Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ακύρωσε τους περιορισμούς, λόγω κοροναϊού, στις θρησκευτικές τελετές στη Νέα Υόρκη τις οποίες είχε επιβάλει ο κυβερνήτης Κουόμο (Andrew M. Cuomo) για ανώτατο όριο 10- 25 άτομα.
Η ψηφοφορία ήταν 5 – 4, με τον πρόεδρο Ρόμπερτς (John G. Roberts Jr) και τα τρία φιλελεύθερα μέλη του δικαστηρίου να διαφωνούν.
Η απόφαση ήταν η πρώτη στην οποία το νεότερο μέλος του δικαστηρίου, η συντηρητική δικαστής που διόρισε ο Ντόναλντ Τραμπ για να ελέγχει τις αποφάσεις Έιμι Μπάρρετ (Amy Coney Barrett), έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αντίθετη με προηγούμενες αποφάσεις σχετικά με αποφάσεις για εκκλησίες στην Καλιφόρνια και τη Νεβάδα. Στις περιπτώσεις αυτές, που αποφασίστηκαν τον Μάιο και τον Ιούλιο, το δικαστήριο επέτρεψε στους κυβερνήτες των κρατών να περιορίσουν τη συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετές.
Η σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου άλλαξε από τότε που η δικαστής Barrett διαδέχθηκε τον δικαστή Γκίνσμπουργκ (Ruth Bader Ginsburg), ο οποίος πέθανε τον Σεπτέμβριο. Η ψηφοφορία στις προηγούμενες υποθέσεις ήταν επίσης 5 – 4, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, με τον πρόεδρο Ρόμπερτς να συμφωνεί με τον δικαστή Ginsburg και άλλα τρία μέλη που αποτελούσαν την τετραμελή φιλελεύθερη πτέρυγα του δικαστηρίου.
Η συντηρητική πλειοψηφία που υπάρχει πλέον με τον διορισμό της Μπάρρετ ανέφερε οι περιορισμοί παραβιάζουν την προστασία της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος για την ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας.
«Είναι καιρός να καταστήσουμε σαφές ότι, ενώ η πανδημία θέτει πολλές σοβαρές προκλήσεις, δεν υπάρχει κανένας κόσμος στον οποίο το Σύνταγμα ανέχεται αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας που ανοίγουν ξανά καταστήματα ποτών και ποδηλάτων, αλλά κλείνουν εκκλησίες, συναγωγές και τζαμιά» ανέφερε ένας δικαστής από το συντηρητικό μπλοκ.
«Η ελεύθερη θρησκευτική άσκηση είναι ένα από τα πιο πολύτιμα συνταγματικά μας δικαιώματα», είπε ένας άλλος και υποστήριξε «τα κράτη δεν μπορούν να κάνουν διακρίσεις εις βάρος των θρησκευτικών θεσμών, ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν μια κρίση τόσο θανατηφόρα όσο αυτή. Αλλά αυτές οι αρχές δεν διακυβεύονται σήμερα. Το Σύνταγμα δεν απαγορεύει στα κράτη να ανταποκρίνονται σε κρίσεις δημόσιας υγείας μέσω κανονισμών που αντιμετωπίζουν θρησκευτικούς θεσμούς ισότιμα ή πιο ευνοϊκά από τους συγκρίσιμους κοσμικούς θεσμούς, ειδικά όταν αυτοί οι κανονισμοί σώζουν ζωές».
Το μεγαλύτερο ερώτημα στις δύο περιπτώσεις ήταν αν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ή οι δικαστές πρέπει να επιτύχουν την ισορροπία μεταξύ δημόσιας υγείας και θρησκευτικής ελευθερίας.
Τον Μάιο, ο Ρόμπερτς είχε υποστηρίξει έγραψε ότι οι αποφάσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων δεν πρέπει να «υπόκεινται σε κρίση από ένα μη εκλεγμένο ομοσπονδιακό δικαστικό σώμα, το οποίο δεν διαθέτει το υπόβαθρο, την ικανότητα και την εμπειρογνωμοσύνη για την αξιολόγηση της δημόσιας υγείας και δεν είναι υπόλογο στους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.»
Η ουσία είναι ότι όλοι όσοι είχαν αντιδράσει στην απόφαση Τραμπ να προχωρήσει στην διαδοχή του δικαστή που πέθανε , εν μέσω προεκλογικής περιόδου για να αλλάξει τους συσχετισμούς στο ανώτατο Δικαστήριο και να καταστήσει τις αποφάσεις του πιο συντηρητικές δικαιώνονται.