Στην Άγκυρα εξακολουθούν να περιμένουν… ένα τηλεφώνημα. Ο λόγος για την άμεση επικοινωνία του Προέδρου Μπάιντεν με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί, παρότι έχουν περάσει δύο μήνες από την ορκωμοσία του νέου αμερικανού Προέδρου και παρότι ο Πρόεδρος Τραμπ είχε επικοινωνήσει μαζί του λίγες μέρες μετά την εκλογή του.
Άλλωστε, στην Άγκυρα δεν έχουν ξεχάσει ότι ο Μπάιντεν είχε χαρακτηρίσει τον Ερντογάν «αυταρχικό», ούτε το πώς οι Δημοκρατικοί είχαν στηρίξει τις προτάσεις ενεργοποίησης των κυρώσεων κατά της Τουρκίας επειδή η τελευταία επιμένει να έχει στην κατοχή της τις ρωσικές πυραυλικές συστοιχίες S-400.
Και βέβαια πάντα αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί, με ενεργό ρόλο και ανθρώπων της σημερινής κυβέρνησης, είχαν κατεξοχήν επενδύσει στην καλή σχέση με τους Κούρδους στη Βορειοανατολική Συρία, κατά τη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους, κάτι που για την Τουρκία ισοδυναμεί με έμμεση στήριξη στα κουρδικά σχέδια για δημιουργία οιονεί κρατικών οντοτήτων κοντά στα σύνορα για την Τουρκία.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλο αυτό το φόντο ο ίδιος ο Ερντογάν, που μπορούσε να στηρίζεται πριν στη καλή συνεννόηση που μπορούσε να έχει με τον Τραμπ, την επαύριον των αμερικανικών εκλογών έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου ώστε να κατοχυρωθεί η θέση της Τουρκίας στην περιοχή ως τμήμα της «Δύσης» με την ευρύτερη έννοια του όρου και να μπορέσει να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το φόντο εντάσσονται μια σειρά από κινήσεις όπως είναι τα ανοίγματα σε χώρες που είναι σύμμαχες των ΗΠΑ, όπως είναι το Ισραήλ, με το οποίο οι σχέσεις είχαν επιδεινωθεί εδώ και χρόνια με αφορμή και όσα γίνονταν στη Γάζα, αλλά και η Αίγυπτος που δεν είχε συγχωρέσει ποτέ τη στήριξη της Τουρκίας στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τη φιλοξενία εξόριστων στελεχών μετά την ανάκτηση της εξουσίας από τον στρατηγό Σίσι.
Ενδεικτική του κλίματος ακόμη και η πρόσφατη προσταγή προς τα τηλεοπτικά κανάλια που σχετίζονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα που έχουν την έδρα τους στην Κωνσταντινούπολη να σταματήσουν την κριτική προς την αιγυπτιακή κυβέρνηση στο πλαίσιο της προσπάθειας επιδιόρθωσης των τουρκοαιγυπτιακών σχέσεων.
Στο ίδιο πνεύμα και η σημαντική επένδυση στην προοπτική αποκατάστασης του κλίματος ανάμεσα στο Κατάρ από τη μια και τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από την άλλη, πάλι στο πλαίσιο της αναζήτησης καλύτερων σχέσεων και διαύλων και με τις ΗΠΑ, αναζήτηση που εξηγεί και την παράλληλη προσπάθεια για βελτίωση των σχέσεων και με τις ΗΠΑ.
Παρ’ όλα αυτά η ανησυχία της τουρκικής πλευράς είναι πραγματική. Για παράδειγμα την ώρα που η τουρκική κυβέρνηση κλιμακώνει την πολιτική και δικαστική επίθεση προς το αριστερό και φιλοκουρδικό HDP στο πλαίσιο της προσπάθειας να παίξει ακόμη πιο έντονα το χαρτί του εθνικισμού απέναντι στους υποτίθεται «φίλους των τρομοκρατών» και να περιορίσει την απήχηση της αντιπολίτευσης, οι ΗΠΑ έρχονται και καλούν την Τουρκία να σεβαστεί τη δημοκρατία και την ελευθερία της έκφρασης.
Και όλα αυτά την ώρα που υποτίθεται ότι ο Ερντογάν θα προσπαθούσε να φέρει τις «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» που θα καθησύχαζαν τόσο τους ευρωπαίους όσο και τις ΗΠΑ ως προς την προσήλωσή του στον δημοκρατικό δρόμο.
Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που βλέπουν στην Άγκυρα την εξέλιξη των ποινικών υποθέσεων «τουρκικού ενδιαφέροντος» στις ΗΠΑ, όπως είναι η μεγάλη δίκη κατά της τράπεζας Halkbank που κατηγορείται για παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν.
Και βέβαια η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρεί πλήγμα το γεγονός ότι συνεχίζεται η πίεση σε σχέση με τους S-400 και ο αποκλεισμός της από το πρόγραμμα για τα F-35.
Βέβαια την ίδια στιγμή, η Τουρκία δεν δείχνει διατεθειμένη να χάσει κάθε ευκαιρία για να υπενθυμίζει ότι μπορεί να παίζει με τις αντιθέσεις στον πλανήτη. Η δήλωση του Ερντογάν ότι ήταν αρμόζουσες και αποδεκτές οι δηλώσεις του Μπάιντεν κατά του Πούτιν όπως και ότι ήταν έξυπνη η απάντηση του Πούτιν, είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική.
Ανεξαρτήτως ρητορικών αιχμών και εξάρσεων η Τουρκία έχει πολύ πιο βαθιούς δεσμούς με τη Δύση, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, από ό,τι με τη Ρωσία και την Κίνα ακόμη και εάν επενδύει και σε αυτούς. Άλλωστε σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στη Λιβύη ή τη σύγκρουση Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν η Τουρκία πήρε αντίθετη θέση από αυτή της Ρωσίας.
Και παρότι η τρέχουσα αμερικανική κυβέρνηση δεν κρύβει τη δυσπιστία της απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση, εντούτοις η κλιμάκωση του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», μπορεί τελικά να διαμορφώσει σχετικά ευνοϊκή συνθήκη για την Τουρκία.
Στο βαθμό που οι ΗΠΑ θα θελήσουν να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση με τη Ρωσία, είναι προφανές ότι από ένα σημείο και μετά θα σταθμίσουν πολύ το εάν θα ήθελαν να χάσουν μια χώρα με την οποία έχουν ιστορικούς δεσμούς και η οποία έχει στρατηγική σημασία όπως η Τουρκία.
Πολύ πιο πιθανό είναι να προσπαθήσουν να διατηρήσουν την Τουρκιά στην επιρροή της Δύσης, ακόμη και εάν αυτό μπορεί να σημαίνει κάποιους συμβιβασμούς με τις «προβολές ισχύος» στις οποίες αρέσκεται εσχάτως η Άγκυρα.
Και αυτό διαμορφώνει ένα σημείο μιας έστω και δύσκολης ισορροπίας που είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα θελήσει να εκμεταλλευτεί.