Μερικά από τα «θερμά» σημεία της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν βρίσκονται στο έδαφος του Ιράκ και της Συρίας. Πράγμα λογικό εάν αναλογιστούμε ότι και στις δύο χώρες δραστηριοποιούνται φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές, που σε μεγάλο βαθμό έχουν οργανωθεί στο πλαίσιο της δράσης των Φρουρών της Επανάστασης, του κατεξοχήν φορέα που εμπλέκεται στην οικοδόμηση του λεγόμενου «άξονα της αντίστασης».
Μόνο που για τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό είναι πρόβλημα, παρότι βέβαια η εκ νέου επιβεβαίωση της ισχυρής επιρροής του Ιράκ στο Ιράν ήταν ως ένα βαθμό και αποτέλεσμα της ίδιας της αμερικανικής πολιτικής και της εισβολής του 2003, που σήμαινε ως αποτέλεσμα ότι το σιιτικό στοιχείο έβγαινε πολύ πιο έντονα στο προσκήνιο.
Ειδικά μάλιστα για το Ιράκ, όπου η επιρροή του Ιράν πήρε και τη μορφή της οικοδόμησης ισχυρών πολιτοφυλακών, των Μονάδων Λαϊκής Πολιτοφυλακής που ενσωματώθηκαν στις επίσημες ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ και ήταν κομμάτι και της πάλης κατά του Ισλαμικού Κράτους, από την άνοδο του Τραμπ στην προεδρία και μετά έγινε φανερό ότι οι ΗΠΑ ουσιαστικά είχαν μεταφέρει την αντιπαράθεση με το Ιράν στο έδαφος του Ιράκ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε ότι η δολοφονία από τις ΗΠΑ του στρατηγού των Φρουρών της Επανάστασης Κασάν Σουλεϊμανί, έγινε ακριβώς την ώρα που μετακινείτο από το αεροδρόμιο της Βαγδάτης μαζί με τον επικεφαλής των Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης και ενώ βρισκόταν στο Ιράκ για επίσημη επίσκεψη.
Αντίστοιχα, στη Συρία δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ διατηρούν ισχυρή στρατιωτική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία, επικεντρώνοντας στην περιοχή της Ντέιρ εζ-Ορ και έχοντας υπό τον έλεγχό τους (μαζί με τις κατά βάση κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις) και τις πετρελαιοπηγές που βρίσκονται εκεί, παρά την προσπάθεια των συριακών κυβερνητικές δυνάμεις (με την υποστήριξη ιρανικών και ρωσικών δυνάμεων) να τις ανακαταλάβουν.
Σε αυτό το πλαίσιο τα χαράματα της Δευτέρας 28 Ιουνίου οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν αεροπορικές επιθέσεις εναντίον στόχων στο Ιράκ και τη Συρία σε περιοχές που βρίσκονται στα σύνορα των δύο περιοχών. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Πενταγώνου, οι επιθέσεις έγιναν με εντολή του ίδιου του προέδρου Μπάιντεν και ήταν «αμυντικές επιθέσεις ακριβείας» σε εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για να εξαπολύονται επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη εναντίον αμερικανικών στόχων στο Ιράκ. Ειδικότερα, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι επιτέθηκαν σε δύο εγκαταστάσεις στη Συρία και μία στο Ιράκ, εγκαταστάσεις που σύμφωνα με τις ΗΠΑ χρησιμοποιούνται από διάφορες πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιραν, ανάμεσα τους οι Kata’ib Hezbollah (KH) και Kata’ib Sayyid al-Shuhada (KSS). Η ανακοίνωση του Πενταγώνου επέμεινε ότι η εντολή του αμερικανού προέδρου για τις επιθέσεις είχε να κάνει με την ανάγκη προστασίας του αμερικανικού προσωπικού στην περιοχή και ότι οι ΗΠΑ πήραν όλα τα μέτρα για να αποφύγουν την κλιμάκωση της έντασης.
Ωστόσο, η αντίδραση της Ιρακινής πλευράς ήταν ιδιαίτερα έντονη: οι ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ καταδίκασαν τις επιθέσεις θεωρώντας τις «ωμή και απαράδεκτη παραβίαση της κυριαρχίας και της ασφάλειας του Ιράκ», ενώ ο κατά τα άλλα φιλοδυτικός πρωθυπουργός του Ιράν Μουσταφά αλ-Καδίμι δήλωσε ότι «το Ιράκ επανεπιβεβαιώνει την άρνησή του να γίνει η αρένα για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι τέτοιες επιθέσεις αναζωπυρώνουν και στο Ιράκ ένα ορισμένο αντιαμερικανικό αίσθημα και επαναφέρουν στο προσκήνιο το αίτημα για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων που παραμένουν στο Ιράκ.
Ήταν η δεύτερη φορά που ο Τζο Μπάιντεν ενέκρινε τέτοια επίθεση ενάντια σε εγκαταστάσεις των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών στη Συρία. Η προηγούμενη ήταν τον περασμένο Φεβρουάριο όταν οι ΗΠΑ είχαν υποστηρίξει ότι έκαναν τις επιθέσεις σε αντίποινα για επιθέσεις από φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές στην αεροπορική βάση της Ερμπίλ, την Πράσινη Ζώνη της Βαγδάτης και την αεροπορική βάση Μπαλάντ, 65 χιλιόμετρα βόρεια της ιρακινής πρωτεύουσας.
Πάντως από τον περασμένο Απρίλιο, έχουν υπάρξει τουλάχιστον πέντε επιθέσεις με drones σε θέσεις σημασίας για τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου και ενός αποθηκευτικού χώρου της CIA στην αεροπορική βάση της Ερμπίλ.
