Παρότι ο Τζο Μπάιντεν δέχτηκε μια κρίσιμη υποστήριξη από ένα ευρύτερο φάσμα του «κατεστημένου» του Δημοκρατικού Κόμματος κυρίως γιατί έδειχνε να είναι μια πολύ πιο σίγουρη λύση απέναντι στον σχετικό ριζοσπαστισμό του Μπέρνι Σάντερς, εντούτοις το οικονομικό πακέτο που κατάφερε να περάσει και από τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου και να το καταστήσει νόμο συνιστά μια σχετική μετατόπιση από προηγούμενες επιλογές των κυβερνήσεων.
Με έναν τρόπο είναι ως να προσπαθεί να ξορκίσει τη διάχυτη αίσθηση ότι το οικονομικό πακέτο που δρομολόγησε ο Μπαράκ Ομπάμα μετά την κρίση του 2008 μπορεί να οδήγησε σε οικονομική ανάκαμψη, όμως, δεν κατάφερε να αντιστρέψει τις προβληματικές τάσεις και δυναμικές της αμερικανικής οικονομίας όπως ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση της θέσης των εργαζόμενων οικογενειών, των ανθρώπων με χαμηλό εισόδημα αλλά και η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Τώρα, στις ΗΠΑ δείχνει να διαμορφώνεται μια διάχυτη αίσθηση ότι το πακέτο αυτό για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες δοκιμάζει να μετατοπίσει το οικονομικό μοντέλο, ξαναπιάνοντας το νήμα που οδήγησε από το New Deal του Ρούζβελτ στην Great Society του Λίντον Τζόνσον, δηλ. το νήμα που κατοχύρωσε τα όποια – υποδεέστερα βεβαίως των αντίστοιχων ευρωπαϊκών – στοιχεία κοινωνικού κράτους υπάρχουν στις ΗΠΑ.
Το μέγεθος του συγκεκριμένου οικονομικού πακέτου εντυπωσιάζει. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι αντιπροσωπεύει περίπου το 8,5 του εθνικού εισοδήματος των ΗΠΑ, ενώ εκτιμάται ότι από μόνο του θα συνεισφέρει κατά 1% στην ανάκαμψη του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό το καθιστά πολύ μεγαλύτερο του πακέτου που είχε περάσει από το Κογκρέσο ο Μπαράκ Ομπάμα που αρχικά είχε κοστολογηθεί στα 787 δισεκατομμύρια δολάρια ή 5,5% του ΑΕΠ, παρά τις αντιδράσεις που είχαν υπάρξει ότι είναι πολύ χαμηλό και χρειάζονταν πολύ περισσότερα.
Βέβαια κατά μία ιστορική ειρωνεία, τον δρόμο τον άνοιξε ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, με το δικό του πακέτο έκτακτων μέτρων, τον Μάρτιο του 2020, που ήταν ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Δηλαδή, ήταν η προηγούμενη κυβέρνηση αυτή που με έναν τρόπο ξεκίνησε αυτή τη στροφή προς τη μεγάλη κρατική δαπάνη.
Όμως, μόνο το μέγεθος δεν εξηγεί τη σημασία του πακέτου. Αυτό που είναι ο πιο σημαντικό είναι ο τρόπος που αποτυπώνει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό πρόσημο. Το πακέτο του Μπάιντεν δίνει στα περισσότερα νοικοκυριά 1400 δολάρια αλλά η πραγματική ενίσχυση για τα λιγότερα εύπορα τμήματα της κοινωνίας είναι πιο μεγάλη, εάν συνυπολογίσουμε το συνδυασμό ανάμεσα στις άμεσες ενισχύσεις και τις απαλλαγές από φόρο, που κατά μέσο αγγίζουν τα 3.000 δολάρια σε ατομικό επίπεδο, ή τα 6.000 για οικογένειες με παιδιά. Αυτό μπορεί να σημαίνει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος έως και 20% για το χαμηλότερο εισοδηματικά πέμπτο του αμερικανικού πληθυσμού, ενώ εκτιμάται ότι θα μειώσει έως και 50% το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκη φτώχειας και συνολικά έως και κατά το ένα τρίο στον συνολικό πληθυσμό για το 2021.
Είναι εμφανές ότι έχουμε μπει σε μια εποχή όπου οι μεγάλες κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία δεν αποτελούν πια ταμπού. Ούτε υπάρχει ο ίδιος φόβος για την αύξηση των ελλειμμάτων με τον οποίο ήρθε αντιμέτωπος ο Μπαράκ Ομπάμα, όταν προσπάθησε να ξεδιπλώσει το δικό του πρόγραμμα το 2009. Σήμερα ένα πακέτο 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων θεωρείται αυτονόητο ακόμη και εάν το έλλειμμα του προϋπολογισμού πέρσι στις ΗΠΑ έφτασε τα 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, σηματοδοτώντας μια μεγάλη μετατόπιση ως προς το πώς αντιμετωπίζεται πλέον η οικονομική πολιτική στις ΗΠΑ.
Μάλιστα, ανεξαρτήτως των όποιων αντιπαραθέσεων στην Ουάσιγκτον, η γενική ιδέα ότι χρειάζονται μεγάλες οικονομικές παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία έχει πλέον ευρύτερη αποδοχή μέσα στην αμερικανική κοινωνία, σε αντίθεση με τις μεγάλες πολώσεις επί εποχής Ομπάμα, ή τις σκληρές συγκρούσεις γύρω από το New Deal.
