Στα ένδεκα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τότε που ο Μπιλ Γκέιτς, η -τότε ακόμη σύζυγός του- Μελίντα Φρεντς και ο Γουόρεν Μπάφετ ξεκίνησαν την πρωτοβουλία «Giving Pledge», περισσότεροι από 200 δισεκατομμυριούχοι έχουν συνταχθεί δημόσια με τον ευγενή σκοπό: να δωρίσουν, δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Πέραν όμως από την έγγραφη δήλωση καλής πρόθεσης, εν είδει δημόσιας δέσμευσης των συμμετεχόντων, το χρονοδιάγραμμα καταβολής των δωρεών ορίζει ουσιαστικά ο θάνατος.
Ως ευγενής πρωτοβουλία, εν τω μεταξύ, το «Giving Pledge» δεν έχει κάποιον ελεγκτικό μηχανισμό για το εάν γίνονται, πότε και πού οι δωρεές.
Γενικότερα, δε, για τους Αμερικανούς κροίσους που ασχολούνται με τη φιλανθρωπία -ανεξαρτήτως εάν συμμετέχουν στο «Giving Pledge» ή όχι- τα νόμιμα περιθώρια ελιγμών είναι τόσο μεγάλα, ώστε να μπορούν να κωλυσιεργούν με τις δωρεές τους, απολαμβάνοντας παρ’ όλα αυτά γενναίων, και δη άμεσων φοροαπαλλαγών.
Σε αυτό συμβάλλουν η κείμενη νομοθεσία στις ΗΠΑ -που χρονολογείται από τη δεκαετία του ‘60- και το στρεβλό φορολογικό σύστημα στη χώρα.
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Ρομπ Ράιχ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ, είναι να επιβαρύνονται οι Αμερικανοί φορολογούμενοι με πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.
Μια σκανδαλώδης πρακτική, που για τον μέσο πολίτη έγινε ακόμη πιο εξοργιστική εν μέσω πανδημίας. Διάστημα, κατά το οποίο οι Αμερικανοί δισεκατομμυριούχοι έγιναν συνολικά κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια πλουσιότεροι, ενώ ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες τους σχηματίζουν τεράστιες ουρές στις τράπεζες τροφίμων.
«Το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών αναγκών και των ιδιωτικών φιλανθρωπικών πόρων ήταν πάντα μεγάλο», παρατηρεί στους New York Times o ιστορικός και ειδικός αναλυτής Στάνλεϊ Ν.Κατζ. «Τώρα, όμως, είναι τεράστιο».
Στη διακριτική ευχέρεια των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων δωρητών υπάρχει πληθώρα διαθέσιμων οικονομικών μέσων για τις φιλανθρωπίες τους -πέραν της απευθείας και φορολογητέας καταβολής τους-, ώστε να εξασφαλίζουν παχυλές φοροαπαλλαγές, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα ελέγχου των χρημάτων τους, ακόμη κι όταν αυτά δεν είναι πια τυπικά στην κατοχή τους.
Κυμαίνονται από την ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, έως διαχείριση των φιλανθρωπικών δωρεών τους από ιδιωτικά κεφάλαια, υπό τη διοίκηση τρίτων. Τα τελευταία είναι γνωστά και ως DAF και λειτουργούν ακόμη σε χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο στις ΗΠΑ.
Το αποτέλεσμα, γράφουν σε σχετικό άρθρο τους οι ΝΥΤ, είναι «να καθυστερεί η καταβολή όλο και περισσότερων χρημάτων που προορίζονται για φιλανθρωπίες». Σε ορισμένες περιπτώσεις, αναφέρεται, η καθυστέρηση αυτή «μπορεί να διαρκεί δεκαετίες».
Η υφιστάμενη αμερικανική νομοθεσία προβλέπει ότι τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα υποχρεούνται στην υποβολή λεπτομερών ετήσιων εκθέσεων και στη διάθεση τουλάχιστον του 5% των περιουσιακών στοιχείων τους σε δωρεές και λειτουργικά έξοδα, ετησίως.
Στα DAF, οι περιορισμοί είναι ακόμη πιο χαλαροί και οι φοροαπαλλαγές -έως και 30% του προσαρμοσμένου μικτού εισοδήματος- γίνεται αμέσως, ανεξαρτήτως του χρόνου καταβολής της δωρεάς.
Σήμερα, οι αριθμός των DAF στις ΗΠΑ ξεπερνά τα 500.000, στη διαχείριση των οποίων βρίσκονται συνολικά περί τα 140 δισεκατομμύρια δολάρια.
Άλλο ένα τρισεκατομμύριο δολάρια από αχορήγητες δωρεές είναι συγκεντρωμένα σε ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με πρόσφατη δε μελέτη, το συνολικό μερίδιο των δωρεών στις ΗΠΑ που καταλήγουν σε φιλανθρωπικές οργανώσεις έχει μειωθεί κατά σχεδόν 25%.
Κατά τις εκτιμήσεις του καθηγητή Ράιχ, λιγότερο από το ένα τρίτο εξ αυτών διατίθεται στην καταπολέμηση της φτώχειας.
Με όλα αυτά ως φόντο, οι φωνές και οι πιέσεις πολλαπλασιάζονται για διορθωτικές παρεμβάσεις.
Μία ήδη επιχειρείται στο Κογκρέσο, με τη διακομματική προώθηση νομοσχεδίου, που έχει ως στόχο να κλείσει ορισμένα «παράθυρα» του νόμου.
Μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα δεν θα μπορούν εφεξής να συνυπολογίζουν μισθούς ή έξοδα μετακίνησης μελών της οικογένειας ενός δωρητή στο 5% των περιουσιακών στοιχείων τους, που οφείλουν να δίνουν κατ’ ελάχιστο, ετησίως.
Όσο για τα DAF; Αναφέρει ότι κάθε δωρητής θα πρέπει να δεσμευτεί για την καταβολή του δηλωμένου ποσού εντός 15ετίας, εάν θέλει να εξασφαλίσει το προβλεπόμενο ποσό της φοροαπαλλαγής.
Διαφορετικά -τονίζει- αυτή θα γίνει, όταν και εφόσον γίνει η καταβολή της δωρεάς.