώρα – καθώς η Ουάσινγκτον εξετάζει τις επιλογές της για κλιμάκωση στην Ουκρανία – υπάρχουν αναφορές ότι ο Πούτιν εξετάζει και πάλι το ενδεχόμενο να παράσχει αυτούς τους πυραύλους στους Χούθι. Αν η Ουάσινγκτον βοηθήσει την Ουκρανία να χτυπήσει βαθειά στη Ρωσία, ο Πούτιν μπορεί να βοηθήσει τους Χούθι να πλήξουν πλοία των ΗΠΑ.
Η σχέση Ρωσίας-Χούθι είναι ένα νήμα στον ιστό δεσμών μεταξύ των ομάδων που είναι αφοσιωμένες στην καταστροφή της υπάρχουσας διεθνούς τάξης. Και από τη σκοπιά του Πούτιν, η αυξημένη υποστήριξη προς τους Χούθι θα ήταν μια στρατηγική κίνηση, αποσπώντας έτσι την προσοχή των ΗΠΑ από την Ουκρανία και τιμωρώντας παράλληλα την Αμερική για τον ρόλο της σε αυτόν τον πόλεμο.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να αυξήσουν τη στήριξη προς την Ουκρανία. Σε αυτό το στάδιο, είναι δύσκολο να δούμε πώς η Ουκρανία και οι υποστηρικτές της μπορούν να κάνουν τον Πούτιν να διαπραγματευτεί μια αξιοπρεπή ειρήνη, εκτός αν βρουν πιο σκληρούς τρόπους να χτυπήσουν τον στρατό του, να φέρουν τον πόλεμο στο έδαφός του και να καταφέρουν σημαντικό πλήγμα στη ρωσική οικονομία. Αλλά οι υποστηρικτές της Ουκρανίας δεν πρέπει να έχουν αυταπάτες πιστεύοντας ότι δεν θα υπάρξει ρωσική αντίδραση σε τέτοιες κινήσεις, δεδομένης της ικανότητας του Πούτιν να δίνει απαντήσεις σε τόσα πολλά μέρη και με τόσους πολλούς τρόπους.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένας παγκόσμιος πόλεμος δι’ αντιπροσώπων, μια σύγκρουση υψηλού κινδύνου που παρασέρνει αντίπαλες χώρες και συνασπισμούς από όλο τον κόσμο. Οι επιπτώσεις των πολέμων με διεθνείς παράγοντες σπάνια παραμένουν περιορισμένες. Σήμερα, οι επιπτώσεις του πολέμου διαχέονται ήδη σε άλλες περιοχές, αν και ασύμμετρα. Όσο περισσότερο κλιμακώνονται οι εξελίξεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, τόσο πιο έντονος μπορεί να γίνει αυτός ο διεθνής αντίκτυπος.