Μετά από μια μακρά περίοδο όπου στην αμερικανική δημόσια συζήτηση κυριάρχησε η λογική ότι η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της αρκεί για να αντιμετωπιστούν και τα κοινωνικά προβλήματα, πλέον γίνεται αντιληπτή η ανάγκη κοινωνικής πολιτικής.
Αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο που βιώθηκε η τραγωδία με την πανδημία. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν να πληρώνουν ιδιαίτερα ακριβό τίμημα σε ζωές και η συσχέτιση αυτής της τραγικής κατάστασης με την ενδημική φτώχια, τον ρατσισμό και τις μεγάλες ανισότητες, (μια ματιά στο πόσο περισσότερο έπληξε η πανδημία τους μαύρους αμερικανούς σε σχέση με τους λευκούς αρκεί) αποτέλεσε για πολλούς το σήμα κινδύνου για την ανάγκη μιας διαφορετική οικονομικής πολιτικής.
Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν αυτή η αίσθηση μιας έντονης κοινωνικής κρίσης που έχει χρωματίσει ευρύτερες εξελίξεις τα τελευταία χρόνια και αποτυπώθηκε και στο μεγάλο ενδιαφέρον και την αυξημένη συμμετοχή στις εκλογές του 2020 αλλά και ένα συνολικότερο αίτημα να υπάρξει μια ανασυγκρότηση της ίδιας της αμερικανικής δημοκρατίας.
Από πολλές απόψεις το πακέτο που πέρασε ο Μπάιντεν περιλαμβάνει σημαντικές τομές. Για παράδειγμα οι φοροαπαλλαγές για τα παιδιά, που ισοδυναμούν σε μερικές χιλιάδες δολάρια ανά οικογένεια, είναι κάτι που στην Αμερική το συζητούσαν, αλλά δεν το εφάρμοζαν από την εποχή του Νίξον. Αντίστοιχα, για τα αμερικανικά δεδομένα ο τρόπος που επιδοτείται η πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και προσφορά δωρεάν πρόσβασης σε αυτήν για αρκετούς μήνες για όσους έχασαν τη δουλειά τους, είναι ένα σημαντικό βήμα ως προς αυτό που εμείς θεωρούμε «κοινωνικό κράτος». Το ίδιο και η εξασφάλιση 86 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εγγύηση των συντάξεων για σημαντικές κατηγορίες συνταξιούχων, σε μια χώρα που δεν έχει (και θα αργήσει να αποκτήσει) ένα καθολικό δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα.
Με έναν τρόπο είναι ως εάν οι Δημοκρατικοί να αποφάσισαν να επιστρέψουν εν μέρει στις «ρίζες τους», ύστερα από μια ιδιαίτερα μακρά περίοδο στην οποία προσπάθησαν να πείσουν ότι μπορούν να ενσωματώσουν τον πυρήνα της λογικής των Ρεπουμπλικάνων.
Η δε απήχηση των μέτρων τους αυτή τη στιγμή σημαίνει ότι θα μπορούσαν να πάνε στις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογής του 2022 (όταν θα επανεκλεγεί το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο της Γερουσίας) διεκδικώντας την παγίωση αυτών των μέτρων, συμπεριλαμβανομένων αυτών για τις μικρές επιχειρήσεις, και φέρνοντας τους Ρεπουμπλικάνους (που στρέφονται προς τον Τραμπ για να βοηθήσει σε αυτές τις εκλογές) στη θέση να εξηγούν γιατί καταψήφισαν δημοφιλή μέτρα.
Μόνο που αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα και επιστροφή στην εποχή του Ρούζβελτ. Τα μέτρα αυτά δεν συγκρίνονται με τις τομές που έφερε το New Deal και οι μεγάλες συγκρούσεις γύρω από αυτό. Σε εκείνη την περίοδο μιλάμε για μια πραγματική ανατροπή – ιδίως στο δεύτερο New Deal – ως προς το πώς αντιμετωπίζεται όχι μόνο ο ρόλος του κράτους αλλά και η ίδια η έννοια της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Αρκεί να αναλογιστούμε την κλίμακα των έργων που ανέλαβε το κράτος, τις μεγάλες αλλαγές στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, την αναγνώριση του οργανωμένου εργατικού κινήματος, την εκκίνηση του συστήματος ασφάλισης.
Όμως, για μην τον αδικούμε προκαταβολικά, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν ο Μπάιντεν θα διεκδικήσει να είναι ένας νέος Λίντον Τζόνσον ως προς την εσωτερική πολιτική. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Αντιπρόεδρος του Τζον Κένεντι και μετέπειτα 36ος πρόεδρος των ΗΠΑ, μπορεί διεθνώς να πιστώνεται την αδυναμία απεμπλοκής από τον πόλεμο του Βιετνάμ (εξ ου και το σύνθημα ‘Hey, hey LBJ, how many kids did you kill today?’), όμως στο εσωτερικό των ΗΠΑ ήταν αυτός που πέρασε την Civil Rights Act και τα κοινωνικά προγράμματα της «Μεγάλης Κοινωνίας» (Great Society) και του «Πολέμου κατά της Φτώχειας» (War on Poverty).