Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες έντονων προσπαθειών από πλευράς Τουρκίας, προσεταιρισμού και αυθαίρετης εκπροσώπησης των δικαιωμάτων των απανταχού μουσουλμάνων με τον Ερντογάν να θέλει να γίνει αυτόκλητος «χαλίφης». Οι πράξεις του όμως αυτές, σε αντίθεση με ό,τι πιθανόν φανταζόταν, δεν συσπειρώνουν τους μουσουλμάνους έναντι του δυτικού κόσμου αλλά μάλλον τους διασπούν σε δύο στρατόπεδα. Το ένα αποτελούμενο από τους παραδοσιακούς, και ίσως τους ελάχιστους εναπομείναντες συμμάχους της Τουρκίας, όπως το Πακιστάν, το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν, οι οποίοι υποδέχτηκαν μάλλον με ευχαρίστηση τη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί, υποκαθιστώντας ή στην καλύτερη περίπτωση δημιουργώντας κι άλλο πόλο λατρείας του Ισλάμ. Επίσης αυτές οι χώρες ανέχονται – αν όχι επικροτούν – την ωμή παρέμβαση της Τουρκίας στα εσωτερικά άλλων κυρίαρχων κρατών, αποδεχόμενες το ρόλο της ηγέτιδας χώρας των μουσουλμάνων που η τελευταία αυθαίρετα θεωρεί ότι οφείλει να διαδραματίσει.
Υπάρχει όμως και το άλλο μπλοκ το οποίο εκπροσωπείται από χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία η οποία, αποτελώντας την γενέτειρα του Προφήτη Μωάμεθ, θεωρείται η αδιαμφισβήτητη κοιτίδα του Ισλάμ και η οποία αντιτίθεται σφοδρά στις τουρκικές μεθοδεύσεις. Οι επαναλαμβανόμενες καταδίκες στις οποίες έχει προβεί ο Αραβικός Σύνδεσμος, το κατεξοχήν θεσμικό όργανο έκφρασης των «αυθεντικών» μουσουλμάνων δίνουν τον ξεκάθαρο τόνο της αντιπαράθεσης, ανάμεσα στον επί αιώνες παραδοσιακό μουσουλμανικό κόσμο όπως εκφράζεται από την πλειοψηφία των χωρών της Αραβικής χερσονήσου και στην αναδυόμενη και πάντα απειλητική Μουσουλμανική Αδελφότητα, της οποίας οι ρίζες απλώνονται στην τουρκική κυβέρνηση, όπως άλλωστε και στην αντίστοιχη του Κατάρ.
Η υποκίνηση ταραχών που τον τελευταίο καιρό προκαλούν οι παρεμβάσεις Ερντογάν, προασπιζόμενος δήθεν τα δικαιώματα των μουσουλμανικών μειονοτήτων που διαβιούν στον ευρωπαϊκό χώρο, επιβεβαιώνουν με τον πιο απερίφραστο τρόπο τα δύο αξιώματα με τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η τουρκική εξωτερική πολιτική. Τον μεν σκοπό της να προσεταιρισθεί το ριζοσπαστικό Ισλάμ, δηλαδή αυτούς τους μουσουλμάνους που στο όνομα του θρησκευτικού φανατισμού δεν το έχουν σε τίποτα να κατακρεουργούν αθώους πολίτες, και τη δε έντονη αποστροφή της για τη συναναστροφή και τη σύναψη πολιτικών συμφωνιών με οτιδήποτε «αλλόθρησκο και ξενόφερτο».
