Η Μέρι Αν Ίβλι ήθελε να γίνει νοσηλεύτρια από όταν ήταν 15 ετών. Από τότε άρχισε να κάνει και εθελοντισμό σε παιδιατρικό νοσοκομείο του Σεντ Λιούις.
Πενήντα χρόνια αργότερα, η Ίβλι εξακολουθεί να αγαπά τη δουλειά της. Όμως οι τελευταίοι 20 μήνες υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολοι, σε επίπεδο σωματικής, αλλά κυρίως ψυχικής κούρασης.
Μιλώντας στον Guardian, περιγράφει έναν παππού που νοσηλευόταν στην αρχή της πανδημίας στο νοσοκομείο όπου εργάζεται. Τα εγγόνια του δεν μπορούσαν να τον επισκεφθούν. Στέκονταν έξω από το δωμάτιό του. Στο τέλος, η Ίβλι μετέφερε το κρεβάτι του άνδρα κοντά στο παράθυρο του δωματίου, ώστε τουλάχιστον να τον δουν την ώρα που έφευγε από τη ζωή.
Η ίδια εξακολουθεί να αντέχει, παρά τον πόνο. Όμως η κόρη της, η 28χρονη Βερόνικα, που εργάζεται επίσης ως νοσηλεύτρια σε ΜΕΘ του Τενεσί, πριν ένα χρόνο την πήρε τηλέφωνο συντετριμμένη, έχοντας δει τρεις τριαντάρηδες να πεθαίνουν από κοροναϊό. Της ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει αυτή τη δουλειά.
Δεν είναι η μόνη. Η έλλειψη αντοχών των νοσηλευτριών και των νοσηλευτών έχει μετατραπεί σε δεύτερη επιδημία στις ΗΠΑ. Άγχος, κατάθλιψη και εξάντληση έρχονται εξαιτίας των ατέλειωτων ωρών εργασίας, μαζί με τον φόβο ότι θα ασθενήσουν και οι ίδιοι – και την απελπισία που φέρνει ο υψηλός αριθμός θανάτων που αναγκάστηκαν να δουν με τα μάτια τους.
«Όλοι έχουν βιώσει στρες και συναισθηματική πίεση στη διάρκεια της πανδημίας και το ίδιο ισχύει και για τους νοσηλευτές», λέει στον Guardian η Μπέτι Τζο Ρότσιο, προϊσταμένη νοσηλεύτρια στο Mercy, έναν οργανισμό υγείας που υπόκειται στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, με έδρα το Σεντ Λούις. «μοιάζει λες και οι νοσηλευτές μας βίωσαν ένα διπλό χτύπημα, προσωπικό και επαγγελματικό και λέμε ότι αυτό έχει οδηγήσει στην εξάντληση των επαγγελματικών τους αντοχών, όμως στην πραγματικότητα αφορά τις αντοχές τους γενικότερα, απέναντι στη ζωή».
Σε πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Αμερικανών Νοσηλευτών, το 21% των συμμετεχόντων απάντησε ότι σχεδιάζει να εγκαταλείψει τον κλάδο μέσα στους επόμενους έξι μήνες και οι μισοί εξ αυτών που επιθυμούν να αποχωρήσουν κατονόμασαν ως αιτία τον τρόπο που η δουλειά τους επηρεάζει την υγεία και την ευημερία τους.
Πριν την πανδημία, το Mercy είχε περίπου 9.000 νοσηλευτές, δηλαδή ήδη 1.000 λιγότερους από ό,τι χρειαζόταν για να στηρίξει τις μονάδες υγείας του, σημειώνει η Ρότσιο. Αυτή η απόκλιση έγινε πολύ πιο αισθητή καθώς οι ασθενείς κοροναϊού άρχισαν να γεμίζουν τα τμήματα των επειγόντων και τις ΜΕΘ.
Στη διάρκεια της πανδημίας, το συγκεκριμένο σύστημα έχασε άλλους 500 νοσηλευτές, είτε εξαιτίας της έλλειψης αντοχών τους, είτε λόγω συνταξιοδότησης είτε επειδή κατάφεραν να βρουν κάποια θέση με υψηλότερες αποδοχές, τονίζει ηΡότσιο.
