Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να πιστέψει ότι επειδή ένα ζήτημα δεν είναι στο προσκήνιο της δημοσιότητας, στοιχείο που αρκετές φορές έχει να κάνει και με το πώς διαμορφώνεται ή ακόμη και κατασκευάζεται αυτή η δημοσιότητα, αυτό το θέμα δεν υπάρχει.
Αυτό ισχύει πρωτίστως για το Παλαιστινιακό. Το γεγονός ότι δεν βρίσκεται ψηλά ούτε στα ειδησεογραφικά μέσα ούτε στις προτεραιότητες των κυβερνήσεων, ακόμη και όσων εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια της Μέσης Ανατολής, δεν σημαίνει ότι δεν είναι ένα ανοιχτό ζήτημα και μια παράμετρος που εξακολουθεί να καθορίζει δυναμικές με ευρύτερο αντίκτυπο.
Για να κατανοήσουμε το τι συμβαίνει στην περιοχή πρέπει διαρκώς να έχουμε στο νου μας το τι ακριβώς συμβαίνει στην Παλαιστίνη.
Παρότι οι συμφωνίες του Όσλο υποτίθεται ότι είχαν έναν ορίζοντα μιας λύσης «δύο κρατών», εντούτοις σχετικά νωρίς έγινε σαφές ότι ένα πλειοψηφικό τμήμα των ισραηλινών πολιτικών δυνάμεων δεν επιθυμούσε να υπάρξουν όροι για μια τέτοια λύση. Αυτό πήρε διάφορες μορφές: από καθαρά στρατιωτικές λύσεις όπως ήταν οι εισβολές στη Δυτική Όχθη μέχρι τους βομβαρδισμούς και τον αποκλεισμό που επιβλήθηκε στη Γάζα (που από ορισμένους περιγράφεται ως «η μεγαλύτερη φυλακή στον κόσμο») μέχρι την κλιμάκωση των πρακτικών εποικισμού στην Κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Αποτέλεσμα ειδικά του εποικισμού ήταν να διαμορφωθεί ένα καθεστώς όπου οι εκτάσεις που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής είναι τεμαχισμένες από την παρουσία των εποίκων και των συνοικισμών τους αλλά και από τα αμυντικά έργα και περίπλοκο σύστημα του τείχους και των σημείων ελέγχου.
Τα πράγματα προφανώς δεν έκανε καλύτερα ούτε η διάσπαση του Παλαιστινιακού κινήματος, με την έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φατάχ, ούτε τα φαινόμενα διαφθοράς ή συμμόρφωσης με την ισχύουσα πραγματικότητα. Όμως, αυτό δεν αναιρεί ότι την κύρια ευθύνη φέρνει η πολιτική του Ισραήλ, ιδίως στην «εποχή Νετανιάχου», που επίμονα προσπαθεί να ακυρώσει κάθε προοπτική να αποκτήσουν οι Παλαιστίνιοι ένα δικό τους κράτος. Και βεβαίως η διαρκώς επανερχόμενη σκέψη να προχωρήσει το Ισραήλ και σε τυπική προσάρτηση της Κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, απλώς θα κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το ζήτημα οι ισραηλινές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, με τη διαρκή εξώθηση των Παλαιστινίων σε ολοένα και δυσμενέστερη θέση (προφανώς και η Λωρίδα της Γάζας δύσκολα μπορεί να αποτελέσει κράτος), έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να απομακρύνεται η λύση των «δύο κρατών» αλλά ως εναλλακτική απέναντι σε καθεστώς που θα θυμίζει όλο και περισσότερο ο απάρτχάιντ στη Νότια Αφρική, να φαντάζει το αίτημα του «ενός κράτους», με προφανώς πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από το σημερινό και ισοτιμία Εβραίων και Παλαιστινίων. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και τμήματα της Εβραϊκής διασποράς, ιδίως στις ΗΠΑ, ολοένα και απομακρύνονται από την επίσημη ισραηλινή πολιτική.
Επιπλέον, είναι σαφές ότι η τρέχουσα πολιτική του Ισραήλ για το Παλαιστινιακό έχει και επιπτώσεις στο εσωτερικό του: όσο περισσότερο η επικέντρωση είναι στον εποικισμό και στην υπονόμευση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων, τόσο περισσότερο ενισχύονται οι ακροδεξιές και αντιδραστικές φωνές και στο εσωτερικό του Ισραήλ.
