Ότι η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη καπιταλιστική οικονομία στον κόσμο, πλήρως ενταγμένη στα δίκτυα της παγκοσμιοποίησης, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η χώρα κυβερνάται από ένα κομμουνιστικό κόμμα το οποίο δεν θεωρεί ότι έχει εγκαταλείψει τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Άλλωστε, ακόμη και στο πολιτικό γραφείο υπάρχουν τακτικές συναντήσεις μελέτης μαρξισμού λενινισμού. Μάλιστα, εάν κανείς δεν αντιμετωπίσει τα κείμενα των συνεδρίων του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας ως απλώς τελετουργίες που συγκαλύπτουν τα παιχνίδια εξουσίας στους διαδρόμους, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια ιδιότυπη αντίληψη ιστορικού σχεδιασμού.
Για να φτάσει η Κίνα στη δυνατότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού θα πρέπει πρώτα να έχει μια δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη που θα την κάνει μια «μετριοπαθώς ευημερούσα κοινωνία», στόχο που πρόσφατα ο Σι Τζινπίνγκ ανακοίνωσε ότι η Κίνα πέτυχε, πριν γίνει μια χώρα υψηλού εισοδήματος και τελικά μια σύγχρονη σοσιαλιστική δύναμη.
Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και περισσότερο στη στοχοθεσία της κινεζικής ηγεσίες περιλαμβάνονται προτεραιότητες που αφορούν την κοινωνική συνοχή, τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την αναδιανομή πλούτου.
Άλλωστε, μπορεί η Κίνα να μην είναι μια φιλελεύθερη δημοκρατία, όμως το κομμουνιστικό κόμμα είναι και ένας πολύ μεγάλος μηχανισμός επεξεργασίας των μηνυμάτων και αντιδράσεων που προέρχονται από την κοινωνία και είναι σαφές ότι έχει αυξηθεί η ανησυχία για τις πολιτικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει από ένα σημείο η αυξημένη ανισότητα σε μια χώρα που παρά την κομμουνιστική ηγεσία στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό και στην ιδιωτική παροχή ιατρικών ή εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι μιλώντας στην Κεντρική Επιτροπή Χρηματοικονομικών και Οικονομικών Υποθέσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας ο Σι Τζινπίνγκ τόνισε την ανάγκη «να ρυθμιστούν τα υπερβολικά υψηλά εισοδήματος και ενθάρρυνε τις ομάδες υψηλού εισοδήματος και τις επιχειρήσεις να επιστρέψουν περισσότερα στην κοινωνία».
Ο τόνος βγήκε από τη συνεδρίαση της επιτροπής ήταν ότι πλέον η προτεραιότητα δεν είναι το «πρώτα πλουτίστε» της πρώτης περιόδου καπιταλιστικής ανάπτυξης της Κίνας, αλλά πολύ περισσότερο η «κοινή ευημερία για όλους».
Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα ζήτημα πολιτικού συσχετισμού. Η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος έχει κάνει σαφές ότι το τίμημα για τη δυνατότητα κάποιων να γίνονται ακόμη και από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές του πλανήτη είναι να μην αμφισβητούν την εξουσία του κόμματος και να μην ανακατεύονται στην πολιτική.
Γι’ αυτό τον λόγο και ο πολυδισεκατομμυριούχος Τζακ Μα, του Ant Group είδε τον περασμένο Νοέμβριο να ακυρώνεται η προγραμματισμένη δημόσια εγγραφή ύψους 37 δισεκατομμυρίων δολαρίων ύστερα από την κριτική που άσκησε στους στις κινεζικές ρυθμιστικές αρχές και υποχρεώθηκε σε μια ιδιότυπη απομάκρυνση από τη δημόσια σφαίρα.
Αντίστοιχα, η εταιρεία Didi Chuxing που ειδικεύεται σε μια εφαρμογή διαμοιρασμού μεταφορών και η οποία μόλις είχε ολοκληρώσει μια δημόσια εγγραφή ύψους 4,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ, βρέθηκε στο στόχαστρο των κινεζικών ρυθμιστικών αρχήν που διατύπωσαν επιφυλάξει για την ασφάλεια των υπηρεσιών χάρτη που περιλαμβάνει.
Και εδώ η ανησυχία δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική. Το Πεκίνο έχει επίγνωση ότι αυτή τη στιγμή οι κινεζικοί κολοσσοί του διαδικτύου μέσα από τις πλατφόρμες τους έχουν πρόσβαση σε έναν τεράστιο όγκο δεδομένων για τους κινέζους πολίτες.
Πάντως το αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων ήταν ο κλάδος τεχνολογίας της Κίνας να έχει μια πολύ σημαντική υποχώρηση στην αποτίμηση, με την καθαρή αξία του κλάδου να υποχωρεί 87 δισεκατομμύρια δολάρια από την αρχή Ιουλίου, πλήττοντας μερικούς μεγιστάνες όπως τον Κόλιν Χουάνγκ της Pinduoduo, τον Πόνι Μα της Tencent και τον Κιν Γινγκλίν της Muyuan.
Κομμάτι αυτής της στροφής και η επίθεση στην ιδιωτική εκπαίδευση. Σε πρώτη φάση υπήρξε μια μεγάλη επίθεση στη βιομηχανία των φροντιστηριακών μαθημάτων, έναν κλάδο με συνολικές πωλήσεις άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.
Ο κλάδος των φροντιστηριακών μαθημάτων τροφοδοτείται, όπως και σε άλλες χώρες, από ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα με τους γονείς να επενδύουν ιδιαίτερα στην είσοδο σε ένα καλό πανεπιστήμιο, κάτι που έχει κάνει τις φροντιστηριακές δαπάνες να αποτελούν το 16,6% των συνολικών εκπαιδευτικών εξόδων στις αγροτικές περιοχές και το 44,2% στις μεγάλες πόλεις, σε μια αγορά που αυξανόταν τα τελευταία χρόνια με ρυθμό 30% ετησίως. Εδώ η μεθοδολογία που επέλεξε η κινεζική ηγεσία ήταν η απαγόρευση των σχετικών εταιρειών να είναι κερδοσκοπικές.
Στο ίδιο πλαίσιο και η επίθεση στα ιδιωτικά σχολεία, όπου αρκετοί ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων έχουν υποχρεωθεί να τα παραχωρήσουν στο κράτος. Στην Κίνα η καταφυγή σε ιδιωτικά σχολεία είναι συχνή και θεωρείται ότι επιτείνει την κοινωνική ανισότητα εφόσον δημιουργεί μια ευνοϊκότερη συνθήκη για τα παιδιά της κινεζικής μεσαίας τάξης που μπορούν να φοιτήσουν σε αυτά. Η παραχώρηση των σχολείων στο δημόσιο, χωρίς αποζημίωση, επιτρέπει να συνεχίσει η λειτουργία τους χωρίς να επιβαρυνθούν με επιπλέον μαθητές τα δημόσια σχολεία.
Είτε πρόκειται για τον αυξημένο εθνικισμό, είτε για την έμφαση στην αναδιανομή και την καταπολέμηση της ανισότητας είναι σαφές ότι η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας ανησυχεί για τα αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα μιας αυξημένης ανισότητας (και τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων) και προσπαθεί να βρει τρόπου για μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, χωρίς ταυτόχρονα να υπονομεύει συνολικά τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της κινεζικής οικονομίας. Από κάθε περίπτωση μια ενδιαφέρουσα αλλά και δύσκολη άσκηση ισορροπίας.