Η Κίνα ξεκινάει έναν μεθοδικό «στραγγαλισμό» και της ΕΕ και των ΗΠΑ, περιορίζοντας τις εξαγωγές σε γάλλιο και γερμάνιο, δύο απαραίτητα για την «πράσινη ανάπτυξη» μέταλλα, αλλά και στους τομείς υψηλής τεχνολογίας και ταυτόχρονα ιδρύει ζώνη ελεύθερου εμπορίου με την Ονδούρα, δημιουργώντας γεωπολιτικό προγεφύρωμα ακριβώς στο «υπογάστριο» των ΗΠΑ.
Κίνα και Ονδούρα, ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις ενόψει της σύναψης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου των δυο κρατών, μετά την απόφαση που έλαβε τον Μάρτιο η Τεγκουσιγκάλπα να αποκτήσει διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο, τερματίζοντας αυτές με την Ταϊβάν.
Οι δυο κυβερνήσεις έχουν σκοπό να καταλήξουν σε «συμφωνία εμπορίου μεγάλη και δίκαιη», η οποία «θα παίρνει υπόψη τις ασυμμετρίες, τις ευαισθησίες και τις αναπτυξιακές ανάγκες της Ονδούρας», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η ονδουριανή κυβέρνηση.
Η Τεγκουσιγκάλπα ευελπιστεί πως η συμφωνία θα ευνοήσει τις κινεζικές επενδύσεις στο κράτος της κεντρικής Αμερικής και θα ωφελήσει τον αγροτικό τομέα της καθώς θα αυξήσει τις εξαγωγές της στην Κίνα.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ονδούρας, ο Ενρίκε Ρέινα, εξηγούσε τη 15η Μαρτίου ότι η απόφαση να διακοπούν οι σχέσεις με την Ταϊβάν δεν είχε ιδεολογικοπολιτικό ελατήριο, σκοπός ήταν να καλυφθούν όσο είναι δυνατόν «οι τεράστιες ανάγκες» της χώρας σε ότι αφορά την οικονομία, καθώς η νήσος αρνήθηκε να αυξήσει την οικονομική βοήθεια που παρείχε.
Άλλωστε οι οικονομικές δυνατότητες της Κίνας είναι πολλαπλάσιες της Ταΐβάν και πέραν αυτού, η Ονδούρα φιλοδοξεί στο τέλος να συνδεθεί με την τεράστιας ισχύος γεωπολιτική οντότητα των BRICS.
Σημειώνεται ότι η Κίνα ετοιμάζεται να εντάξει στα BRICS την Αργεντινή και η κυριαρχία της στην Λατινική Αμερική επεκτείνεται.
Κίνα και Ονδούρα σύναψαν διπλωματικές σχέσεις την 26η Μαρτίου, κάτι που συνεπαγόταν αυτόματα τη διακοπή αυτών με την Ταϊβάν, όπως αξιώνει πάγια το Πεκίνο εν ονόματι της πολιτικής της «ενιαίας Κίνας».
Η κινεζική κυβέρνηση χαρακτηρίζει τη νήσο των 23 εκατομμυρίων κατοίκων επαρχία της που απλά μένει να επανενωθεί μια μέρα με την ηπειρωτική χώρα, έπειτα από το τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου το 1949.
Η πρόεδρος της Ονδούρας, η Σιομάρα Κάστρο, έκανε τον περασμένο μήνα πενθήμερη επίσημη επίσκεψη στην Κίνα, στο πλαίσιο της οποίας συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.
Η Ονδούρα είναι η πέμπτη χώρα της κεντρικής Αμερικής που πήρε την απόφαση να διακόψει τις σχέσεις με την Ταϊπέι και να συνάψει σχέσεις με το Πεκίνο από το 2007.
Πλέον στην περιφέρεια της κεντρικής Αμερικής μόνον η Γουατεμάλα και το Μπελίζ εξακολουθούν να αναγνωρίζουν διπλωματικά τη νήσο.
Όμως η Κίνα δεν περιορίστηκε μόνο στον αποκτήσει «βάση» στην λατινική Αμερική καθώς προχωρά και στην επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές δυο κρίσιμων μετάλλων για την ΕΕ, σε μια κίνηση που αναμένεται να πλήξει βασικούς τομείς για την πράσινη μετάβαση της Ευρώπης σε μία επίδειξη δύναμης προς την Δύση που δείχνει ότι οι δυτικές χώρες είναι αυτές που έχουν ανάγκη την Κίνα (όπως και την Ρωσία) και όχι το αντίστροφο, καθώς οι πρώτες ύλες (όπως και η ενέργεια) βρίσκονται στην «Ανατολή».
Συγκεκριμένα, η Κίνα αποφάσισε το γάλλιο και το γερμάνιο να υπόκεινται σε περιορισμούς εξαγωγών από την 1η Αυγούστου, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας. Όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εμπορίου της χώρας, οι έλεγχοι αυτοί είναι σύμφωνοι με τον νόμο και δεν έχουν στόχο καμία συγκεκριμένη χώρα.
Η ΕΕ λαμβάνει το 71% του γαλλίου της και το 45% του γερμανίου της από την Κίνα. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος παραγωγός και των δύο ορυκτών, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για τις βιομηχανίες ημιαγωγών, τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρικών οχημάτων.
Η κίνηση έρχεται εβδομάδες αφότου η ΕΕ παρουσίασε μια νέα στρατηγική οικονομικής ασφάλειας, η οποία επιδιώκει την εποπτεία των εξαγωγών κρίσιμης τεχνολογίας και μπορεί να περιορίσει τις εξερχόμενες επενδύσεις στο όνομα της εθνικής ασφάλειας.
Η πρόταση αποτελεί μέρος της αυξανόμενης ανάγκης για την ενίσχυση των εργαλείων ασφάλειας καθώς χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το εμπόριο και τον έλεγχο κρίσιμων εφοδιαστικών αλυσίδων για την προώθηση πολιτικών και ακόμη και στρατιωτικών στόχων.
«Η απόφαση της Κίνας είναι μια έντονη υπενθύμιση ποιος έχει το πάνω χέρι σε αυτό το παιχνίδι», δήλωσε στο Bloomberg η Simone Tagliapietra, ερευνήτρια στο think-tank Bruegel.
«Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η Δύση θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να αποβάλει τον κίνδυνο από τις αλυσίδες εφοδιασμού ορυκτών της Κίνας, επομένως αυτό είναι πραγματικά μια ασύμμετρη εξάρτηση».
Το γάλλιο είναι ένα μαλακό μέταλλο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρονικών κυκλωμάτων, ημιαγωγών και διόδων εκπομπής φωτός, ενώ το γερμάνιο χρησιμοποιείται στην κατασκευή οπτικών ινών για τη μεταφορά δεδομένων και πληροφοριών.