Στην τρέχουσα όξυνση μπορεί κανείς να διακρίνει όλη την γκάμα των αντιφάσεων και των προβλημάτων γύρω από το Παλαιστινιακό, μαζί και με ορισμένους συγκυριακούς παράγοντες.
Καταρχάς γύρω από την Ανατολική Ιερουσαλήμ έχουμε μια ιδιαίτερη σύγκρουση σε σχέση με το θέμα των εποίκων. Ουσιαστικά, επικαλούμενοι τον ισραηλινό νόμο για το δικαίωμα επιστροφής σε προ του 1948 ιδιοκτησίες (που όμως δεν ισχύει και για τους Παλαιστινίους που διέμεναν στο Ισραήλ) έποικοι προσπαθούν να διώξουν Παλαιστινίους από κατοικίες στις οποίες μένουν εδώ και δεκαετίες. Αυτό μετέτρεψε την αντιπαράθεση γύρω από τη συνοικία της Σεΐχ Τζαράχ στην Ανατολική Ιερουσαλήμ σε σημείο αναφοράς συνολικά των Παλαιστινίων.
Έπειτα, έχουμε τη φόρτιση που πάντα υπάρχει με το τέμενος Αλ-Ακσά που είναι το τρίτο τη τάξει λατρευτικό μνημείο του ισλαμικού κόσμου και το σύμπλεγμα του οποίου οριοθετείται από τον Τοίχο των Δακρύων ένα από τα κορυφαία σημεία θρησκευτικής λατρείας του Εβραϊσμού. Εάν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι αυτή τη φορά συνέπεσε η «ημέρα της Ιερουσαλήμ» όπου κυρίως η ακροδεξιά διαδηλώνει για να τιμήσει την κατάληψη της Ανατολικής Ιερουσαλήμ στον «Πόλεμο των Έξι Ημερών» το 1967, με το τέλος του Ραμαζανίου, η φόρτιση έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Η επιλογή των ισραηλινών αρχών να προχωρήσουν σε επιθέσεις και στο σύμπλεγμα του Τεμένους, με βοβμίδες κρότου λάμψης να ρίχνονται ακόμη και στο εσωτερικό απλώς «έριξε λάδι στη φωτιά».
Υπόβαθρο όλων αυτών των ζητημάτων όλα τα προβλήματα με την κατάσταση στην Κατεχόμενη Δυτική Όχθη, τα προβλήματα που έφερε η πανδημία αλλά και τη μεγάλη ανησυχία που προκάλεσαν οι περσινές εξαγγελίες Νετανιάχου για προσάρτηση της Δυτικής Όχθης.
Κρίσιμη πλευρά και ο τρόπος με τον οποίο – όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν – μια νεώτερη γενιά αισθάνεται ότι δεν πάει άλλο και ξαναβγαίνει στο δρόμο, αυτή τη φορά αξιοποιώντας και διάφορα μέσα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του Tik Tok. Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν γιατί υπήρχε τόσο μεγάλη διάθεση για κινητοποίηση γύρω από τα ζητήματα αυτά.
Το ίδιο το Ισραήλ εξακολουθεί να βρίσκεται στη δίνη μιας διαρκούς πολιτικής κρίσης που έχει οδηγήσει σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε δύο χρόνια. Η αδυναμία να διαμορφωθεί ένα σταθερός κυβερνητικός συνασπισμός, σε συνδυασμό με το ανοιχτό ζήτημα της σε βάρος του δίκης, έχει κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου θα ήθελε αυτή την περίοδο να υπάρχει μια σημαντική όξυνση στο Παλαιστινιακό, τέτοια που να επιβάλει την παραμονή στην πρωθυπουργία για την αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης ως «έμπειρος ηγέτης». Δεν είναι τυχαίο ότι η κλιμάκωση της έντασης οδήγησε και στην προσωρινή διακοπή των συζητήσεων για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού χωρίς τη συμμετοχή του Νετανιάχου Ας μην ξεχνάμε ότι και στο παρελθόν έχει αξιοποιήσει τέτοιες συγκυρίες έντασης και κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης ως ευκαιρία για να κατοχυρώνει τη θέση του. Ούτε πρέπει να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι στην τρέχουσα συζήτηση στο Ισραήλ ως ρυθμιστής έχουν αναδειχτεί κυρίως ακροδεξιές δυνάμεις.