Πάντως οι επιθέσεις δεν έμειναν χωρίς απάντηση. Το βράδυ της Δευτέρας 28 Ιουνίου φιλοϊρανικές πολιτιφυλακές έριξαν ρουκέτες σε αμερικανική βάση στην Ανατολική Συρία. Με βάση τις πληροφορίες φιλοϊρανικών μέσων οι ρουκέτες είχαν ως στόχο στη βάση αλ-Ομάρ στην περιοχή της Ντέιρ εζ-Ορ, στη βορειοδυτική πλευρά του Ευφράτη που χωρίζει την περιοχή αυτή από τις περιοχές που ελέγχουν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Η περιοχή αυτή έχει και τον κύριο όγκο των κοιτασμάτων πετρελαίου της Συρίας κάτι που εξηγεί γιατί οι Αμερικανοί επιμένουν να έχουν στρατιωτική παρουσία στην περιοχή αλλά και γιατί η κυβέρνηση της Συρίας θεωρεί τόσο σημαντική την ανακατάληψη αυτής της περιοχής. Άλλωστε, με αυτό τον τρόπο οι ΗΠΑ κατορθώνουν να διατηρούν μια στρατιωτική παρουσία στη Συρία, όχι μόνο στο πλαίσιο της συνεργασίας με τους Κούρδους αλλά και για με το βλέμμα στραμμένο στην «επόμενη μέρα» στη Συρία.
Όταν οι ΗΠΑ ξεκίνησαν την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν επί κυβέρνησης Τραμπ, κλιμάκωση που περιλάμβανε και τη μεταφορά της σύγκρουσης στο έδαφος του Ιράκ και της Συρίας, είχαμε να κάνουμε με μια συνολικότερη στροφή, που περιλάμβανε και την έξοδο από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την επιστροφή σε κυρώσεις. Δηλαδή, τότε ήταν φανερό ότι οι ΗΠΑ είχαν επιλέξει να πάνε σε σύγκρουση με το Ιράν και να οικοδομήσουν συμμαχίες και συσχετισμό σε αυτή την κατεύθυνση.
Όμως, πλέον υποτίθεται ότι έχουν κάνει μια διαφορετική επιλογή, μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία. Η βασική τους επιδίωξη, τουλάχιστον διακηρυκτικά, είναι να υπάρξει επιστροφή στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, εξ ου και η επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων.
Την ίδια στιγμή και η ιρανική πλευρά έχει κάνει σαφές ότι επιθυμεί να υπάρξει επιστροφή στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα. Μάλιστα, την ανάγκη επιστροφής στη συμφωνία και τήρησής της από το Ιράν επιδιώκει όχι μόνο η κυβέρνηση Ρουχανί όσο και ο νέος πρόεδρος Εμπραχίμ Ραϊσί και αυτή φαίνεται να είναι και επιδίωξη του ανώτατου ηγέτη Χαμενεΐ.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή το Ιράν έχει κάνει σαφές ότι για να επιστρέψει το ίδιο στη συμφωνία θα πρέπει και οι ΗΠΑ να άρουν όλες τις κυρώσεις και ότι εάν αυτό δεν συμβεί τότε θα συνεχίσει να αναπτύσσει το πυρηνικό του πρόγραμμα και να αρνείται επιτήρηση, εφόσον έχει εκπνεύσει το σχετικό πρόσθετο πρωτόκολλο και οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη άρει τις κυρώσεις. Γι’ αυτό και την Κυριακή 27 Ιουνίου ανακοινώθηκε ότι το Ιράν δεν θα παραδώσει αρχεία των πυρηνικών του δραστηριοτήτων στην Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας εφόσον έχουν εκπνεύσει οι όποιες παρατάσεις είχαν δοθεί. Ουσιαστικά, τον τόνο τον έδωσε η δήλωση του εκπροσώπου του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών το Σάββατο 26 Ιουνίου ότι το Ιράν πιστεύει ότι είναι εφικτό να τεθεί ξανά σε ισχύ η συμφωνία του 2015 αλλά η Τεχεράνη «δεν θα διαπραγματευτεί για πάντα».
Είναι σαφές ότι το Ιράν αισθάνεται ότι σε αυτή τη φάση δεν έχει ανάγκη να κάνει υποχωρήσεις, ότι πλέον θα έχει μια νέα κυβέρνηση που θα διεκδικήσει μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή και ότι το τοπίο στην ίδια την ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι ευνοϊκότερο, ενώ παράλληλα μπορεί να επενδύσει στην πιο αναβαθμισμένη σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα.
Το πραγματικό ερώτημα αφορά τις ΗΠΑ. Εάν η στρατηγική τους μετατόπιση είναι όντως προς την επίτευξη συμφωνίας, τότε οι επιθέσεις σε φιλοϊρανικούς στόχους μπορούν να θεωρηθούν ως πίεση πριν τη συμφωνία, παρότι βέβαια η συμφωνία προϋποθέτει, σε αυτή τη φάση, αμερικανική και όχι ιρανική υποχώρηση. Εάν θέλουν τελικά να καταλήξουν σε μια πιο συγκρουσιακή πορεία με το Ιράν, το ερώτημα είναι σε ποια κλίμακα μπορούν να κλιμακώσουν μια σύγκρουση που ξέρουν ότι στο τέλος δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο θεαματικό αποτέλεσμα (π.χ. «αλλαγή καθεστώτος) και στη διαδρομή μπορεί να έχει αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα σε μια ευρύτερη περιοχή.