Η χώρα μας από την πλευρά της, έχοντας προ πολλού καταλύσει τέτοια στερεότυπα θρησκευτικού φανατισμού και υπεροψίας έναντι οτιδήποτε «διαφορετικού», έχει αναχθεί στον επίσημο πρεσβευτή της επικοινωνίας και της ανάπτυξης φιλίας μεταξύ των δύο κόσμων, του δυτικού με τον μουσουλμανικό. Η πολιτική αυτή που αποτελεί πλέον στρατηγική μας επιλογή έχει βρει πρόσφορο έδαφος και έχει οδηγήσει στην προσέγγιση με χώρες που εκπροσωπούν το μετριοπαθές Ισλάμ, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά και η Αίγυπτος. Σκοπός αυτής της συνεργασίας δεν είναι βέβαια άλλος από την προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, σεβόμενη πάνω απ’ όλα την ιδιαιτερότητα και τη διαφορετικότητα των λαών και της κουλτούρας τους.
Η συνεργασία αυτή δείχνει έμπρακτα στους εκφραστές της διχόνοιας, της μισαλλοδοξίας και του θρησκευτικού φανατισμού ότι διαφορετικοί λαοί μπορούν να συνυπάρξουν και να ευημερήσουν στην ίδια γεωπολιτική γειτονιά, εφόσον έχουν ως βασικό στόχο τους τον αλληλοσεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων και με την προϋπόθεση ν’ απορρίπτουν συμπεριφορές που εμπεριέχουν στοιχεία περιφρόνησης και δήθεν ανωτερότητας έναντι των γειτονικών λαών.
Και τελικά, η συνέργεια μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών του Αραβικού κόσμου που διαρκώς αναπτύσσεται στην «εύφλεκτη» Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί ίσως την πιο αποτελεσματική στρατηγική ανάσχεσης στην εργαλειοποίηση της θρησκείας του Ισλάμ, που επιχειρεί η Τουρκία του Ερντογάν με την ακραία και προκλητική ρητορική της. Η πρόσφατη υπογραφή Συμφωνίας Συνεργασίας Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής μεταξύ της Ελλάδος και των ΗΑΕ εντάσσεται στο πλαίσιο σύσφιξης και ενδυνάμωσης των σχέσεων των δύο κόσμων, δυτικού και μουσουλμανικού, και της γεφύρωσης του χάσματος που με ευθύνη και φροντίδα της Τουρκίας τείνει να μεγαλώνει. Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώνει το καλό κλίμα που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στις δύο χώρες, αναγνωρίζοντας τον ρόλο της Χώρας μας ως «κεντρομόλου δύναμης» την ώρα που η Τουρκία λειτουργεί ως «φυγόκεντρος» θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο την περιφερειακή αλλά και την παγκόσμια σταθερότητα.
Και φυσικά δεν είναι ούτε η μοναδική περίπτωση συνεργασίας των δύο χωρών ούτε προφανώς συγκυριακή. Στην επικείμενη άσκηση «ΜΕΔΟΥΣΑ 10», εφόσον οι υγειονομικές συνθήκες το επιτρέψουν να εκτελεστεί, τα ΗΑΕ έχουν εκδηλώσει την επιθυμία να συμμετάσχουν με αξιόλογο αριθμό μονάδων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας πλαισιώνοντας μια ακόμη μουσουλμανική χώρα, την οικοδέσποινα Αίγυπτο.
Όταν άλλες χώρες ρίχνουν «λάδι στη φωτιά» υποδαυλίζοντας θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορετικότητες και ροκανίζοντας την παγκόσμια σταθερότητα, η χώρα μας λειτουργεί ως η συγκολλητική ουσία που εξομαλύνει αυτές τις διαφορές. Αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος μιας χώρας πυλώνα σταθερότητας και εγγυήτριας ασφάλειας και ειρήνης. Να εξωραΐζει τα πάθη και όχι να τα αναμοχλεύει και να τα εντείνει μ’ έναν ανούσιο όσο και επικίνδυνο πόλεμο ανακοινώσεων θρησκευτικού φανατισμού, που για την εξυπηρέτηση αναθεωρητικών φιλοδοξιών επιτείνει αντί να γεφυρώνει το χάσμα των πολιτισμών αυξάνοντας την αστάθεια και υποδαυλίζοντας συγκρούσεις κατά το γνωστό ρητό του Μάο Τσε-Τούγκ «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση».