Η εποχή που η Άνγκελα Μέρκελ μπορούσε να υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περίπου υποχρέωση να υποδεχτεί πρόσφυγες από τη Συρία έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Άλλωστε, η ίδια η γερμανίδα καγκελάριος αποχωρεί από την ενεργό πολιτική.
Πλέον, το σύνολο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχουν μετατοπιστεί σε μια «σκληρή γραμμή» για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό που κατά βάση στηρίζεται σε μια λογική «κλειστών συνόρων» και μια στρατηγική «Ευρώπης-Φρούριο».
Ούτως ή άλλως, η ισχυρή παρουσία της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής σε εκλογές, έχει διαμορφώσει ένα κλίμα όπου και τα περισσότερα κόμματα των κατά τόπους «συνταγματικών τόξων» επιδιώκουν να κάνουν σαφές ότι δεν επιλέγουν «χαλαρή» πολιτική στα θέματα της μετανάστευσης.
Αυτό εξηγεί και την ευκολία με την οποία πλέον οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές αντιμετωπίζονται ως ζήτημα ασφάλειας ή ακόμη και ως «υβριδική απειλή».
Βεβαίως την ίδια στιγμή, επειδή όλοι οι λόγοι που προκαλούν τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές παραμένουν ενεργοί, αυτές δεν δείχνουν να ανακόπτονται.
Σε αυτό το τοπίο είναι που πρέπει να δούμε και τις κινήσεις της Λευκορωσίας που εδώ και καιρό είναι σε αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που όχι μόνο στηρίζει ανοιχτά την αντιπολίτευση στον Αλεξάντρ Λουκασένκο (παρότι είναι ένα ερώτημα τι ακριβώς αντιπροσωπεύει εντός της Λευκορωσίας) αλλά και ουσιαστικά έχει προσπαθήσει να συνδράμει προσπάθειες ανατροπής του.
Και αυτό γιατί στο πλαίσιο του «νέου Ψυχρού Πολέμου» θεωρείται σημαντικό για τη Δύση η Λευκορωσία να πάψει να είναι μια χώρα στενά συνεργαζόμενη με τη Ρωσία (με την οποία είχε υπογράψει και συμφωνία για τη συγκρότηση ομοσπονδιακής κρατικής μορφής).
Η Λευκορωσία, σε μια κίνηση που θυμίζει τακτικές της Τουρκίας, όταν η τελευταία χρειαζόταν να πιέσει την Ευρώπη για την καταβολή κονδυλίων για τους πρόσφυγες που φιλοξενεί, έχει διευκολύνει την πρόσβαση όσων επιδιώκουν να περάσουν στην Ευρώπη μέσα από το έδαφός της. Αυτό έγινε με το να άρει την υποχρέωση βίζας για πολίτες αρκετών χωρών που πετούν προς τα αεροδρόμιά της. Αυτό σήμαινε μια αρκετά μεγάλη συγκέντρωση προσφύγων και μεταναστών από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Ιράν την Υεμένη και τη Συρία στο έδαφός της.
Στη συνέχεια οι πρόσφυγες αυτοί προσπαθούν να περάσουν προς την Πολωνία με την ανοχή ή και διευκόλυνση του λευκορωσικού στρατού. Όμως, εκεί συναντούν ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες και την προσπάθεια των πολωνικών ενόπλων δυνάμεων να τους εγκλωβίσουν στην «νεκρή ζώνη» ανάμεσα στις δύο χώρες. Αντίστοιχα, πρόσφυγες και μετανάστες μετακινούνται και προς τα σύνορα με τη Λιθουανία όπου επίσης συναντούν τις δυνάμεις ασφαλείας και τον φράχτη που κατασκευάζει η λιθουανική κυβέρνηση.
Η Πολωνία έχει απαντήσει με το να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη φύλαξη των συνόρων της. Ταυτόχρονα, έχει κατηγορήσει την Λευκορωσία ότι όχι μόνο ενορχηστρώνει την μετακίνηση των προσφύγων και των μεταναστών αλλά και επιχειρεί να παραβιάσει τα σύνορα των δύο χωρών.
Όμως, η σκληρή γραμμή που διαλέγει η πολωνική κυβέρνηση δεν έχει να κάνει μόνο με το ίδιο το θέμα των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, αλλά και με πολιτικούς υπολογισμούς.
Το κυβερνών δεξιό και εθνικιστικό Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης έχει δεχτεί μεγάλη κριτική για τον τρόπο που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας τις διαμαρτυρίες για την πολιτική του, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης σύγκρουσης για το θέμα των αμβλώσεων.
Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει το πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις με 32,5%, όμως αυτό το ποσοστό σημαίνει ότι η επιρροή του είναι μικρότερη από το άθροισμα των δύο βασικών κεντρώων αντιπολιτευτικών κομμάτων.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το πολιτικό κόστος από το γεγονός ότι είναι στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών θεσμών ως προς τα ζητήματα κράτους δικαίου, καθώς επιμένει να αρνείται την πλήρη προτεραιότητα των ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προσπάθεια να παρουσιαστούν οι μεταναστευτικές ροές και η αντιπαράθεση με τη Λευκορωσία ως μια κρίσιμη κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» εξυπηρετεί μια διπλή σκοπιμότητα.
Στο εσωτερικό της χώρας μετατοπίζει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από την αντικυβερνητική δυσαρέσκεια, ενώ ταυτόχρονα στο ευρωπαϊκό επίπεδο παρουσιάζει την Πολωνία να εισπράττει την «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» και μάλιστα κατεξοχήν από τις χώρες που έχουν υπάρξει ιδιαίτερα επικριτικές για τα ζητήματα «κράτους δικαίου».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται έτσι εγκλωβισμένη στις ίδιες τις επιλογές. Στο βαθμό που δεν επιθυμεί την υποδοχή των προσφύγων στο έδαφός της, θα μπορούσε να προχωρήσει σε αυτό που υπέδειξε ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ, δηλαδή να ενισχύσει οικονομικά τη Λευκορωσία, έτσι ώστε να φιλοξενήσει πρόσφυγες κατ’ αναλογία με την Τουρκία. Όμως, αυτό θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση εκ νέου της κυβέρνησης Λουκασένκο και παραδοχή ότι δεν μπορεί να ανατραπεί.
Ως εκ τούτου περιορίζεται σε σκληρές δηλώσεις κατά της Λευκορωσίας και χρησιμοποιεί βαριές εκφράσεις, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση «υβριδικό πόλεμο», χωρίς να μπορεί να βρει μια διέξοδο, την ίδια στιγμή που όλα αυτά διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα βάναυση συνθήκη για τους ίδιους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που αντί για ένα καλύτερο μέλλον συναντούν την βαναυσότητα των συνόρων της «Ευρώπης-Φρούριο».