Κρίσιμη παράμετρος για κατανοήσουμε τις εξελίξεις είναι και η κατάσταση των παλαιστινιακών πολιτικών δυνάμεων. Η πρόσφατη αναβολή των προγραμματισμένων εκλογών και στις οποίες ήταν αναμενόμενο να υπάρξει μια ενίσχυση της θέσης της Χαμάς, αναβολή που έγινε με αφορμή την αδυναμία να εξασφαλιστεί ότι θα συμμετείχαν και οι Παλαιστίνιοι της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, επανάφερε στο προσκήνιο τις ενεργές διαιρέσεις και την αδυναμία να αναδειχτεί μια συνεκτική ηγεσία των Παλαιστινίων. Σε αυτό το φόντο δεν είναι τυχαίο ότι η Χαμάς αυτή τη φορά διεκδίκησε να έχει ρόλο και γύρω από ένα θέμα που αφορούσε την Ιερουσαλήμ, επιλέγοντας να απαντήσει στις ισραηλινές κατασταλτικές επιχειρήσεις γύρω από το Τέμενος Αλ Ακσά με μαζικές επιθέσεις με ρουκέτες από τη Γάζα, διεκδικώντας ουσιαστικά έναν ευρύτερο ρόλο ηγεσίας. Η απάντηση του Ισραήλ είναι μέχρι στιγμή η επιλογή να κλιμακωθούν οι επιθέσεις προς τη Γάζα σε μια αντιπαράθεση που είναι εκ προοιμίου άνιση, ακόμη και στο επίπεδο του τραγικού απολογισμού των θυμάτων.
Οι εξελίξεις στην Ιερουσαλήμ και τη Γάζα δεν είναι άσχετες και από συνολικότερες δυναμικές που καταγράφονται στην περιοχή. Το τέλος της διακυβέρνησης Τραμπ, που είχε επενδύσει ιδιαίτερα στη συνεργασία του Ισραήλ μα τις Μοναρχίες του Κόλπου στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός αντι-ιρανικού άξονα, φέρνει μια σχετική μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής που πλέον επιδιώκει κάποια συνεννόηση με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα. Αυτό διαμορφώνει νέα δεδομένα καθώς φαίνεται ως εάν πλέον οι ΗΠΑ να μην χαράσσουν πολιτική με πρώτη και βασική παράμετρο την ταύτιση με την ισραηλινή πολιτική, χωρίς ωστόσο την ίδια στιγμή να δείχνουν να θέλουν να πάρουν κάποια πρωτοβουλία για την επίλυση του Παλαιστινιακού. Αυτό διαμορφώνει ένα σχετικά νέο τοπίο και για το Ισραήλ, εντός του οποίου ένα σκηνικό «ανάφλεξης» θα μπορούσε να είναι και ένας τρόπος επανακατοχύρωσης του ρόλου του ως αναντικατάστατου συμμάχου.
Την ίδια στιγμή, όπως δείχνουν οι αντιδράσεις σε όσα γίνονται στην Ιερουσαλήμ και τη Γάζα εξακολουθούν να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην ευρύτερη αραβική και μεσανατολική κοινή γνώμη, ενώ και ηγέτες όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σπεύδουν να διεκδικήσουν να εκπροσωπήσουν την ευρύτερη οργή του μουσουλμανικού κόσμου για τα όσα συμβαίνουν στην Ιερουσαλήμ και τη Γάζα.
Το εάν και σε ποια κλίμακα η σύγκρουση θα κλιμακωθεί περαιτέρω ή ένα θα επιστρέψουμε σε ένα προηγούμενο σημείο σχετικής «ηρεμία» (ό,τι και εάν σημαίνει στη συγκεκριμένη περιοχή) θα κριθεί από τις επιλογές των συμμετεχόντων στην αντιπαράθεση. Και εάν σε επίπεδο ηγεσιών αυτό αφορά κυρίως το Ισραήλ, που έχει τη δυνατότητα να κλιμακώσει πολύ περισσότερο αλλά και αντίστοιχα να αποκλιμακώσει, από την άλλη μεριά δεν θα πρέπει να υποτιμάμε και την αυτοτελή δυναμική που μπορούν να έχουν οι αντιδράσεις της παλαιστινιακής κοινωνίας, παρά την απουσία μορφών ηγεσίας που χαρακτήρισαν προηγούμενες μεγάλες κινητοποιήσεις.