Ήταν στην κορύφωση της «αυτοκρατορικής» στιγμής των ΗΠΑ. Δεν είχαν αντίπαλο στο διεθνές τοπίο. Είχαν ήδη κάνει ένα σχετικά πετυχημένο πόλεμο στο Αφγανιστάν, με τη στήριξη όλης της διεθνούς κοινότητας. Διατράνωναν σε όλους τους τόνους τη στρατιωτική τους υπεροπλία. Και θεωρούσαν ότι μπορούσα να εξάγουν με τη δύναμη των όπλων «δημοκρατία και οικονομία της αγοράς».
Μικρή σημασία είχε ότι τους έλειπε ένας πραγματικός λόγος ή έστω ένα τεκμηριωμένο πρόσχημα για να πραγματοποιήσουν μια τόσο μεγάλη πολεμική επιχείρηση. Αρκούσε ότι μπορούσαν να επικαλεστούν την ύπαρξη «όπλων μαζικής καταστροφής», ακόμη και όταν γνώριζαν πολύ καλά ότι αυτά δεν υπήρχαν και ότι το ίδιο το Ιράκ είχε σταματήσει και διαλύσει το σχετικό πρόγραμμα στην προσπάθειά του να επιβιώσει μετά την ήττα του 1991 και τις μεγάλες οικονομικές κυρώσεις που του επιβλήθηκαν.
Ούτε θεωρήθηκε εμπόδιο ότι μεγάλες δυνάμεις ή ακόμη και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που είχαν υποστηρίξει προηγούμενες πολεμικές επεμβάσεις, όπως η Γαλλία ή Γερμανία αυτή τη φορά αρνούνταν να συμμετάσχουν στην πολεμική εκστρατεία. Αρκούσε ότι μπορούσε να υπάρξει μια «συμμαχία των προθύμων».
Άλλωστε, παρότι παρουσιάστηκε ως τμήμα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», στην επαύριον της 11ης Σεπτεμβρίου, η επίθεση κατά του Ιράκ είχε πολύ περισσότερο να κάνει με την επικύρωση της αμερικανικής ισχύος και πρωτοκαθεδρίας, μέσα από το τσάκισμα περιφερειακών δυνάμεων που θεωρούνταν δυνάμει εχθρικές. Εξ ου και το γεγονός ότι πολύ νωρίς οι νεοσυντηρητικοί σχεδιαστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, οι διαβόητοι neocons, έβαλαν στο στόχαστρό τους το Ιράκ, παρότι ήταν εμφανές και γνωστό ότι δεν είχε καμία σχέση με τις επιθέσεις της Αλ-Κάιντα, ενός ρεύματος διαχρονικά εχθρικού απέναντι στην παράδοση του Αραβικού Εθνικισμού, από όπου προερχόταν το κόμμα Μπάαθ και το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν.
Ο πόλεμος στο Ιράκ, πιο σωστά η ακολουθία πολέμων (συμπεριλαμβανομένων και εμφυλίων συγκρούσεων) με αφετηρία την επίθεση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ τον Μάρτιο 2003, στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μπορούσαν γρήγορα να καταλάβουν τα νευραλγικά σημεία και την πρωτεύουσα Βαγδάτη, να εξασφαλίσουν την παράδοση των μεγάλων μονάδων των ιρακινών ένοπλων δυνάμεων και σχετικά σύντομα να οικοδομήσουν δημοκρατικούς θεσμούς που θα επέτρεπαν στην ιρακινή κοινωνία να πάρει η ίδια τις επιλογές της, την ώρα που οι δυτικές χώρες και άλλες χώρες θα συνεισέφεραν επενδύσεις και οικονομική βοήθεια.
Βεβαίως, τελικά τίποτα δεν πήγε σύμφωνα με αυτόν τον σχεδιασμό. Η αντίσταση που συνάντησαν οι αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους ήταν πολύ μεγαλύτερη και αντί για απελευθερωτές θα συμπεριφερθούν ως κατακτητές απέναντι σε ένα πολύμορφο κίνημα αντίστασης, με την κατάσταση θα θυμίζει πολύ περισσότερο τη βαναυσότητα της τελευταίας φάσης της αποικιοκρατίας.
Η χώρα κάθε άλλο παρά σε μια πολιτική εξομάλυνση θα οδηγηθεί αφού η εισβολή και η διάλυση των δομών των προηγούμενου καθεστώτος, θα φέρει στο προσκήνιο τις μεγάλες εθνοτικές διαιρέσεις της χώρες, ξεκινώντας από την αντιπαράθεση ανάμεσα στη σουνιτική μειοψηφία και την σιιτική πλειοψηφία, οδηγώντας σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, που εκτός των άλλων θα είναι ένα από τα πεδία από τα οποία θα αναδυθεί στη δεκαετία του 2010 το φαινόμενο του «Ισλαμικού Κράτους», την ώρα που ένας παραδοσιακός αντίπαλος των ΗΠΑ, το Ιράν θα αποκτήσει σημαντική πολιτική επιρροή στο εσωτερικό του Ιράκ.
Ο βασικός πόλεμος στο Ιράκ διήρκησε από το 2003 έως το 2011 και αφορούσε την εισβολή και τη διαχείριση των αποτελεσμάτων της, δηλαδή την αντιμετώπιση των διαφόρων μορφών αντίστασης που αναπτύχθηκαν αλλά του εμφυλίου πολέμου που πυροδοτήθηκε. Ο κύριος όγκος των αμερικανικών δυνάμεων αποχώρησε το 2011 επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.