Το Κολέγιο Νοσηλευτικής στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι – Σεντ Λούις (UMSL) είδε επίσης τους εισακτέους του να μειώνονται κατά 20% στη διάρκεια της φετινής χρονιάς, σύμφωνα με την πρύτανη Ροξάν Βαντερμάουσε.
Δεν γνωρίζει τις ακριβείς αιτίες αυτής της μείωσης, όμως υποθέτει ότι οι υποψήφιοι φοιτητές είτε ανέβαλαν τις σπουδές τους λόγω της πανδημίας, είτε επειδή ο τομέας της υγείας μετατράπηκε σε αρένα διαφωνιών για τη χρήση μάσκας και τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Η μείωση των πρωτοετών του UMSL δεν αντιστοιχεί στη γενικότερη εικόνα. Στις ΗΠΑ, οι πρωτοετείς σχολών νοσηλευτικής αυξήθηκαν κατά 5,6% το 2020 σε σχέση με το 2019, ξεπερνώντας τους 250.000, σύμφωνα με μελέτη της Αμερικανικής Ένωσης Κολεγίων Νοσηλευτικής.
Όμως για όποιο λόγο και αν ήρθε αυτή η μείωση, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στη Ρότσιο. Το UMSL «παράγει» αποφοίτους που στη συνέχεια πολλές φορές εργάζονται στο Mercy.
Για να αυξήσει τον αριθμό των μελλοντικών νοσηλευτών του, το Mercy προσπαθεί να βρει ενήλικες που ήδη εργάζονται σε άλλους κλάδους και να τους ενθαρρύνει να γίνουν νοσηλευτές, προσφέροντας υποτροφίες και ευέλικτα προγράμματα κλινικών εργαστηρίων.
Τα νοσοκομεία σε όλη τη χώρα έχουν αυξήσει σημαντικά και τους μισθούς των νοσηλευτών, σε μια προσπάθεια να προσελκύσουν προσωπικό. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Wall Street Journal, ο μέσος ετήσιος μισθός των νοσηλευτών, χωρίς το μπόνους, αυξήθηκε κατά περίπου 4% στη διάρκεια των πρώτων μηνών της χρονιάς, φτάνοντας στα $81.376.
Το ίδιο επιχειρεί να κάνει και το Mercy. «Προσπαθούμε να βρούμε τι χρειάζεται το προσωπικό μας για να παραμείνει χαρούμενο, υγιές και να συνεχίσει να εργάζεται στο Mercy. Δεν είναι μόνο ζήτημα χρημάτων, αλλά και ανταγωνιστικών υπηρεσιών φροντίδας παιδιών… αλλά και πράγματα που σχετίζονται με τη συνταξιοδότηση και την υγεία», όπως επίσης και ζήτημα ευέλικτων προγραμμάτων, διευκρινίζει η Ρότσιο.
Η Ίβλι, η νοσηλεύτρια από τη Φλόριντα, δεν πήρε αύξηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όμως ο εργοδότης της έδωσε στις νοσηλεύτριες μια επιπλέον εβδομάδα άδειας. Παρ’ όλα αυτά, αν ο σύζυγός της ασθενούσε με κοροναϊό και η Ίβλι αναγκαζόταν να μείνει στο σπίτι, οι μέρες θα αφαιρούνταν από την άδειά της.
Παρόλα αυτά επιμένει. «Πολλοί με ρωτάνε πώς αντέχω. Και δεν ξέρω ποια είναι η σωστή απάντηση αλλά πάντα τους λέω ότι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής και ότι χαίρομαι πολύ που κατάφερα να βοηθήσω το αγαπημένο σου πρόσωπο στο τελευταίο του ταξίδι», εξηγεί.
Η Ίβλι τη συμβούλευσε να ηρεμήσει και συνειδητοποιήσει ότι βοηθάει ανθρώπους. «Μετά από αυτό, ήταν μια χαρά», καταλήγει.
Με πληροφορίες από Guardian