Ο συχνά αναφερόμενος ως δεύτερος πόλεμος στο Ιράκ είχε να κάνει με την προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο είχε προσπαθήσει εντός του Ιράκ να αποκτήσει εδαφική βάση στα Δυτικά χώρα, με την ιρακινή κυβέρνηση να χάνει τον έλεγχο σημαντικών πόλεων και περιοχών και το Ισλαμικό Κράτος να ελέγχει τη Μοσούλη, τη Φαλούτζα και την Τικρίτ. Ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ θα εμπλακούν ξανά στρατιωτικά στο Ιράκ μέχρι την ήττα του Ισλαμικού Κράτους το 2017, στην οποία πέραν των ΗΠΑ συνέβαλαν καθοριστικά και οι υποστηριζόμενες από το Ιράν Δυνάμεις Λαϊκής Κινητοποίησης που σε μεγάλο βαθμό ήταν υπό την καθοδήγηση των Φρουρών της Επανάστασης, παρότι από ένα σημείο και μετά αναγνωρίστηκαν ως κανονικό τμήμα των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της αμερικανικής κινητοποίησης γύρω από τον πόλεμο στο Ιράκ αρκεί να αναλογιστούμε ότι ανάμεσα στο 2001 και το 2015 2,7 εκατομμύρια στελέχη των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, όλων των κλάδων υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, πολλοί αυτούς για παραπάνω από μία φορά. Παρότι τα θύματα ανάμεσα στους ένστολους αμερικανούς ήταν συγκριτικά λιγότερα σε σχέση με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, εντούτοις η Αμερική ξαναζούσε την οδυνηρή εμπειρία να συμμετέχει σε έναν άδικο πόλεμο.
Ο πόλεμος στο Ιράκ είχε ένα τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Ένας υπολογισμός που έκανε το Ινστιτούτο Watson του Πανεπιστημίου Brown μιλά για την περίοδο ανάμεσα στον Μάρτιο του 2003 και τον Οκτώβριο του 2019 για 184.382 – 207.156 νεκρούς αμάχους, 48.337-52.337 νεκρούς ιρακινούς στρατιωτικούς και αστυνομικούς, 34.806-39.881 ενόπλους ιρακινούς, 4572 νεκρούς αμερικανούς στρατιωτικούς, 3.588 αμερικανούς των ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας, 277 δημοσιογράφους και 323 στρατιωτικούς των συμμαχικών δυνάμεων των ΗΠΑ.
Ωστόσο, υπάρχουν και εκτιμήσεις που ανεβάζουν τον αριθμό των αμάχων που έχασαν τη ζωή τους σε υψηλότερα επίπεδα. Μια στατιστική έρευνα για την υπερβάλλουσα θνητότητα στο Ιράκ ανάμεσα στο 2003-2011 εκτίμησε ότι ο πόλεμος ήταν υπεύθυνος για 405.00 επιπλέον θανάτους, το 60% ως αποτέλεσμα της ίδιας της πολεμικής βίας, το 40% ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των υποδομών που ακολούθησαν την πολεμική εμπλοκή.
Σε αυτό το κόστος ζωών ας προσθέσουμε και το γεγονός ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις περίπου 9,2 εκατομμύρια ήταν ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν εξαιτίας του πολέμου, είτε με τη μορφή αναγκαστικών μετακινήσεων εντός Ιράκ είτε με τη μορφή άνω των 2 εκατομμυρίων προσφύγων και αιτούντων άσυλο.
Πλευρά του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και η αντίληψη ότι μπορούσαν να παραβιαστούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Και εάν το ένα σημείο αναφοράς για αυτή την «κατάσταση εξαίρεσης» όπου δεν ισχύουν οι κανόνες προστασίας κατά των βασανιστηρίων ήταν το Γκουντάναμο, το άλλο σημείο αναφοράς ήταν η φυλακή του Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ.
Εκεί αμερικανοί στρατιωτικοί, υλοποιώντας ουσιαστικά κατευθύνσεις που είχαν συζητηθεί σε επίπεδο αμερικανικής κυβέρνησης και αφορούσαν τις τεχνικές «ενισχυμένης ανάκρισης» που στην πράξη ισοδυναμούσαν με ένα φάσμα βασανιστηρίων, συμπεριλαμβανομένων μορφών σεξουαλικής βίας.
Η διαρροή φωτογραφιών από τα βασανιστήρια στα ΜΜΕ θα οδηγήσει σε στρατοδικεία για όσους εμπλέκονταν και θα υποχρεώσει την αμερικανική κυβέρνηση να απολογηθεί για τις πρακτικές της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταμάτησαν και οι βάναυσες πρακτικές.
Το οικονομικό κόστος του πολέμου στο Ιράκ για τις ΗΠΑ ήταν τεράστιο. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό το συνολικό κόστος έφτασε τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει ένα κόστος 8.000 δολαρίων για κάθε αμερικανό φορολογούμενο.
Ούτως ή άλλως, οι δύο προηγούμενες δεκαετίες απέδειξαν το ιδιαίτερα υψηλό κόστος των αυτοκρατορικών φιλοδοξιών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με υπολογισμούς το συνολικό κόστος για τον αμερικανικό προϋπολογισμό του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και των υπόλοιπων πολεμικών εμπλοκών των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έφτασε το εντυπωσιακό ποσό των 6,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Και το κόστος αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμένων από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, καθώς πέραν των νεκρών υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός τραυματιών με προβλήματα υγείας ή αναπηρίες που σημαίνουν και ανάγκη συνεχιζόμενης υποστήριξης ιατροφαρμακευτικής και ψυχολογικής.